Γιώργος Νικολαϊδης*
ΚΟΡΟΝΟΪΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ
Σήμερα γίνεται πολύ συχνά λόγος για την επιδημία και τους κινδύνους που επιφέρει στη σωματική υγεία. Ωστόσο, η ίδια η συνθήκη της επιδημίας και των μέτρων περιορισμού της δεν στερούνται και πολυ-επίπεδων ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων. Η κατάσταση αυτή φέρνει στην επιφάνεια πλείστα άλλα θέματα ψυχοκοινωνικής μέριμνας που δεν είναι καθόλου αμελητέα. Ανάμεσα στα άλλα, μπορεί κανείς να ξεχωρίσει τα παρακάτω: Είναι μάλλον εύλογο πως ήδη από την τρέχουσα περίοδο της επιδημίας αναμένεται μια αύξηση των αγχωδών και συναισθηματικών διαταραχών ως αποτέλεσμα του ψυχικού τραύματος που δημιουργεί μια τέτοια απειλή κατά της ζωής αλλά και των ίδιων των συνθηκών περιορισμού που επιβλήθηκαν.
Η εμφάνιση τέτοιων διαταραχών ή μεμονωμένων συμπτωμάτων αναμένεται να επιταθεί μετά την άρση των περιορισμών, ενδεχομένως δε να συνεχίσει να εντείνεται επί μήνες μετά την παρέλευση της επείγουσας κατάστασης της επιδημίας. Κι αυτό, καθώς έχει παρατηρηθεί πως σε περιόδους απειλής τα άτομα συχνά επιστρατεύουν ψυχικές δυνάμεις για να ανταπεξέλθουν μια δύσκολη συγκυρία, επιτρέπουν όμως στον εαυτό τους να εκδηλώσει τον φόβο, το άγχος και τις αγωνίες του μόλις τα πράγματα «κανονικοποιηθούν» εκ νέου. Τα συμπτώματα της αγχώδους και καταθλιπτικής σειράς τα οποία αναμένεται να επιταθούν δεν είναι ειδικά, δεν αναμένεται δηλαδή να παρουσιάζουν κάποια ιδιαιτερότητα ή ιδιομορφία σε σχέση με τις εκδηλώσεις ανάλογων διαταραχών σε άλλες περιστάσεις· θα είναι κρίσεις πανικού, καταθλίψεις, φοβίες, παλινδρομήσεις ανάπτυξης σε παιδιά, όπως όλες οι άλλες τέτοιες καταστάσεις που εκλύονται από άλλες αιτίες.
Η φροντίδα για την υποστήριξη του γενικού πληθυσμού, πέραν των μεσοπρόθεσμων συνεπειών αποτροπής των όποιων συμπτωμάτων και διαταραχών θα εκδηλωνόντουσαν, φαίνεται να έχει σημασία ακόμα και για τη βιολογική απάντηση στη σωματική νόσο (άρα και στην επιδημία): άνθρωποι μέσα στον φόβο και στον πανικό έχει αποδειχθεί πως έχουν πολύ πιο αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα και άρα είναι πιο επιρρεπείς να νοσήσουν. Γι’ αυτό και θεωρείται πως οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας για ενηλίκους και ανηλίκους οφείλουν να παραμείνουν διαθέσιμες για να στηρίζουν όσους έχουν ανάγκη και να μην μειώσουν τις παρεχόμενες από αυτές υπηρεσίες. Τέλος, μια ειδική ομάδα που φαίνεται πως καταπονείται και ψυχικά –πέραν της σωματικής εξάντλησης και του κινδύνου νόσησης– είναι οι υγειονομικοί. Κι αυτό δεν βοηθιέται με τα νυχτερινά χειροκροτήματα στα μπαλκόνια αλλά με συστηματική υποστήριξη των εργαζόμενων στην περίθαλψη, ειδικά σε «πρώτης γραμμής» μονάδες, από ανάλογα ειδικευμένους επαγγελματίες ψυχικής υγείας. Έτι περαιτέρω, αύξηση των διαταραχών του ίδιου (αγχώδους και καταθλιπτικού) φάσματος αναμένεται να παρατηρηθεί και εξαιτίας των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων της επιδημίας και των μέτρων αντιμετώπισής της. Η αύξηση τέτοιων διαταραχών, συμπεριλαμβανόμενων και επιπλοκών τους όπως οι αυτοκτονίες σε περιόδους οικονομικής κρίσης, έχει μελετηθεί εκτενώς σε κοινωνίες που πέρασαν περιόδους έντονης ύφεσης — μέσα σε αυτές και η χώρας μας την προηγούμενη δεκαετία. Έχει υπολογιστεί ότι π.χ. 1% αύξηση της ανεργίας συνδέεται στατιστικά με σχεδόν ανάλογη αύξηση του αριθμού των αυτοκτονιών…
Αναμένεται αύξηση των αγχωδών και συναισθηματικών διαταραχών ως αποτέλεσμα του ψυχικού τραύματος που δημιουργεί μια τέτοια απειλή κατά της ζωής
Πέραν των ανωτέρω, οι ειδικές συνθήκες της παρούσας φάσης και πιο συγκεκριμένα οι περιορισμοί στην κυκλοφορία και ο εξαναγκασμός εκατομμυρίων ανθρώπων να παραμένουν για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας στα σπίτια τους, φαίνεται να οδηγούν σε αύξηση των κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας και προς γυναίκες και προς παιδιά και προς άλλες ομάδες πληθυσμού (ΑμεΑ, ΛΟΑΤΚΙ, ηλικιωμένοι κ.ο.κ.). Δεν υπάρχει πιο τρομακτικό πράγμα, ίσως, από το να είσαι κλεισμένος αναγκαστικά μέσα σε ένα σπίτι μαζί με τον κακοποιητή σου. Οι καταγεγραμμένες αναφορές –σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία για αρκετές χώρες σε όλη την Ευρώπη– από ΣΟΣ γραμμές και άλλες συναφείς υπηρεσίες δείχνουν πως τα θύματα λόγω ακριβώς του περιορισμού των μετακινήσεων δυσκολεύονται πολύ να καταγγείλουν τέτοια κρούσματα, πόσο μάλλον να αντιδράσουν. Μάλιστα, στο κλίμα της πανδημίας, συχνά τέτοια προβλήματα αντιμετωπίζονται από κράτη και υπηρεσίες ως «δευτερεύοντα», παραπεμπόμενα να επιλυθούν σε απώτερο χρόνο με τραγικά μερικές φορές αποτελέσματα. Εξού και οργανισμοί όπως π.χ. οι επιτροπές του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών-θυμάτων και των γυναικών έκαναν έκκληση στα κράτη να ενισχύσουν τις υφιστάμενες υπηρεσίες και τους μηχανισμούς προστασίας από την ενδοοικογενειακή βία, να τα κάνουν διαθέσιμα τμε κάθε τρόπο στον γενικό πληθυσμό και να παρέχονται ταχύτατα υπηρεσίες διερεύνησης και απομάκρυνσης των θυμάτων από τους δράστες με παροχή εναλλακτικών καταλυμάτων, νομικής και ψυχολογικής στήριξης στα θύματα.
Η ανάγκη ενίσχυσης και όχι αποδιάρθρωσης των ψυχοκοινωνικών υπηρεσιών γίνεται έκδηλη και για μια σειρά από πληθυσμούς ευάλωτων συνανθρώπων μας: οι άστεγοι, οι χρήστες ουσιών, οι εθισμένοι στο αλκοόλ, οι επαίτες και τα παιδιά «του δρόμου» ή «των φαναριών», οι άνθρωποι με ψυχικές διαταραχές που ζουν μόνοι ή με περιορισμένη φροντίδα οικείων χρειάζεται να μην ξεχαστούν και, πολύ περισσότερο, να μην δαιμονοποιηθούν από την κοινότητα γύρω τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όλοι καταλαβαίνουμε πως δεν αρκεί η έκδοση μιας διοικητικής απόφασης για να «συμμορφωθούν» προς αυτήν τέτοιες ομάδες — όπως με κωμικοτραγικό τρόπο ανέδειξε πρόσφατα η επιβολή διοικητικών προστίμων για αναίτια κυκλοφορία σε αστέγους… Επίσης, αυξημένο κίνδυνο διατρέχουν άνθρωποι που ούτως ή άλλως ζουν σε συνθήκες περιορισμού: φυλακισμένοι, μετανάστες-πρόσφυγες που ζουν σε συνθήκες στρατωνισμού, ψυχικά πάσχοντες, παιδιά σε δομές φιλοξενίας και άλλες κατηγορίες εγκλείστων. Για όλες αυτές τις κατηγορίες είναι δύσκολη η αποφυγή, αφενός, του κινδύνου ζωής (αφού σε τέτοιες συνθήκες άπαξ και κολλήσει ένα άτομο είναι πολύ δύσκολο η λοίμωξη να εμποδιστεί να επηρεάσει και τους υπόλοιπους εγκλείστους), αφετέρου, της δραματικής επιδείνωσης του φόβου σε συνθήκες εγκλεισμού (ας φανταστούμε για μια στιγμή έναν κρατούμενο που μαθαίνει έγκλειστος, από ψιθύρους, πως ένας συγκρατούμενος κόλλησε τον ιό και νοσεί σοβαρά, πώς θα νιώθει εγκλωβισμένος περιμένοντας την σειρά του;).
Συνακόλουθα, σε πολλές χώρες λήφθηκαν μέτρα άμεσης αποσυμφόρησης των φυλακών και διευκολύνθηκαν διάφορες ομάδες ανθρώπων στην κοινωνική τους ένταξη, ιδιαίτερα ως προς τη δυνατότητά τους να έχουν ισότιμη πρόσβαση στο σύστημα περίθαλψης (π.χ. στην Πορτογαλία δόθηκε ασφαλιστική κάλυψη σε όλους όσους διαβιούν εντός της χώρας, ενόψει της επερχόμενης επιδημίας). Στη χώρα μας, δυστυχώς, έχουν αναφερθεί και φαινόμενα προς την αντίθετη κατεύθυνση όπως η απαγόρευση στις δομές φιλοξενίας ψυχικής υγείας (ψυχιατρεία, οικοτροφεία, ξενώνες) των τροφίμων να προαυλίζονται, να μην τους επιτρέπεται η πρόσβαση σε τηλεφωνικές ή διαδικτυακές επικοινωνίες, ενέργειες που μόνο να επιδεινώσουν τον πανικό των εγκλείστων μπορούν. Κάτι ακόμα, για το οποίο δυστυχώς υπάρχουν περιπτωσιολογικές αναφορές και στη χώρα μας, είναι η επιδείνωση των (ήδη προβληματικών) πρακτικών που επικρατούν σε ιδρυματικούς χώρους εγκλεισμού: βία στις φυλακές, κακοποίηση και παραμέληση σε ιδρύματα για παιδιά, ΑμεΑ και ηλικιωμένους, περιστολή δικαιωμάτων σε δομές μεταναστών-προσφύγων, όλα αυτά φαίνεται να επιδεινώνονται και επιτείνονται στη συνθήκη της επιδημίας, με προφανείς άμεσες και μεσοπρόθεσμες συνέπειες ψυχικής υγείας. Μιλώντας, ωστόσο, για ιδρύματα και εγκλεισμό, δεν μπορεί κανείς να μην αναφερθεί στον κίνδυνο ζωής που στην παρούσα επιδημία αντιμετωπίζουν οι ηλικιωμένοι και τα άτομα με αναπηρία που διαβιούν σε ιδρύματα.
Οι τραγικές πληροφορίες από χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Βρετανία δείχνουν πως όταν η επιδημία άγγιξε οίκους ευγηρίας, το προσωπικό τους εγκατέλειψε με αποτέλεσμα πολλοί ηλικιωμένοι να βρουν τον θάνατο από πείνα, δίψα ή έλλειψη φαρμάκων. Στη χώρα μας, που οι δομές φιλοξενίας ηλικιωμένων είναι σε μεγάλο βαθμό ιδιωτικές ή εκκλησιαστικές, χωρίς καμία εποπτεία ή έλεγχο από τον κοινωνικοπρονοιακό τομέα, που οι δομές φιλοξενίας ΑμεΑ είναι ιδρυματικές και απαρχαιωμένες με συχνά περιστατικά βίας και περιορισμών για όσους διαβιούν εκεί, δεν τολμά κανείς ούτε να σκεφτεί τι θα γίνει, αν αρχίσουν να εμφανίζονται κρούσματα σε αυτές. Οι προϋπάρχουσες υστερήσεις της χώρας στην αποϊδρυματοποίηση των δομών φιλοξενίας τέτοιων ομάδων πληθυσμού θα έπρεπε και θα ήταν δυνατό να αντιμετωπιστούν κατεπειγόντως, π.χ. με προγράμματα επείγουσας αναδοχής. Ωστόσο, αυτό λίγο απασχόλησε τη δημόσια συζήτηση που εστιάστηκε μονοσήμαντα στην ανάπτυξη βαριάς ιατρικής τεχνολογίας… Τέλος, η επιδημία και τα μέτρα αντιμετώπισής της αποτελούν ένα στοίχημα για τη συλλογική στάση και συμπεριφορά της κοινωνίας. Ξέρουμε πως σε έκρυθμες περιόδους, όπου διακυβεύονται ζωές ανθρώπων, η συλλογική δράση, η κοινωνική αλληλεγγύη, η έμπρακτη συνδρομή των πλησίον (με εφευρετικότητα που πάντα ξαφνιάζει) είναι οι μοναδικοί δρόμοι για την κοινωνική συνοχή, τη διατήρηση της ψυχικής οργάνωσης ατόμων και κοινωνιών και την αποφυγή των προβλημάτων που προαναφέρθηκαν.
Αν, αντιθέτως, επικρατήσει ο πανικός, ο θέαση του πλησίον ως δυνητικού φορέα «που θα μας μολύνει και θα μας σκοτώσει», αν κυριαρχήσει ο κοινωνικός εκφασισμός του «stay the fuck home» και αναχθεί ο γέροντας που κάνει βόλτα στην παραλία ή το ζευγάρι εφήβων που συναντιέται στο πάρκο ως ο υπέρτατος εχθρός μας, τότε η μαζική αυτή παλινδρόμηση σε πρωτόγονους φόβους για το Εγώ, θα μας παρασύρει κάθε είδους αυτο- και ετερο- καταστροφική ψυχοπαθολογία: θα μεταβληθούμε σε ζόμπι, ζωντανούς-νεκρούς που θα κυκλοφορούν το ακόμα ζωντανό σαρκίο, αδυνατώντας όμως να ζήσουν. Το ελπιδοφόρο είναι πως ακόμα και μέσα στη γενικευμένη υστερία και στον πανικό, εξακολουθούν να γεννιούνται συλλογικές δράσεις και πρωτοβουλίες, να διοργανώνονται συζητήσεις και ανταλλαγές που δείχνουν πως ένα κομμάτι της κοινωνίας αρνείται την παλινδρόμηση στη «γυμνή ζωή» της σκέτης επιβίωσης και επιβεβαιώνει τη θέλησή του να μείνει στην πλευρά της πραγματικής ψυχικής και κοινωνικής ζωής. *Διευθυντής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού