Δανάη Σαραντοπούλου
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρνείται να εγκρίνει τη δημιουργία φορέα που να τον διαχειρίζονται οι ίδιοι οι δημιουργοί και επιμένει σε νεοφιλελεύθερες αποτυχημένες συνταγές
Δε φαίνεται να μπαίνει σύντομα ένα τέλος στο χάος που επικρατεί στον τομέα των πνευματικών δικαιωμάτων τα τελευταία χρόνια. Η ιστορία πηγαίνει χρόνια πίσω, με την Ανώνυμη Εταιρία Πνευματικών Δικαιωμάτων που διαχειριζόταν για περισσότερα από 80 χρόνια τα πνευματικά δικαιώματα των καλλιτεχνών να αδυνατεί, στα χρόνια της κρίσης, να εκπληρώσει τις οικονομικές τις υποχρεώσεις και τελικά να κατηγορείται για επτά κακουργήματα –ανάμεσά τους και η κατάχρηση χρημάτων– και να καταργείται οριστικά από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2018, αφήνοντας ένα μεγάλο κενό στον κλάδο της διαχείρισης. Μετά από τεράστιες πιέσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ αναγκάστηκε να προβεί στη συγκρότηση της Ειδικής Υπηρεσίας Έκτακτης Διαχείρισης Δικαιωμάτων (ΕΥΕΔ), μία μεταβατική επιτροπή, αποτελούμενη από διάφορους μουσικούς και συνθέτες, που είναι αρμόδια για τα πνευματικά δικαιώματα. Όπως φάνηκε, ο ΣΥΡΙΖΑ άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, μιας και έκτοτε το ζήτημα ενός μόνιμου φορέα παραμένει άλυτο και –όπως αποδείχθηκε την προηγούμενη εβδομάδα– η Υπουργός Λίνα Μενδώνη δε σκοπεύει να βρει άμεσα μια λύση.
Σάλο προκάλεσε πριν λίγο καιρό η επιστολή του επιχειρηματία Δημήτρη Μάρη, με την οποία ζητούσε από την Υπουργό Πολιτισμού και τα μέλη της ΕΥΕΔ συνάντηση με στόχο τη συνεργασία και τη δημιουργία ανεξάρτητης συλλογικής εταιρείας για τη διαχείριση πνευματικών δικαιωμάτων, όπως είχε προαναγγελθεί. Η Λίνα Μενδώνη έσπευσε να απαντήσει δημόσια, δίνοντας ουσιαστικά το «πράσινο» φως στην ιδιωτική επιχείρηση. Με αυτόν τον τρόπο το Υπουργείο ακυρώνει το αίτημα των καλλιτεχνών να μονιμοποιηθεί η ΕΥΕΔ και η ΕΔΕΜ (Ένωση Δικαιούχων Έργων Μουσικής) και να μπορούν οι ίδιοι να διαχειρίζονται τα δικαιώματα των δημιουργιών τους και ανοίγει τον δρόμο στον ιδιωτικό τομέα να εκμεταλλευτεί προς όφελός του τα κομμάτια των Ελλήνων καλλιτεχνών, επιβεβαιώνοντας τις προθέσεις που προεκλογικά είχε δηλώσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τη φράση «οι επιχειρηματίες πρέπει να στηρίξουν με ένα συμβολικό ποσό το ελληνικό τραγούδι».
Όπως ήταν φυσικό, από τον χώρο της μουσικής η κριτική ήταν ιδιαίτερα έντονη, μιας και τα πνευματικά δικαιώματα είναι αγκάθι για τους Έλληνες καλλιτέχνες. Πρώτη απ’ όλους αντέδρασε η οικογένεια του πρόσφατα εκλιπόντα Θάνου Μικρούτσικου, που με επιστολή της στη Λίνα Μενδώνη αρνήθηκε να γίνει η κηδεία του καλλιτέχνη δημοσία δαπάνη, θέλοντας έτσι να καταγγείλει την πιθανή ιδιωτικοποίηση του φορέα για τα πνευματικά δικαιώματα. Η υπουργός Πολιτισμού θέλησε να απαντήσει, χαρακτηρίζοντας τηνκίνησή της «ελάχιστη τιμή σε έναν σπουδαίο δημιουργό» αλλά και πως «ουδεμία πρόθεση υφίσταται εκ μέρους του Υπουργείου Πολιτισμού να αναλάβει ιδιώτης τη διαχείριση των δικαιωμάτων των στιχουργών και των συνθετών». Η επιστολή αυτή προκάλεσε νέο κύκλο αντιδράσεων, με την οικογένεια του συνθέτη Μάριου Τόκα να απαντά με τη σειρά της στη Λίνα Μενδώνη, κατακρίνοντας τη στάση της. Η οικογένεια Τόκα, μάλιστα, είπε χαρακτηριστικά πως «αντί να απευθύνει άστοχες «νουθεσίες» προς την οικογένεια του Θάνου Μικρούτσικου, συνοδευόμενες από ψέματα, οφείλει να σταματήσει να θέτει προσχώματα στο δίκαιο και νόμιμο αίτημα των δημιουργών να διαχειρίζονται οι ίδιοι τα πνευματικά τους δικαιώματα».
Η τελευταία αυτή φράση αντικατοπτρίζει εν τέλει και την πραγματικότητα. Μέσα στα χρόνια όλες οι κυβερνήσεις φαίνεται να αδιαφορούν βαθιά για τον κλάδο των πνευματικών δικαιωμάτων, αφήνοντας τους καλλιτέχνες μετέωρους και καθιστώντας τους βορά στα θηρία των ιδιωτικών εταιρειών. Είναι παράλογο να μην έχει ο ίδιος ο καλλιτέχνης λόγο για το πόνημά του και να μην είναι αυτός κύριος των δικαιωμάτων του. Μέσα από τη μονιμοποίηση και αδειοδότηση της ΕΔΕΜ, οι καλλιτέχνες θα έπαιρναν επιτέλους στα χέρια τους τα δικαιώματα των έργων τους, θα αποφάσιζαν εκείνοι για την πορεία τους. Ωστόσο, όπως φάνηκε τόσο η ΝΔ όσο και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και κάθε άλλο αστικό κόμμα επιθυμούν, αφενός, την εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στον χώρο, θέλοντας να στηρίξουν ακόμη περισσότερο την εμπλοκή των επιχειρήσεων στο ζητήματα του κράτους και, αφετέρου, να καρπωθούν τη «διάσωση της ελληνικής μουσικής σκηνής και του πολιτισμού» που τόσα χρόνια δεν έχουν στηρίξει αλλά, αντιθέτως, έχουν ισοπεδώσει.