O Γιάννης Καρπούζης εκφράζεται με τα μέσα της εικόνας, του λόγου και των μυθολογιών. Γεννήθηκε το 1984 στην Αθήνα. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ασχολείται με τη διαχείριση του χώρου και την οργάνωση του χρόνου εκφραζόμενος από τα Μέσα της εικόνας, του λόγου και των μυθολογιών. Συμμετέχει ενεργά στον κόμβο φωτογραφίας Aldebaran, ενώ έργα του έχουν παρουσιαστεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό με αρκετές διακρίσεις. Το 2019 εξέδωσε το ποιητικό βιβλίο Ο χάρτινος χρόνος τελείωσε (εκδ. Πανοπτικόν) και το 2020 ολοκλήρωσε την ταινία- δοκίμιο Nikos Karouzos: poems on the tape recorder (EKK, ΕΡΤ, Empty Square). Συνέντευξη στην Ελένη Τριανταφυλλοπούλου Για χρόνια ασχολείσαι με τη φωτογραφία και τη σκηνοθεσία. Πως οδηγήθηκες στην ποίηση και στην έκδοση της πρώτης σου αυτής ποιητικής συλλογής; Καλησπέρα και ευχαριστώ για τη φιλοξενία. Αφού το κάθε μέσο έχει την ικανότητα να περιγράψει συγκεκριμένα πράγματα, η επιλογή μέσου είναι μία στρατηγικού τύπου απόφαση για τον σύγχρονο δημιουργό. Οι τέχνες σήμερα είναι περισσότερο “διαμεσικές” από ποτέ και οι αυστηροί προσδιορισμοί του παρελθόντος (ο ζωγράφος, ο πιανίστας, ο ποιητής) πείθουν όλο και λιγότερο. Ο “χάρτινος χρόνος” είναι συνεπώς, παρά την ποιητική του φόρμα, ένα διαμεσικό έργο. Όχι μόνο εξαιτίας της παρουσίας φωτογραφιών μέσα στο σώμα του βιβλίου, αλλά εξαιτίας των εργαλείων περιγραφής που χρησιμοποιώ τα οποία συχνά προέρχονται από την φωτογραφία και τον κινηματογράφο. Στο έργο σου ξεχωρίζουν οι αναφορές στη σκανδιναβική μυθολογία, συχνά συνυφασμένες με προσωπικές, αλλά και συλλογικές αναπαραστάσεις/αφηγήσεις. Τι θα έλεγες ότι αποτελεί για σένα πηγή έμπνευσης ; Όταν χρησιμοποιείς την φωτογραφία μιλάς πάντα για το παρελθόν χρησιμοποιώντας θέματα που βρίσκονται μπροστά σου στο παρόν. Αλλά όταν αναφέρεσαι στα περασμένα, ο γραπτός λόγος δίνει μεγάλη ελευθερία ώστε να περιγράψεις τις εικόνες μιας άλλης εποχής. Εικόνες που θυμάσαι αλλά και εικόνες που πολλές φορές δεν έγιναν ποτέ. Η έμπνευση για τον “χάρτινο χρόνο” έρχεται από τα χρόνια που προηγούνται της κρίσης, την ελπίδα των κινημάτων του τότε και τις εξερευνήσεις που πραγματοποίησα ως νέος άνθρωπος σε μακρινές γεωγραφίες. Φυσικά το βιβλίο δε μιλάει για αυτά απευθείας, αλλά για τις αναμνήσεις μου κατά τη διάρκεια της ενηλικίωσης, της κρίσης, της θητείας. Οι αναμνήσεις σε μεγάλο βαθμό εξάλλου είναι που κράτησαν όρθια τη γενιά μου μέσα στην πτύχωση της κρίσης − ψυχολογικά τουλάχιστον και με την παραδοχή ότι κάπως έμεινε όρθια.
Η ενασχόληση με την τέχνη θα βοηθούσε στη συγκρότηση μιας αντιπρότασης κόντρα στην αβάν-γκαρντ όσο και στο κιτς του καπιταλισμού
Η τέχνη μπορεί να γίνει όπλο για την αλλαγή του κόσμου; Πιστεύω πως ναι. Στον χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς θα έπρεπε να ασχολούμαστε παραπάνω με τα θέματα της τέχνης, του πολιτισμού και της αισθητικής. Δεν χρειάζεται να εξηγηθεί εδώ η τεράστια σημασία του πολιτιστικού εποικοδομήματος σε μία κοινωνία ούτε και η ιστορική σύνδεση της μοντερνιστικής πρωτοπορίας με την αριστερά. Για να μην γίνει παρεξήγηση: δεν θα αλλάξει ο κόσμος με την δημιουργία κάποιων έργων τέχνης. Αλλά η ενασχόληση με την τέχνη θα μπορούσε να εξελίξει την αισθητική των μελών της αντικαπιταλιστικής αριστεράς κόντρα στην κυρίαρχη αισθητική που είναι μία κρυφή κυρίαρχη ιδεολογία (αν δεν την σπάσεις την ακολουθείς, ακόμα και αν δεν το θες). Θα μπορούσε να βελτιώσει το επίπεδο διαλόγου εντός του “χώρου”. Η περαιτέρω ενασχόληση με την τέχνη θα βελτίωνε τα υλικά μας (βίντεο, φυλλάδια, αφίσες), αλλά και τον λόγο των κειμένων μας. Θα βοηθούσε στη συγκρότηση μίας αντιπρότασης κόντρα τόσο στην “αβάν-γκαρντ όσο και στο κιτς” του καπιταλισμού. Θα επέτρεπε την ενεργή παρέμβαση στα ζητήματα του πολιτισμού όπου απασχολούν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους και εμπλέκουν χιλιάδες εργαζομένους (και πολλούς υποαπασχολούμενους και άνεργους). Σε όλα αυτά δυστυχώς το κίνημα σήμερα πάσχει. Τελικά, “Ο χάρτινος χρόνος τελείωσε” – σηματοδοτεί το κλείσιμο ενός κύκλου ή έναν διακαή αγώνα για να συναντηθεί η μνήμη με την Ιστορία, το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον; Ο “χάρτινος χρόνος” τελειώνει με την ευχή να ζήσουμε ξανά στον αληθινό χρόνο. Να δράσουμε στο σήμερα για τις ζωές μας και να μην χανόμαστε στη νοσταλγία των περασμένων συντρόφων, κινημάτων, μύθων και εποχών: τώρα που οι χάρτινες μέρες φύγανε/ δε μένει παρά να ζήσουμε τις αληθινές. Αυτή είναι η αισιόδοξη ανάγνωση. Υπάρχουν και άλλες πιο σκοτεινές καταλήξεις αυτού του βιβλίου ∙ αλλά αυτές, ας τις αφήσουμε για αλλού. Στο πλαίσιο του Quarantine Action ο Γιάννης Καρπούζης μοιράζεται ένα από τα ποίηματα του που περιλαμβάνονται στην συλλογή Ο Χάρτινος Χρόνος Τελείωσε:
ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΟΥ ΕΣΜΠΙΕΡΓΚ
κόσμος που εκόπηκε στα δυο, και πώς να τον ματίσεις; Κανένας δε ξέρει πώς μοιάζεις, είπε κάποιος γιατί το φεγγάρι είχε παγώσει για τα καλά και τα γρανάζια πίσω ποτέ δεν πάψαν να γυρνάνε. Στο λιμάνι του Έσμπιεργκ, οι κάτοικοι βρίσκονται στα σπίτια τους κλεισμένοι, ο ίδιος ο ήλιος χάθηκε σε ένα νέφος νεκρικό, τα ανεμοβρόχια πνίγουν σιγανά στο αλάτι τα σώματα αλλά οι κάτοικοι του Έσμπιεργκ δε σαλεύουν μόνο στα παράθυρα περνούν τις ώρες τα φορτηγά καράβια να κοιτάζουν που φτάνουν στις αποβάθρες. Στο Έσμπιεργκ βέβαια, υπάρχουν κι άλλα γεννήτριες, καλώδια, φουγάρα από τσιμέντο υπάρχουν κι άλλοι απ’ το ξημέρωμα στα διυλιστήρια με χέρια καψαλισμένα από τη σκουριά άλλοι που οδηγούν τα καράβια μέσα στο λιμάνι, άλλοι στα κιβώτια, στους κινητήρες όλοι ζητούν μία κανάτα μπύρα και ψιθυρίζουν μια ευχή να μην ξαναβγούν από το σπίτι τους ποτέ. Στο τέλος της ημέρας το λιμάνι παραμένει ένας τόπος των μύθων.