Έφη Καραχάλιου
Από τη Βόρεια Μακεδονία έρχεται ένα σκληρό και ταυτόχρονα τρυφερό πορτρέτο της λεπτής ισορροπίας μεταξύ ανθρωπότητας και φύσης και ενός τρόπου ζωής υπό εξαφάνιση.
Τα ντοκιμαντέρ δεν είναι και η προσφιλέστερη ή μαζικότερη φόρμα κινηματογράφησης, παρόλα αυτά υπάρχει ένα σταθερό κοινό που επιλέγει να τα στηρίζει. Το φίλμ Στη γη του άγριου μελιού των Λιούμπομιρ Στεφάνοφ και Τάμαρα Κοτέφσκα κατάφερε να ξεφύγει από τα όρια της χώρας του και να φτάσει μέχρι τα φετινά Όσκαρ, αφηγούμενο μια πραγματική ιστορία επιβίωσης, με αφορμή τη συλλογή μελιού σε μια απομονωμένη ορεινή περιοχή στη Βόρεια Μακεδονία.
Κεντρική φιγούρα της ιστορίας η μεσόκοπη Χατιτζέ Μουράτοβα, η οποία ζει με την ηλικιωμένη μητέρα της σε ένα απομονωμένο χωριό. Τελευταία μιας σειράς γενεών μελισσοκόμων άγριου μελιού, η Χατιτζέ βγάζει μικρές παρτίδες αγνού προϊόντος, το οποίο και πουλάει στην πλησιέστερη πόλη. Η ήρεμη ζωή της διαταράσσεται με την άφιξη της οικογένειας του Χουσεΐν που στήνει νοικοκυριό δίπλα της, με τις θορυβώδεις μηχανές τους, τα επτά ανυπάκουα παιδιά τους και ένα κοπάδι από αγελάδες και άλλα ζώα. Αρχικά, η ίδια αντιμετωπίζει την αλλαγή με ανοιχτό μυαλό και θετική διάθεση αλλά γρήγορα δημιουργείται μια κόντρα, η οποία αρκεί για να εκθέσει την αντίθεση στην μεγάλη εικόνα: τη θεμελιώδη σύγκρουση ανάμεσα στη φύση και τους ανθρώπους, την αρμονία και την ασυμφωνία, την εκμετάλλευση και τη βιωσιμότητα, τη βιοποικιλότητα και την καπιταλιστική καταστροφή. Η οικογένεια του Χουσεΐν αντιπροσωπεύει τον καπιταλιστικό κόσμο που εκμεταλλεύεται αλόγιστα όσο περισσότερους πόρους μπορεί, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις επόμενες γενιές. Η αρρώστια των ζώων τους μοιάζει με βιβλική τιμωρία για την ύβρη που διαπράττουν έναντι του φυσικού περιβάλλοντος.
Το φιλμ αναδεικνύει θέματα όπως η κλιματική αλλαγή και η λεηλασία των φυσικών πόρων από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής
Η απεικόνιση του πολυπολιτισμικού χαρακτήρα των Βαλκανίων παρουσιάζει ενδιαφέρον και εντείνει τη δραματουργική αίσθηση της (γεωγραφικής και πολιτισμικής) απομόνωσης: η Χατιτζέ μιλάει μια αρχαία οθωμανική διάλεκτο και αυτό γιατί, σύμφωνα με τους δημιουργούς, «υπήρξε συμφωνία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας και της Τουρκίας να αλλάξουν οι κάτοικοι της περιοχής, οπότε εγκαταστάθηκαν εκεί τουρκικοί πληθυσμοί. Αυτοί όμως δεν έμειναν, μιας και το κράτος έχασε το ενδιαφέρον του για αυτήν τη δύσκολη, πολύ ξηρή περιοχή, χωρίς βλάστηση, χωρίς νερό, χωρίς γεωργία. Έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί από τη δεκαετία του 1950».
Η σκηνοθεσία δίνει περισσότερο χώρο στην οπτική αφήγηση παρά στον διάλογο, εξαιτίας (και) του ζητήματος της γλώσσας. Οι χαρακτήρες γίνονται κατανοητοί από τη γλώσσα του σώματος, τις σχέσεις και τα συναισθήματά τους και η επικοινωνία τους με τον θεατή κινείται στα όρια του ενστίκτου. Αν και η ταινία εξελίσσεται σε ένα τοπίο άχρονο και χωρίς γεωγραφία, απρόσιτο από τους κανονικούς δρόμους και ταυτόχρονα μόλις 20 χιλιόμετρα από την πλησιέστερη σύγχρονη πόλη, η αίσθηση της απομόνωσης πραγματώνεται με εντυπωσιακά μονοπλάνα της βαλκανικής γης. Απλές συνθέσεις του κινηματογραφικού κάδρου, με το ανθρώπινο στοιχείο πότε στο κέντρο, πότε στο περιθώριο, δίνουν μια αίσθηση εγγύτητας με τους ανθρώπους αυτούς και, κυρίως, με τη φύση.
Η «κρίση του μελιού» στην ταινία είναι απλά μια ένδειξη της μεγάλης εικόνας με αφορμή τον μικρόκοσμο της Χατιτζέ: της καπιταλιστικής ανισορροπίας, της επακόλουθης κλιματικής απορρύθμισης του πλανήτη και της περιβαλλοντοκτόνας πολιτικής των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών.