Γιώργος Μουρμούρης
Με το βλέμμα στην «επόμενη ημέρα» της πανδημίας του κορονοϊού φαίνεται πως κινείται, σε μια σειρά από ζητήματα, η κυβέρνηση, βλέποντας την –υγειονομική αυτή τη φορά– κρίση ως ευκαιρία για να παγιωθούν αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις που θα φανούν χρήσιμες, ιδίως την περίοδο της «ανοικοδόμησης» που θα ακολουθήσει τον «πόλεμο» με τον αόρατο εχθρό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, σε ένα από τα τηλεοπτικά του μηνύματα, σημείωσε ότι η επόμενη ημέρα μετά τον κορονοϊό ενδέχεται να είναι «εφιαλτική».
Από τα περιοριστικά μέτρα που λαμβάνονται στον τομέα των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών στο όνομα της μάχης κατά του κορονοϊού, αυτό που έδωσε την πρώτη γεύση για το τι θα ακολουθήσει ήταν η απαγόρευση συναθροίσεων άνω των δέκα ατόμων, προπομπός μιας συνολικής απαγόρευσης κυκλοφορίας (το άρθρο γράφτηκε πριν ανακοινωθεί).
Και αυτό γιατί, με ένα οριζόντιο μέτρο, στο όνομα της αποφυγής του συνωστισμού πλήττεται ένα από τα πλέον θεμελιώδη δικαιώματα, αυτό του συνέρχεσθαι. Με την αντίληψη του «θανάτου της πολιτικής» μπροστά στον κίνδυνο του ιού, φιλικές συναθροίσεις σε σπίτια και απόπειρες πολιτικών κινητοποιήσεων μπαίνουν στην ίδια κατηγορία υπό τη γενική κατηγορία του κινδύνου για την υγεία. Ακόμα και αν μία τέτοια συνάθροιση αποτελεί μια συγκέντρωση εργαζομένων στον χώρο της Υγείας, όπως αυτή που έλαβε χώρα το μεσημέρι της Πέμπτης, λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία μέτρα προστασίας και προφύλαξης, με σκοπό ακριβώς την προστασία της υγείας των πολλών.
Στο όνομα της αποφυγής του συνωστισμού πλήττεται ένα από τα πλέον θεμελιώδη δικαιώματα, αυτό του συνέρχεσθαι
Αυτό όμως που κυρίως προκαλεί τη μεγαλύτερη εύλογη ανησυχία είναι ότι τα περιοριστικά μέτρα αυτά δεν συνοδεύονται (δεν θα μπορούσαν, άλλωστε) από ένα «μορατόριουμ» στον «πόλεμο» κυβέρνησης και κράτους κατά του «εσωτερικού εχθρού», προσφύγων, μεταναστών και αγωνιστών. Μόλις μία ημέρα μετά την εξαγγελία του περιορισμού στις συναθροίσεις, μια μεγάλη αστυνομική δύναμη (άνω των… δέκα ατόμων) πραγματοποίησε αστυνομική επιχείρηση στα Εξάρχεια με στόχο Τούρκους και Κούρδους αγωνιστές. Η «συνάθροιση» δε, ή καλύτερα το «στοίβαγμα» προσφύγων και μεταναστών στη Μόρια και τα άλλα κολαστήρια δεν υπερβαίνει απλώς τα δέκα άτομα, αλλά συνολικά τις δεκάδες χιλιάδες. Το ίδιο ισχύει και στις φυλακές, με τις κρατούμενες των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού να προειδοποιούν ήδη από την προηγούμενη εβδομάδα ότι, αν σημειωθεί κρούσμα με τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν στις ελληνικές φυλακές, θα θρηνήσουμε νεκρούς. Εξάλλου, σε κατάσταση ακραίου «συνωστισμού» εξακολουθούν να δουλεύουν εργαζόμενοι σε τηλεφωνικά κέντρα, σουπερμάρκετ και άλλες επιχειρήσεις που παραμένουν ανοιχτές, χωρίς κανένα ουσιώδες μέτρο για την προφύλαξη της υγείας τους, ενώ ο απόλυτος «συνωστισμός» επικρατεί σε πολλά στρατόπεδα, με τους φαντάρους να βρίσκονται εκτεθειμένοι ανά πάσα στιγμή στην πανδημία. Είναι προφανές ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, μόνο με τη δική τους οργάνωση και αγώνα μπορούν να προασπίσουν την υγεία τους και να διεκδικήσουν την ελευθερία τους. Και σε αυτό δεν θα τους σταματήσει καμία απαγόρευση συναθροίσεων.
Είναι σαφές, λοιπόν, ότι ελέω κορονοϊού κράτη και κυβερνήσεις κάνουν την ανάγκη τους, για περισσότερο κοινωνικό έλεγχο, επικαλούμενες την προστασία του πληθυσμού. Στη γειτονική Ιταλία, που η παντελής έλλειψη σχεδίου διαχείρισης του κορονοϊού έχει ως αποτέλεσμα χιλιάδες νεκρούς, εξετάζεται ακόμα και η παρακολούθηση των πολιτών μέσω του στίγματος του κινητού τους τηλεφώνου για να διασταυρώνεται αν τηρείται η καραντίνα. Για τους εργαζόμενους και τους καταπιεσμένους, αυτό σημαίνει ότι μαζί με τα αναγκαία μέτρα αυτοπροστασίας πάνε και τα μέτρα προστασίας από τη
διασπορά του «ιού» ενός πανταχού παρόντος αστυνομικού κράτους.