Ανάλυση: Σταύρος Μαυρουδέας Το δίλημμα του καπιταλισμού Μια διπλή κρίση πλήττει σήμερα τον παγκόσμιο καπιταλισμό: υγειονομική, λόγω εξάπλωσης του κορονοϊού και οικονομική, λόγω βαθύτερων αντιφάσεων. Οι κυβερνήσεις έχουν δύο πολιτικές επιλογές για την αντιμετώπιση της πανδημίας, της καταστολής ή της απάλυνσης. Σήμερα κινούνται βασικά με την πρώτη, με τα πιο αυστηρά μέτρα, αλλά ανησυχούν για το οικονομικό κόστος. Ο κορονοϊός αφορμή και όχι αίτιο της κρίσης Η πανδημία του κορονοϊού συμβαδίζει με την ύφεση της οικονομίας. Τα χρηματιστήρια αλλά και η πραγματική οικονομία υποχωρούν δραματικά. Τα μέτρα περιορισμού δραστηριοτήτων για την αντιμετώπιση της πανδημίας επιτείνουν την ύφεση. Όλες οι προβλέψεις συντείνουν σε μία κρίση αντίστοιχη αυτής του 2007-8. Πρόκειται επομένως για μία διπλή κρίση: υγειονομική και οικονομική. Η οικονομική ορθοδοξία διατείνεται ότι η οικονομική κρίση προκαλείται από το εξωγενές τυχαίο συμβάν της υγειονομικής κρίσης. Δηλαδή, υποστηρίζουν ότι ο υγιής βηματισμός της παγκόσμιας οικονομία (π.χ. το ΔΝΤ προέβλεπε αύξηση του ρυθμού μεγέθυνσης από 2,9% το 2019 σε 3,3% φέτος) διακόπτεται αναπάντεχα από την υγειονομική κρίση. Σημειωτέον, δεν είναι ο νεοφιλελευθερισμός η σημερινή οικονομική ορθοδοξία αλλά η νέα μακροοικονομική συναίνεση, δηλαδή το μίγμα του Δεξιού νέου κεϋνσιανισμού (πιθανότητα βραχυχρόνιων ανισορροπιών λόγω ανελαστικών παραγωγικών συντελεστών) και μετριοπαθούς νεοφιλελευθερισμού (ορθολογικές προσδοκίες, μακροχρόνια τάση εξισορρόπησης των αγορών). Η νέα μακροοικονομική συναίνεση δέχεται ότι οι βραχυχρόνιες ανισορροπίες απαιτούν ένα επιτελικό οικονομικό κράτος (σε αντίθεση με το παραδοσιακό κεϋνσιανό παρεμβατικό κράτος αλλά και τη Νεοφιλελεύθερη απόσυρση του κράτους από την οικονομία). Στα πλαίσια αυτά αρχικά θεωρούσε αποτελεσματικότερη τη νομισματική πολιτική, ενώ η δημοσιονομική πολιτική είχε απλά υποστηρικτικό ρόλο. Όμως σταδιακά, μετά την κρίση του 2007-8 και πλέον εμπρός στην επερχόμενη ύφεση, η τελευταία αναλαμβάνει τα ηνία. Επιπλέον, αντίθετα με τα νεοφιλελεύθερα αναθέματα, αναγνωρίζει την ανάγκη ενεργούς και διακριτικής βιομηχανικής πολιτικής. Αντίθετα με τους μυωπικούς ορθόδοξους εξωγενείς και τυχαίους «μαύρους κύκνους», η μαρξιστική πολιτική οικονομία επισημαίνει εύστοχα ότι η σημερινή πανδημία αποτελεί την αφορμή για την έκρηξη προϋπαρχόντων ενδογενών προβλημάτων της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Πολιτική καταστολής ή απόλυνσης; Η κρίση του 2008 προκλήθηκε από την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και την συνακόλουθη υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου. Το καπιταλιστικό σύστημα προσπάθησε να την υπερβεί εγκαταλείποντας άρον-άρον το νεοφιλελευθερισμό και προσφεύγοντας σε δεξιές κεϋνσιανές παρεμβατικές πολιτικές μέσω χαλαρής νομισματικής και επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Η δεύτερη περιορίσθηκε αισθητά μετά το ξεπέρασμα της κρίσης καθώς τα δημοσιονομικά ελλείμματα εκτινάχθηκαν στα ύψη. Η χαλαρή νομισματική πολιτική συνεχίσθηκε μέχρι σήμερα με αποτέλεσμα να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα της, καθώς τόσο η μείωση των επιτοκίων (ακόμη και σε αρνητικά επίπεδα) όσο και οι ανορθόδοξες νομισματικές πολιτικές (ποσοτική χαλάρωση κλπ.) δεν μπορούν να συνεισφέρουν περαιτέρω. Επιπλέον, ξανάρχισε η εκτεταμένη χρήση πλασματικού κεφαλαίου με την νομισματική υποστήριξη της από τις κεντρικές τράπεζες. Όμως ξανά η πραγματική οικονομία (δηλαδή το ποσοστό κέρδους που δεν ανέκαμψε αποφασιστικά) διέψευσε και το νέο αυτό στοίχημα. Ενδεικτικά, ο βιομηχανικός τομέας είχε μπει ήδη σε ύφεση αρκετά πριν το ξέσπασμα της πανδημίας. Η πανδημία αποτέλεσε την σπίθα που πυροδότησε όλα αυτά τα προϋπάρχοντα ενδογενή προβλήματα. Ο συνδυασμός υγειονομικής και οικονομικής κρίσης βάζει σοβαρά διλήμματα για το σύστημα. Η αντιμετώπιση της πρώτης επιβάλλει την συρρίκνωση πολλών οικονομικών διαδικασιών, γεγονός που συνεπάγεται μείωση του παραγόμενου προϊόντος και της κερδοφορίας. Από την άλλη βέβαια, η εξάπλωση της πανδημίας οδηγεί όχι μόνο στην εξόντωση σημαντικού τμήματος του εργατικού δυναμικού (με ανάλογες οικονομικές επιπτώσεις) αλλά κινδυνεύει και η ίδια η αστική τάξη. Την αντιθετική αυτή σχέση διαπιστώνουν πολλοί ορθόδοξοι οικονομολόγοι: «η ομαλοποίηση της καμπύλης μόλυνσης οδηγεί αναπόφευκτα στην επιδείνωση της καμπύλης μακροοικονομικής ύφεσης». Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η αστική πολιτική ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο επιλογές. Πρώτο, η πολιτική καταστολής αποσκοπεί στο σταμάτημα της επιδημίας με βασικά εργαλεία το εκτεταμένο κλείσιμο οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δραστηριοτήτων (π.χ. κλεισίματα επιχειρήσεων και υπηρεσιών εκτός των απολύτως αναγκαίων, απαγόρευση κυκλοφορίας). Στην περίπτωση αυτή η επιδείνωση της οικονομικής κρίσης είναι μεγαλύτερη. Δεύτερο, η πολιτική απάλυνσης αποσκοπεί στο να κάνει ηπιότερη την εκδήλωση της επιδημίας, με βασικά εργαλεία το στοχευμένο σταμάτημα συγκεκριμένων δραστηριοτήτων. Στην περίπτωση αυτή η επιδείνωση της οικονομικής κρίσης είναι μικρότερη. Αρχικά, οι περισσότερες χώρες ακολούθησαν την δεύτερη. Όμως σύντομα, τόσο λόγω μελετών όσο κυρίως λόγω της ιταλικής τραγωδίας, οδηγήθηκαν στην εσπευσμένη υιοθέτηση της πρώτης. Όμως οι δεύτερες σκέψεις παραμένουν πάντα. Χαρακτηριστικά, ο Economist (2020) διατείνεται ότι «η πολιτική απάλυνσης κοστίζει παρά πολλές ανθρώπινες ζωές ενώ η πολιτική καταστολής μπορεί να είναι οικονομικά μη βιώσιμη». Με τον τρόπο αυτό προετοιμάζει για την εναλλακτική: μπορεί σήμερα να είναι πολιτικά ανέφικτη η πολιτική απάλυνσης, όμως αν το οικονομικό σύστημα κινδυνεύει να καταρρεύσει τότε δεν θα υπάρχει άλλη επιλογή. ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΝΕΑ «ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ» Η Αριστερά απέναντι στη διπλή κρίση Λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων, ο λογαριασμός να πάει στο κεφάλαιο Για τους κομμουνιστές, την Αριστερά και το εργατικό κίνημα η σημερινή συγκυρία θέτει σοβαρότατα ζητήματα προσανατολισμού. Κατ’ αρχήν, δεν πρέπει σήμερα να σιωπήσει ακολουθώντας πειθήνια τα συστημικά θέσφατα και να περιμένει το τέλος της λαίλαπας για να μιλήσει. Στη χώρα μας αυτού του είδους οι κρετινισμοί εκφράζονται από τον ΣΥΡΙΖΑ (σήμερα μέτωπο σωτηρίας, αύριο μέτωπο λογικής) και τις παραφυάδες του (σήμερα ακολουθούμε, μετά θα λογαριαστούμε). Οι λογικές αυτές όταν δεν είναι εκ του πονηρού τότε είναι απλά ανόητες. Στην ταξική πάλη ισχύει απαρέγκλιτα το ρητό ότι «από την αποχώρηση εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται». Πρώτον, απέναντι στην υγειονομική κρίση η απάντηση είναι ότι πρέπει να εφαρμοσθούν τα πιο δραστικά μέτρα ασχέτως του οικονομικού κόστους τους. Το κεφάλαιο εμπρός στην οικονομική κρίση έχει διακηρύξει ότι οι αστικές κυβερνήσεις πρέπει να κάνουν «οτιδήποτε χρειάζεται». Απέναντι όμως στην υγειονομική κρίση έχει πάντα δεύτερες σκέψεις. Η Αριστερά και το εργατικό κίνημα πρέπει να απαιτήσουν τον περιορισμό ή και το κλείσιμο όσων οικονομικών δραστηριοτήτων επιβάλλεται. Ταυτόχρονα, στις απαραίτητες οικονομικές δραστηριότητες πρέπει να τηρούνται τα αναγκαία μέτρα ασφαλείας. Δεύτερον, το οικονομικό κόστος της διπλής κρίσης να το επωμισθεί το κεφάλαιο. Δικό του είναι το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα. Σε αυτό πηγαίνει ο μεγάλος όγκος των προγραμμάτων στήριξης. Σε μεγάλο βαθμό οι σύγχρονες ασθένειες και επιδημίες έχουν και κοινωνικά αίτια που απορρέουν από την λειτουργία του. Επιπλέον, ιδιαίτερα κατά τις πρόσφατες δεκαετίες το μερίδιο των κερδών έχει αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με το μερίδιο των μισθών στο συνολικό προϊόν. Συνεπώς την κρίση οφείλουν και μπορούν να πληρώσουν «οι έχοντες και κατέχοντες». Τρίτον, η Αριστερά πρέπει να δει καθαρά ποιος είναι ο πραγματικός αντίπαλος. Οι αντι-νεοφιλελεύθερες οιμωγές και οι γονυπετείς παρακλήσεις περί περισσότερου κράτους την υποβιβάζουν σε θεραπαινίδα ενδοαστικών αντιθέσεων. Ο νεοφιλελευθερισμός έχει πεθάνει και το αστικό κράτος –που ποτέ δεν έφυγε όσον αφορά τα καίρια ζητήματα– έχει ήδη επιστρέψει. Όμως η σημερινή σοσιαλ-φιλελεύθερη ορθοδοξία απλά υπόσχεται κάποιες περισσότερες ασπιρίνες στους κοινωνικο-οικονομικούς καρκίνους που δημιουργεί το σύστημα. Είναι ο επιστρέφων κρατικός παρεμβατισμός που στηρίζει αφειδώς το κεφάλαιο και μετακυλύει τα βάρη στους εργαζόμενους. Και είναι οι κυρίαρχες σήμερα νεο-κεϋνσιανές πολιτικές που αποτελούν το όχημα αυτής της αλλαγής. Απέναντι σε όλα αυτά η Αριστερά και το εργατικό κίνημα πρέπει να αγωνιστεί για βαθιές δομικές αλλαγές. Βασικοί τομείς της οικονομικής δραστηριότητας να απο-εμπορευματοποιηθούν και να οργανωθεί η παροχή των προϊόντων και των υπηρεσιών τους με βάση δημόσια και καθολικά συστήματα. Η περίπτωση της υγείας είναι η πιο χαρακτηριστική και στο επίκεντρο της σημερινής διπλής κρίσης. Η χρηματοδότηση των δημόσιων συστημάτων αυτών πρέπει να βασίζεται σε ισχυρά προοδευτικά συστήματα φορολογίας. Δηλαδή με μεγάλη φορολογική κλιμάκωση όσο αυξάνουν τα εισοδήματα και με αντίστοιχη αυξημένη φορολογία των επιχειρηματικών κερδών και με σύλληψη της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής του κεφαλαίου. Τέταρτον, η Αριστερά και το εργατικό κίνημα πρέπει να σταθούν αποφασιστικά ενάντια στη «νέα νέα κανονικότητα» που προσπαθεί να επιβάλλει το κεφάλαιο. Να αποτραπεί η φαλκίδευση της νομοθετικής προστασίας της εργασίας και να επεκταθεί η τελευταία περαιτέρω απέναντι στις αλλαγές των εργασιακών σχέσεων μέσω της τηλε-εργασίας και τις νέες μορφές ελέγχου και εντατικοποίησης της εργασίας, που επιδιώκει να επιβάλλει το κεφάλαιο. Πέμπτον, για την χώρα μας η σημερινή διπλή κρίση αναδεικνύει εντονότερα την ανάγκη αποδέσμευσης από την ΕΕ. Για πολλοστή φορά αποδεικνύεται ότι η λεγόμενη «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη» είναι κουτόχορτο για αφελείς. Επίσης, τα ψιχία βοήθειας που προσδοκόνται εν μέσω κρίσης είναι ελάχιστα απέναντι τόσο στο κόστος αποπληρωμής τους στο μέλλον όσο και το δυνητικό κόστος από την απώλεια της ελευθερίας χάραξης οικονομικής πολιτικής με βάση τα συμφέροντα του λαού και του τόπου και όχι τα κελεύσματα των Βρυξελλών. Τέλος, με αφορμή την αντιμετώπιση της πανδημίας έχουν επιβληθεί σοβαρότατοι περιορισμοί σε πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα που πολλοί από αυτούς δεν δικαιολογούνται ιατρικά. Είναι σαφές ότι το σύστημα πειραματίζεται τόσο για την γενικότερη εφαρμογή τους όσο και για νέες μορφές ιδεολογικής χειραγώγησης της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Η Αριστερά και το εργατικό κίνημα πρέπει να αποκρούσουν αποφασιστικά τις προσπάθειες αυτές. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ Η συνέχιση του νεοσυντηρητισμού με άλλα μέσα Ο νεοφιλελευθερισμός έχει αποτύχει παταγωδώς. Αύξησε μεν την εκμετάλλευση της εργασίας, αλλά δεν μείωσε την υπερσυσσώρευση και δεν ανέταξε επαρκώς την κερδοφορία. Στον τομέα της υγείας η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων συστημάτων (είτε άμεσα είτε έμμεσα κατακερματίζοντας τα και δημιουργώντας συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ των τμημάτων τους και ενισχύοντας τις συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) τα έχει αδυνατίσει καίρια. Η διαδοχή του από την σοσιαλ-φιλελεύθερη Νέα Μακροοικονομική Συναίνεση είναι εμφανής. Όχι μόνο ο κρατικός παρεμβατισμός επιστρέφει -με κέντρο βάρους πλέον τις επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές– αλλά ήδη διατυπώνονται από επίσημα χείλη προτάσεις κρατικοποιήσεων (π.χ. στην Ιταλία για την Alitalia). Δεύτερον, διαφαίνεται όμως και η αποτυχία της Νέας Μακροοικονομικής Συναίνεσης. Οι πολιτικές της απέτρεψαν την καταστροφή το 2007-8 αλλά δεν ανέταξαν τα δομικά προβλήματα του καπιταλισμού, τα οποία επανακάμπτουν με αφορμή την επιδημία. Επιπλέον, στον τομέα των πολιτικών υγείας ουσιαστικά δεν έδωσε κάποιο σημαντικό διαφορετικό δείγμα γραφής από τον προκάτοχο της και πρακτικά συνέχισε την πολιτική λιτότητας και άμεσης και έμμεσης ιδιωτικοποίησης του συστήματος υγείας. Τα ηνία στην αστική διαχείριση έχει πάρει η Νέα Μακροοικονομική Συναίνεση Τρίτον, το ποιος θα το επωμισθεί το κόστος της αντιμετώπισης της διπλής κρίσης είναι το νέο σημαντικό πεδίο της ταξικής πάλης. Για το κεφάλαιο η διπλή κρίση αποτελεί κίνδυνο αλλά και ευκαιρία. Αποτελεί κίνδυνο γιατί απειλεί τις θεμελιώδεις λειτουργίες της καπιταλιστικής οικονομίας. Όμως αποτελεί και ευκαιρία καθώς το σύστημα πειραματίζεται με νέες μορφές εργασιακών σχέσεων και αμοιβών όπως η τηλε-εργασία (όπου αυτή εφικτή και αποτελεσματική χωρίς να μειώνει την παραγωγικότητα), η μείωση του μισθολογικού κόστους (με ευέλικτες μορφές απασχόλησης και μείωση των μισθών, με αμοιβή με το κομμάτι κλπ.) και η περαιτέρω απορρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας. Βραχυπρόθεσμα το οικονομικό κόστος της διπλής κρίσης περνά στο κράτος και συνεπώς μεταφέρεται άνισα και στις άλλες κοινωνικές τάξεις μέσω της φορολογίας. Όμως το μεγαλύτερο τμήμα των δημοσιονομικών και νομισματικών προγραμμάτων στήριξης πηγαίνει στο κεφάλαιο και μόνο ψιχία στην εργασία. Ενδεικτικά από το αμερικανικό πρόγραμμα των 2 τρις δολαρίων τα 2/3 πηγαίνουν σε καθαρές χρηματικές ενισχύσεις και δάνεια προς τις επιχειρήσεις και μόνο το 1/3 προς ενισχύσεις της εργασίας. Ανάλογη είναι και η διάρθρωση των ελληνικών προγραμμάτων.
Λεφτά υπάρχουν… για τους δανειστές!
«Δεν θα πατήσουμε φρένο, αλλά γκάζι, θα προχωρήσουμε στις μεγάλες αλλαγές», είπε λίγο μετά το κακό, για τη ΝΔ, εκλογικό αποτέλεσμα ο Κ. Μητσοτάκης....
Συνεχίστε