Μπάμπης Συριόπουλος
Η επίκληση του συντάγματος αγνοεί την ουσία του: Να απομακρύνει τον λαό από την πραγματική εξουσία
Οι περιπτώσεις παραβίασης της ομαλότητας της αστικής δημοκρατίας, είτε τυπικά προβλεπόμενες από τα ειδικά άρθρα των συνταγμάτων είτε από απροκάλυπτες αιμοσταγείς δικτατορίες – όπως του Φράνκο, του Πινοσέτ ή του Σουχάρτο στην Ινδονησία – υπήρχαν και στο παρελθόν. Το ίδιο και οι μακρόχρονες περίοδοι «περιορισμένης δημοκρατίας», με παράνομα κομμουνιστικά κόμματα ή διακυβέρνηση με διατάγματα (δημοκρατία της Βαϊμάρης, μετεμφυλιακό καθεστώς στην Ελλάδα). Η διαφορά είναι ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν είχε επικρατήσει καθολικά ούτε στον πλανήτη ούτε στο εσωτερικό κάθε χώρας. Η αντίθεση από την εργατική τάξη στην ατομική ιδιοκτησία και το κέρδος, κάποιες φορές ανοιχτά και επαναστατικά, διαπλέκονταν με την ύπαρξη άλλων τρόπων παραγωγής και ζωής, θεσμών, συνηθειών και παραστάσεων από το παρελθόν. Οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις και το κεφάλαιο αμφισβητούνταν από πολλές πλευρές και η ταξική πάλη μετασχηματιζόταν σε πολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις εφ’ όλης της ύλης, συχνά ζωής ή θανάτου. Αυτή η διαπάλη έδινε μεν νόημα στην αστική δημοκρατία και στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς της, έκανε δε σαφείς και τις παραβιάσεις της. Σήμερα, αντιθέτως, ο καπιταλισμός έχει επικρατήσει παγκόσμια και το κεφάλαιο εισχωρεί σε όλο και περισσότερες σφαίρες της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η νίκη του απέναντι στο κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα, το καπιταλιστικό ΤΙΝΑ και η διάδοση του νεοφιλελευθερισμού τον κάνουν να φαίνεται φυσικός και αδιαπραγμάτευτος. Η αγανάκτηση και οι εξεγερτικές διαθέσεις απέναντι στη βάρβαρη κι απάνθρωπη πραγματικότητα που δημιουργεί δύσκολα φτάνουν ως το βάθος. Οι επιπτώσεις του είναι μπορεί να είναι συντριπτικές, αυτός καθαυτός είναι ανεπαίσθητος σαν την ατμοσφαιρική πίεση στα σώματά μας. Υπό το παραπάνω πρίσμα, αν οι καταστάσεις εξαίρεσης του παρελθόντος ήταν ένδειξη αδυναμίας της αστικής τάξης να κυβερνήσει με τυπικούς δημοκρατικούς τρόπους, ο σημερινός κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός είναι η αλαζονική αντίδρασή της απέναντι στην πολύπλευρη κρίση του καθολικού καπιταλισμού της εποχής μας και στην αδυναμία να δώσει οποιαδήποτε συνολική κοινωνική θετική προοπτική. Η διαπάλη για τους σκοπούς της συλλογικής δράσης και τις κοινωνικές αξίες έχει χάσει το νόημά της τη στιγμή που το κριτήριο του κέρδους φαίνεται αδιαπραγμάτευτο. Η κοινωνία δεν είναι τίποτα άλλο από μια παραγωγική μηχανή, ο σκοπός της είναι η ίδια εύρυθμη λειτουργία της. Ο σημερινός κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός είναι η πολεμική κραυγή της σύγχρονης αστικής τεχνοκρατίας. Το πέρασμα στη νέα κατάσταση δεν έγινε, εννοείται, από τη μια μέρα στην άλλη. Σημάδια μιας τέτοιας διαδικασίας ήταν η πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης του 1963 («βαθεία τομή») και το Σύνταγμα του 1975 όταν έμπαινε αυτοτελώς και το κριτήριο της ταχύτητας και της οικονομικής αποτελεσματικότητας. Τα δύο ζητήματα που έθετε η εισηγητική έκθεση του σχεδίου Συντάγματος του 1975 σύμφωνα με το Χαράλαμπο Κουρουνδή (το Σύνταγμα & η Αριστερά σελ. 187) ήταν «ότι η νομοθετική εξουσία νοσούσε διότι η άσκησή της από τη Βουλή δεν είχε τον ταχύ ρυθμό που επέβαλλε η κοινωνική και οικονομική ζωή» και «ότι η εκτελεστική εξουσία δεν είχε τις απαραίτητες για την εκπλήρωση της αποστολής της αρμοδιότητες». Αυτή η διαδικασία ισχυροποίησης της εκτελεστικής εξουσίας ώστε να είναι «ικανή να παίρνει γρήγορα αποφάσεις, παραμερίζοντας “ενοχλητικές” συζητήσεις και αντιδράσεις (ο.π. σελ. 231)» καθώς και η ενοποίηση των αστικών πολιτικών κομμάτων γύρω από τους πυλώνες του ελληνικού καπιταλισμού έχουν σήμερα ολοκληρωθεί. Όλα τα προβλήματα (πχ το προσφυγικό, η πανδημία, η ανεργία κι η φτώχεια) αντιμετωπίζονται από έναν «ειδικό» (της οικονομίας, της γεωπολιτικής, της ιατρικής) δίπλα σε αστυνομικούς και στρατιωτικούς. Ο ρόλος του κράτους, σύμφωνα με την κυβέρνηση της ΝΔ (και όχι μόνο), κατά τη μετάβαση στη νέα κανονικότητα, είναι να ενισχύσει τις επιχειρήσεις ώστε «να μείνουν ζωντανές». Το αστικό κράτος δεν βάζει στη μία άκρη τις επιχειρήσεις και στην άλλη άκρη άλλες τάξεις, κριτήρια και ανάγκες ώστε να βρει το κέντρο βάρους του γενικού συμφέροντος. Τοποθετεί εξαρχής τις επιχειρήσεις στο επίκεντρο και προσπερνάει έτσι το δίλημμα πόσο να ενισχύσει αυτές και πόσο την κοινωνική πλειοψηφία, την οποία ισχυρίζεται ότι ενισχύει διαμέσου των επιχειρήσεων! Το κράτος δεν ισχυρίζεται πια ότι θέτει την κερδοφορία του κεφαλαίου στην υπηρεσία του «γενικού συμφέροντος», αλλά την ανάγει κατευθείαν σε γενικό συμφέρον και δε ντρέπεται γι αυτό! Στην Ελλάδα, ο συμβολικός πυρήνας του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού είναι ο Γιάννης Στουρνάρας, διοικητής της ΤτΕ από το 2014 και με πρόσφατα ανανεωμένη τη θητεία του μέχρι το 2026. Ό,τι και να ψηφίσει κανείς, βγαίνει πάντα Στουρνάρας και όλα όσα εκπροσωπεί – τα συμφέροντα του τραπεζικού συστήματος, η υπαγωγή στην ΕΚΤ, η πληρωμή του δημόσιου χρέους, η μόνιμη επιτροπεία από την ΕΕ κτλ. Η κριτική που του γίνεται από το ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι παρεμβαίνει στην πολιτική όταν κάνει δηλώσεις που στηρίζουν ή υπονομεύουν τη μια ή την άλλη κυβέρνηση, λες και η θέση του και όσα εκπροσωπεί δεν είναι πολιτική ή, για την ακρίβεια, το κέντρο της αστικής πολιτικής. Γύρω από αυτό το κέντρο κινούνται οι παραβιάσεις του συντάγματος, η διακυβέρνηση με ΠΝΠ, η αστυνομοκρατία κι η «πολεμική» διαχείριση όλων των ζητημάτων, από την οικονομική κρίση και το προσφυγικό μέχρι την παρούσα πανδημία. Στο τελευταίο (11ο) τεύχος από τα Τετράδια μαρξισμού, με αφιέρωμα στο κράτος, στο editorial γράφεται: «Η αστική δημοκρατία “ταλαντώνεται” μέχρι το σημείο θραύσης, γεγονός που ωθεί το καθεστώς διαρκούς εξαίρεσης προς την τυπική δικτατορία, αλλά η δημοκρατική κρατική μορφή δεν “σπάει” και τελικά η διαδικασία αναίρεσης της αστικής δημοκρατίας δεν ολοκληρώνεται. Η μονιμότητα αυτού του ιδιότυπου αυταρχικού κράτους, όταν εξασφαλίζει τη μόνιμη συναίνεση μιας αλλοτριωμένης κοινωνικής πλειοψηφίας, προσομοιάζει σε δυστοπικό ολοκληρωτικό καθεστώς, το οποίο προληπτικά θωρακίζεται απέναντι σε κάθε απελευθερωτικό πρόταγμα». Δεν είναι «ανωμαλία», ούτε… κλοπή στο παιχνίδι Το εργατικό κίνημα και οι κομμουνιστές δεν είναι αδιάφοροι απέναντι στη μονιμοποίηση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, για κάθε αιτία κι αφορμή. Τα δικαιώματα και οι ελευθερίες δεν αποτελούν πολυτέλεια για την εργαζόμενη πλειοψηφία και οι παραβιάσεις του συντάγματος έχουν «υλικές» επιπτώσεις. Μήπως αυτό σημαίνει την υπεράσπιση του «κανόνα» του συντάγματος και της αστικής δημοκρατίας απέναντι στην πρακτική εφαρμογή του από τις κυβερνήσεις; Η αλήθεια είναι πως οι επικλήσεις για μια πιστή εφαρμογή του κανόνα αγνοούν ή συσκοτίζουν την ουσία του συντάγματος, που είναι η απομάκρυνση του λαού από κάθε πραγματική εξουσία. Όπως έγραψε ο Γιοχάνες Ανιόλι για τη Γερμανία του 1986: «Σύμφωνα με το σύνταγμα, ο λαός δεν εισέρχεται ποτέ στο “παλάτι” της κρατικής δύναμης, στο δωμάτιο όπου βρίσκονται οι μοχλοί […]. Ο λαός ακούει αυτό που ανακοινώνει το παλάτι και εφαρμόζει την ανακοίνωση: πόλεμο, ειρήνη, εξοπλισμό, πληρωμή φόρων, αναπτυξιακή βοήθεια, κοινωνικό κράτος, αποδόμηση του κοινωνικού κράτους και διάφορα άλλα». Η στάση της αστικής τάξης απέναντι στη δική της νομιμότητα ήταν εξαρχής αμφιλεγόμενη. Τα αστικοδημοκρατικά συντάγματα ανέκαθεν προέβλεπαν την παραβίασή τους και αυτές οι προβλέψεις είναι ουσιαστικό τους μέρος. Έγραψε ο Μαρξ για το Σύνταγμα της Γαλλικής Δημοκρατίας του 1848: «Οι διηνεκείς αντιφάσεις αυτού του Συντάγματος- απάτη δείχνουν αρκετά απλά ότι η μεσαία τάξη (=αστική τάξη) μπορεί να είναι δημοκρατική στα λόγια, αλλά δε θα είναι τέτοια και στις πράξεις- θα αναγνωρίσει την αλήθεια μιας αρχής αλλά δεν πρόκειται να την εφαρμόσει στην πράξη- , ενώ το πραγματικό “Σύνταγμα” της Γαλλίας δεν βρίσκεται στο Χάρτη που καταγράψαμε, αλλά στους οργανικούς νόμους που θεσπίζονται με βάση το ίδιο […]. Οι αρχές ήταν εκεί- οι λεπτομέρειες αφέθηκαν στο μέλλον, και σ’ αυτές τις λεπτομέρειες επανεγκαθιδρύθηκε μια αδιάντροπη τυραννία!» (1850 τόμος Α, KARL MARX σελ. 302). Στο Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία αναφερόμενος στη δημοκρατική αντιπολίτευση των «ορεινών» το 1849, τονίζει: «”Ζήτω το Σύνταγμα!”, αυτό ήταν το σύνθημα που σκόρπιζε, ένα σύνθημα που δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά “Κάτω η επανάσταση!”» (ο.π. σελ. 155).
Η «δημοκρατική ομαλότητα» παραβιαζόταν και στο παρελθόν. Σήμερα, όμως, που ο καπιταλισμός έχει επικρατήσει καθολικά, αναδεικνύεται η αδυναμία των αστικών τάξεων να δώσουν οποιαδήποτε θετική προοπτική
Ο κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός της εποχής μας είναι η «αδιάντροπη τυραννία» των επενδυτών και όχι αποτέλεσμα της δράσης κάποιων σκοτεινών «δυνάμεων της ανωμαλίας», όπως λεγόταν παλιότερα για το ελληνικό παρακράτος. Η απάντηση του εργατικού κινήματος δεν μπορεί παρά να στοχεύει στην ουσία και όχι στην επιφάνεια. Αν η βάση του σημερινού κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού είναι η οργάνωση της κοινωνικής ζωής κάτω από τους νόμους κίνησης του κεφαλαίου, φυσικούς και αδιαπραγμάτευτους, πέραν πάσης αμφιβολίας, τότε το πρώτο βήμα υπονόμευσής του είναι η εισαγωγή του συγκρουσιακού στοιχείου. Τα πράγματα μπορούν να είναι κι αλλιώς, η πολιτική μπορεί να είναι κάτι άλλο από ζήτημα διαχείρισης και λογιστικής. Πώς να έχουν νόημα οι δημοκρατικές ελευθερίες αν δεν είναι υπό συζήτηση οι σκοποί κι όχι μόνο τα μέσα κι οι μέθοδοι; Απέναντι στη μοναδική, «φυσική», δήθεν στηριζόμενη από ειδικούς κι επιστήμονες, πολιτική της αποθέωσης της ατομικής ιδιοκτησίας και του κέρδους, η απάντηση μπορεί να είναι μόνο μια εξίσου καθολική απόρριψή τους, η προβολή της πραγματικής εναλλακτικής: της ανθρώπινης ζωής κι όχι της επιβίωσης, των κοινών αγαθών και της κοινωνικής ιδιοκτησίας, των συνειδητών συλλογικών αποφάσεων κι όχι των διαταγμάτων των ειδικών, του διεθνισμού κι όχι της εθνικής ομοψυχίας. Η αντιπαράθεση όμως στο περιεχόμενο δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από άλλα όργανα και μέσα. Κατ’ αρχάς το λαϊκό κίνημα και η αριστερά δεν μπορεί παρά να αντιπαρατεθούν στο δίπολο τεχνοκρατίας- καταστολής, αυτοακυρώνονται αν ανέχονται τον αστυνομικό δίπλα στον ειδικό ή αν υποκλίνονται στις λύσεις του ειδικού που εφαρμόζονται μόνο με αστυνομική καταστολή. Αν η αστική τάξη παίζει με σημαδεμένα χαρτιά, παραβιάζει τον «κανόνα» της εφαρμόζοντάς τον, δεν μπορεί η κομμουνιστική αριστερά και το εργατικό κίνημα να υπερασπίζονται τον κανόνα στην ιδανική του μορφή («ζήτω το Σύνταγμα!») ενάντια στην πραγματική εφαρμογή του. Αυτό που ταιριάζει στα συμφέροντα της εργαζόμενης πλειονότητας είναι η δημοκρατία του οργανωμένου λαού, των οργάνων επιβολής της λαϊκής θέλησης κι όχι ο περιορισμός στους αστικούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και πολύ περισσότερο η αναζήτηση απατηλών κυβερνητικών λύσεων. Στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης που στην Ελλάδα κρατάει τουλάχιστον 10 χρόνια και αλλού (Ινδία, Χιλή) πολύ περισσότερο, η απάντηση δεν μπορεί να είναι τα παράπονα για τις κυβερνήσεις που «κλέβουν στο παιχνίδι». Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, τον Γενάρη του 1940, έγραψε στην 8η από τις Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας: «Η παράδοση των καταπιεσμένων μας διδάσκει ότι η “κατάσταση έκτακτης ανάγκης” που ζούμε τώρα δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Πρέπει να κατορθώσουμε να συλλάβουμε την ιστορία έχοντας αυτή την επίγνωση. Τότε θα διαπιστώσουμε καθαρά ότι αποστολή μας είναι να δημιουργήσουμε μια πραγματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης και έτσι θα βελτιωθεί η θέση μας στον αγώνα κατά του φασισμού». Η απάντηση του εργατικού κινήματος και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς μπορεί να είναι μόνο μία κατάσταση εξαίρεσης από τα κάτω κι όχι η νοσταλγία για τη χαμένη λάμψη της αστικής δημοκρατίας. http://prin.gr/?p=31446