*Μουσταφά Τσολάκ Αλή
Το τουρκικό προξενείο, κυρίως για τα κοινοβουλευτικά κόμματα, ήταν πάντοτε το καλύτερο επιχείρημα για να δικαιολογήσουν τις ρατσιστικές και καταστροφικές τους πολιτικές εις βάρος της μειονότητας, αλλά –δυστυχώς– και για ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς για να ρίξει τη μπάλα στις κερκίδες.
«Για το προξενείο δε μας λες, όμως!» Κάθε φορά που μιλούσα, είτε σε εκδηλώσεις είτε σε παρέες με συντρόφους από διάφορους χώρους, και έκανα αναφορά στη τουρκική μειονότητα και τα δικαιώματά που της στερούνται, είχα αντιδράσεις. Από το «Στην Αριστερά πρέπει να μιλάμε μια κοινή γλώσσα, δεν υπάρχει τουρκική μειονότητα, μουσουλμανική μειονότητα είναι», μέχρι και «όποιος στην Ελλάδα μιλάει για την ύπαρξή της τουρκικής μειονότητας είναι πράκτορας της Άγκυρας». Κάθε προσπάθειά μου να επιχειρηματολογήσω με Λένιν ή Ρόζα ήταν μάταιη. Μου μιλούσαν για το «πατριωτισμό του ΕΑΜ», ξεχνώντας, βέβαια, πως στα χρόνια της Κατοχής ή και νωρίτερα ο Ριζοσπάστης έγραφε για τη τουρκική μειονότητα που καταπιέζεται απ’ τη φασιστική κυβέρνηση… ή πως το ΔΣΕ έβγαζε τουρκόφωνη εφημερίδα, τη Savaş (Πόλεμος), ειδικά για τους μειονοτικούς. Δηλαδή, και το ΕΑΜ «μέχρι εκεί που μας συμφέρει». Εν τέλει, αυτή η στρατηγική, οδήγησε πολλούς στην Αριστερά να ακολουθήσουν την επίσημη κρατική γραμμή και στο μειονοτικό: δηλαδή, να βλέπουν τη μειονότητα –σύσσωμη– να καθοδηγείται από το τουρκικό προξενείο, άρα να είναι κίνδυνος.
Να σας πω, λοιπόν, για το προξενείο Το προξενείο της Κομοτηνής, όπως κάθε προξενείο, κάνει τη δουλειά του. Υπηρετεί τα συμφέροντά του. Σαφώς και πληρώνει και εξαγοράζει μειονοτικούς, όπως κάνουν και τα ελληνικά προξενεία στην Αλβανία και τη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Φήμες και έγγραφα από wikileaks λένε πως χρηματοδοτεί περίπου 5.000 (από 120.000 πληθυσμό) νοματαίους της κοινωνίας. Από ‘κει και πέρα, τι κάνουμε εμείς σαν Αριστερά για να πάρουμε την καταπιεζόμενη αλλά και εκμεταλλευόμενη πλειονότητα της μειονότητας με το μέρος μας; Τι έχουμε να πούμε για τις απαιτήσεις των ανθρώπων αυτών; Όταν υπάρχει απαίτηση εκλογής της Διαχειριστικής Επιτροπής της Μουσουλμανικής Περιουσίας (Βακούφια) και εσύ λες «αυτή είναι η θέση και του προξενείου, δε γίνεται», πώς θέλεις να τους προσεγγίσεις; Ή όταν σου λέει πως θέλει να επαναλειτουργήσουν οι σύλλογοί του και απαντάς με το ίδιο επιχείρημα; Διεκδικούμε όλα τα μειονοτικά δικαιώματα στον τρόπο διαχείρισης των βακουφίων, την ανάδειξη των μουφτήδων, τις ελευθερίες στην ίδρυση και ονομασία μειονοτικών συλλόγων που ήταν κεκτημένα και καταργήθηκαν στην πρόσφατη πορεία των διώξεων της Μειονότητας. Τι κάνουμε για να δείξουμε πως όντως είμαστε μαζί τους και θέλουμε να μοιραστούμε μαζί το ψωμί και τα τριαντάφυλλά…, ώστε να τους πείσουμε πως δεν είμαστε σαν τους άλλους και να τους πάρουμε απ’ την αγκαλιά των «δικών τους» εθνικιστών — όπως το ΚΙΕΦ;
Τι κάνουμε εμείς σαν Αριστερά για να πάρουμε την καταπιεζόμενη αλλά και εκμεταλλευόμενη πλειονότητα της μειονότητας με το μέρος μας; Τι έχουμε να πούμε για τις απαιτήσεις των ανθρώπων αυτών;
Για το (βαθύ) κράτος δε μας λέτε, όμως! Και το χειρότερο απ’ όλα είναι πως όλοι αυτοί οι κύριοι, δεν λένε κουβέντα (από μόνοι τους, αν δε τους αναγκάσεις να τα καταγγείλουν) για τις πρακτικές του ελληνικού (βαθέως) κράτους στην περιοχή. Είδατε απ’ όλους αυτούς καμιά καταγγελία για την περιφορά επιταφίου σε αμιγές μειονοτικό χωριό, την πλέον γνωστή Εχίνο, το Πάσχα του 2015; Είδατε καμιά καταγγελία για την ανακοίνωση της «Ομάδας Υψηλής Αστυνόμευσης», το 2017, που καλούσε τους «Φρουρούς της Θράκης» να τιμωρήσουν(!) κάποιους μειονοτικούς, όπου νούμερο ένα στη λίστα ήταν ο συντάκτης αυτού του κειμένου; Είδατε καμιά καταγγελία για τα απειλητικά τρικάκια που ρίχτηκαν στα μειονοτικά χωριά πριν την επίσκεψη του Ερντογάν στη Θράκη το 2018 κ.ο.κ.; Δεν είδατε. Διότι αυτά είναι «ψιλά γράμματα». Όπως δε θα τους βλέπετε ποτέ να καταγγέλουν τον «βρώμικο» ρόλο του Γραφείου Πολιτικών Υποθέσεων που είναι στην ουσία «προξενείο μέσα στην ίδια τη χώρα» και το μαύρο χρήμα που ρέει στην περιοχή από τα κρυφά κονδύλια του ΥΠΕΞ.
Πρέπει να φύγουμε απ’ το μαντρί του κράτους Η Αριστερά, δοκιμάστηκε σε πάρα πολλά ζητήματα την τελευταία δεκαετία, αλλά, κυρίως μετά το «μακεδονικό», «καθάρισε τα έντερά της». Το ένα κομμάτι της –δυστυχώς– επέλεξε να ενσωματωθεί με το κράτος, ενώ το άλλο παρέμεινε αντικαπιταλιστικό, διεθνιστικό, αντιεθνικιστικό. Τώρα πρέπει εμείς οι δεύτεροι, παίρνοντας βάση όλες αυτές τις εμπειρίες, να ξαναφτιάξουμε τον χώρο μας. Έτσι, λοιπόν, σε ό,τι αφορά τα «δικαιωματικά», να λέμε δυνατά και καθαρά πως είμαστε με τους αγρότες και προλετάριους της τουρκικής μειονότητας και διεκδικούμε να τους δοθούν όλα τα δικαιώματά της, χωρίς να ρίχνουμε τη μπάλα στις κερκίδες, βάζοντας τα «ναι μεν αλλά» και τα «προξενεία». Πρέπει να λέμε δυνατά και καθαρά πως είμαστε δίπλα στην τουρκική μειονότητα, όπως και στη μακεδονική μειονότητα, δίπλα τους Πομάκους, τους Ρομά, τους πρόσφυγες, τους μετανάστες, τους ΛΟΑΤΚΙ και όλους τους καταπιεζόμενους της χώρας αυτής… και θα παλέψουμε μαζί για να φτιάξουμε το «πανηγύρι των καταπιεσμένων» — και εννοείται ότι εκείνη τη μέρα θα σφραγίσουμε και τις πόρτες του προξενείου! Να φωνάξουμε δυνατά και καθαρά πως ο εχθρός δεν είναι οι καταπιεζόμενοι, οι διαφορετικοί σε αυτή τη χώρα αλλά ο καπιταλισμός και το κεφάλαιο που χρησιμοποιούν τις διαφορές μας για να μας χωρίσουν — και αυτά θα τα τσακίσουμε με κοινούς αγώνες! Και ο κόσμος αυτό θα το εκτιμήσει…