Γιώργος Μιχαηλίδης
Ο ΤΖΑΜΑΛ, μία απ’ τις πιο αγαπημένες και αυθεντικές φωνές της χιπ χοπ σκηνής επέστρεψε, μετά από τέσσερα χρόνια, με το νέο του άλμπουμ που τιτλοφορείται: “Η κούπα του Ιούδα”. Το άλμπουμ που κυκλοφόρησε τον προηγούμενο μήνα ήταν ίσως το πιο πολυαναμενόμενο στην ελληνική χιπ-χοπ σκηνή αυτή τη στιγμή. Η “κούπα του Ιούδα” περιλαμβάνει οχτώ κομμάτια, περίπου ισάξια μεταξύ τους από στιχουργικής και μουσικής πλευράς. Ο δεύτερος προσωπικός δίσκος του ΤΖΑΜΑΛ, τον βρίσκει 35άρη, με πιο μεστό λόγο. Η μουσική παραγωγή είναι επίσης ένα σκαλί παραπάνω σε σχέση με το – επίσης πολύ δυνατό – πρώτο του άλμπουμ. Ιδιαίτερα μας άρεσαν οι ανατολίτικες πινελιές στο “Ένα ποτήρι αδιαφορίας” και στο “Μέτωπο” ενώ η μπασογραμμή στο “Όπιο” και το beat στα “Προποτζίδικα” ξεχωρίζουν. Στα υπόλοιπα κομμάτια μελωδίες, beat και μπάσο κινούνται στα γνωστά “τζαμαλικά” μονοπάτια. Αργά beat και μελαγχολικές μελωδίες συνοδεύουν τα λόγια του ΤΖΑΜΑΛ, ο οποίος δε βιάζεται να τα πει, δίνει έμφαση στην αφήγηση και τον λόγο του και συνήθως κρατάει τη μουσική ως χαλί πάνω στο οποίο “πατούν” τα λόγια.
Η θεματολογία του είναι η γνώριμη. Με κέντρο τη Θεσσαλονίκη, μέσα απ’ τα κομμάτια του άλμπουμ, ξετυλίγονται ιστορίες του κόσμου της βιοπάλης, της (ημι)παρανομίας και του “περιθωρίου”. Τα άγχη, η μοναξιά, η αποξένωση, η σκληρότητα, οι δοκιμασίες της αξιοπρέπειας αποτελούν το ψυχογράφημα των ηρώων του οι οποίοι αναμετριούνται με απλήρωτους λογαριασμούς, την επισφαλή εργασία και τα ανεκπλήρωτα (μικροαστικά ή απλά ανθρώπινα) όνειρά τους. Όπως εξομολογείται στο “Όπιο”:
“Η χειρότερη μορφή, βίας, είναι ψυχρή,
την λένε αποξένωση και ντύνεται στα γκρι”
Ενώ αφηγούμενος την καθημερινότητά του στα “Προποτζίδικα” εμφανίζει μπροστά μας μια γνώριμη εικόνα:
“Ξυπνάω το πρωί γνήσιος μικροαστός,
να γυρίσω το γρανάζι σαν εργάτης καλός
και να καταπιώ τα νεύρα μου
πριν αντικρύσω φως”.
Ο ΤΖΑΜΑΛ δεν κάνει στρατευμένη τέχνη, δε δίνει διέξοδο, ανήκει όμως σε αυτή τη “σχολή” που γνωρίζει που ανήκει και πώς να περιγράφει “ωμά, ρεαλιστικά” αυτό που ζει ένα τεράστιο κομμάτι της κοινωνίας. Τα στρατόπεδα μέσα απ’ τους στίχους των τραγουδιών του χαράσσονται ευδιάκριτα. Απ’ τη μια πλευρά βρίσκεται ο ίδιος και οι ήρωες των στίχων του και της ζωής του, εντός της φάσης περάσματος από την εποχή της σύγκρουσης σε μια εποχή ήττας. Γι’ αυτούς διαπιστώνει:
“30αρίσαμε
σε δουλειές του ποδαριού,
του αγχωμένου ύπνου
και κρύου ξυπνητηριού.
Να σπουδάσω τα παιδιά μου
για να γίνουν μετανάστες
ή να τους μάθω πως
να κινούνται στις πιάτσες;
Από το Greca Intifada
στην ανάπηρη Ελλάδα,
12μηνη σκλαβιά
με άλλοθι μία βδομάδα”
Από κοντά περνούν πρόσφυγες και μετανάστες με τους οποίους οι ντόπιοι του κόσμου του ΤΖΑΜΑΛ μοιράζονται χώρο και προοπτική. Άραβες στις πιάτσες ναρκωτικών, μια Βουλγάρα έγκυος και τοξικοεξαρτημένη, ένας Βούλγαρος μικροαπατεώνας που κόβει τον αντίχειρά του για να κλέβει τις τσέπες με μεγαλύτερη ευκολία. Είναι οι Άθλιοι της Θεσσαλονίκης οι οποίοι κάνουν “25 μεροκάματα για δυο ένσημα το μήνα” και μισούν δικαιολογημένα λόγω της ανισότητας που βιώνουν. Απέναντί τους περιγράφεται ο κόσμος των προνομιούχων στους οποίους:
“…ανήκει το τραπέζι που τρώμε από άκρη σε άκρη,
κατάσαρκα στο δέρμα τους χρυσάφι-χρυσάφι.
Γενάν’ και τα κοκόρια τους,
το έχουν πιάσει σωστά
και πατάνε στα κεφάλια μας
γιατί είναι σκυφτά”.
Από κοντά και ο εργατοπατέρας που “πούλησε την επανάσταση κι ακόμα καλοτρώει” μαζί με την κυρά του και έναν συνοδό αστυνομικό αλλά και όσοι πρόδωσαν τις αξίες τους και τον κόσμο τους και πήραν βρώμικα χρήματα από “φασίστες”, πίνοντας απ’ την “κούπα του Ιούδα”.
Οι ήρωες του ΤΖΑΜΑΛ από τη μια πλευρά είναι εγκλωβισμένοι κι ελεγχόμενοι, μαλώνουν με τον καθρέφτη τους, ξεσπούν πρόσκαιρα στα πέταλα των γηπέδων ή στους αγαπημένους τους, ενδίδουν στο γλυκό μούδιασμα των ναρκωτικών αλλά ταυτόχρονα δουλεύοντας “τρεις μήνες για να βγούνε ταμείο” ονειρεύονται “να φύγουν με το ταμείο”, ψάχνουν μια “ευθεία” στον “κόσμο των στραβών” και χωρίς να καταλαβαίνουν νιώθουν μεταξύ τους ότι έχουν “βγει από την ίδια μήτρα”. Ο ίδιος ο αφηγητής δεν κρατάει για τον εαυτό του καμία αναγνώριση, κανένα βάθρο αντιτείνοντας στους ακροατές του που τον βλέπουν ως είδωλο επειδή μιλάει στην καρδιά τους και τους δίνει φτερά:
“Μάγκες ήρωες δεν είναι
όσοι γράψαν’ δυο αράδες,
ήρωες στον τόπο μου
είναι οι πακετάδες”
Μέσα από το γκρι που μοιράζονται οι ήρωές του, ο ΤΖΑΜΑΛ επιτρέπει σε ακτίνες φωτός να διεισδύσουν. Χαρούμενες στιγμές της καθημερινότητας, μοιρασμένες απλές χαρές με φίλους, αγαπημένοι μουσικοί δίσκοι, το πείσμα ότι δεν θα πιουν απ’ την “κούπα του Ιούδα” και θα τα καταφέρουν. Άλλωστε, ένα κιτρινισμένο βιβλίο για το Κιλελέρ, η “οδός Αβύσσου, αριθμός 0” του Μενέλαου Λουντέμη, οι “Άθλιοι” του Ουγκώ, ο Ζαν-Μαρκ Ρουγιάν, οι “πάντα γελαστοί μα γελασμένοι” του Άλκη Αλκαίου, ο Πυθαγόρας, η Παπαγιαννοπούλου κι ο Σιδηρόπουλος που παρελαύνουν μέσα απ’ τους στίχους το καθιστούν βέβαιο ώστε ούτε “τα γέλια των χαμένων” να χαθούν αλλά και να ξεμπερδευτούμε “για το ποιον πρέπει να μισήσουμε”.