Λίτσα Φρυδά
Απομακρύνεται, προς το παρόν, η προοπτική μιας γενικής απεργίας, κυρίως εξαιτίας
της απροθυμίας των συνδικαλιστικών ηγεσιών να τραβήξουν τον αγώνα αποφασιστικά ως
το τέλος. Πολλοί κλάδοι, ωστόσο, παραμένουν σε αγωνιστική και απεργιακή εγρήγορση.
Αν και οι απεργιακές κινητοποιήσεις ενάντια στα αντιασφαλιστικά σχέδια της κυβέρνησης Μακρόν στις 29 Γενάρη ήταν λιγότερο μαζικές από τις προηγούμενες, η βούληση όσων βρέθηκαν στους δρόμους να συνεχίσουν τον αγώνα φαίνεται να παραμένει σταθερή. Το ίδιο και η οργή τους, παρά τον συμβιβασμό των πιο μετριοπαθών (κυρίως) συνδικάτων που δηλώνουν έτοιμα να διαπραγματευτούν με την κυβέρνηση, ώστε να βρεθεί συναινετική λύση στο ζήτημα μιας μεταρρύθμισης, η οποία πλήττει συνολικά τον δημόσιο χαρακτήρα του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού, μειώνει κι άλλο τις απολαβές και αυξάνει τα ηλικιακά όρια.
Εκείνο, ωστόσο, που φαίνεται να απομακρύνεται, τουλάχιστον προς το παρόν, είναι η προοπτική μιας γενικής απεργίας — έστω κι αν η μέχρι πρότινος πορεία των κινητοποιήσεων την έκαναν να μοιάζει δυνατή. Είναι προφανές πως η αποτυχία αυτή οφείλεται στη στρατηγική και το πρόγραμμα των συνδικάτων και κυρίως της ηγεσίας της CGT που θέλουν την απεργία μάλλον ως «μοχλό πίεσης» στις διαπραγματεύσεις με την εξουσία. Παράλληλα, τους λείπει η βούληση να προωθήσουν ένα πρόγραμμα που θα μπορούσε να ενώσει τους εργαζόμενους σε έναν συλλογικό αγώνα που δεν θα περιορίζεται στην καταγγελία του νομοσχεδίου αλλά θα καταγγέλλει επίσης την εργασιακή επισφάλεια και τις άθλιες εργασιακές συνθήκες των πλέον εκμεταλλευόμενων κομματιών της εργατικής τάξης, ώστε να πετύχουν την απόσυρση του νόμου.
Έτσι, μετά από 45 περίπου ημέρες συνεχών κινητοποιήσεων και ενώ διάφορες συνδικαλιστικές οργανώσεις προκήρυσσαν νέα τριήμερη απεργία για τις 22-24 Γενάρη, το συνδικάτο Unsa-RATP ανακοίνωσε ότι σταματά την απεργία, καλώντας τα μέλη του να επιστρέψουν στη δουλειά και απλά να συμμετάσχουν στη διαδήλωση στις 24 Ιανουαρίου. Από την πλευρά του, το συντονιστικό των οργανώσεων CGT, FO, FSU και UNEF που αντιτίθενται στη μεταρρύθμιση, καλούσε τους εργαζόμενους σε μια ημέρα μαζικής διακλαδικής απεργίας και σε διαδηλώσεις σε ολόκληρη τη χώρα στις 29 Γενάρη. Την παραμονή, δηλαδή, της συνδιάσκεψης για τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού –στην οποία συμμετείχαν– και ενώ το νομοσχέδιο είχε ήδη ψηφιστεί από το υπουργικό συμβούλιο και η Γερουσία συζητούσε την επιστράτευση των απεργών στις δημόσιες μεταφορές.
Παρότι το κίνημα βρίσκεται σε κάμψη, πάντως, τίποτα δεν έχει χαθεί. Αν και σε κάποιους τομείς, κυρίως λόγω της προσπάθειας των συνδικάτων να μην ριζοσπαστικοποιηθούν οι αγώνες, αρκετοί απεργοί έχουν επιστρέψει στις δουλειές τους –μετρό/σιδηρόδρομος, ενέργεια, χημική βιομηχανία– είναι έτοιμοι για νέα κινητοποίηση την «κρίσιμη στιγμή». Την ίδια στιγμή, σε άλλους τομείς, αναπτύσσεται μια νέα δυναμική. Στην πρώτη γραμμή βρίσκονται μαθητές και εκπαιδευτικοί που, παρά την καταστολή, καταφέρνουν να μπλοκάρουν τις εξετάσεις σε όλο και περισσότερα λύκεια της χώρας. Στα πανεπιστήμια πρωτοστατούν οι καθηγητές και μεταφέρουν τις κινητοποιήσεις στους δρόμους –μπαίνοντας μάλιστα επικεφαλής των διαδηλώσεων– κάτι που θα μπορούσε να αφυπνίσει και πάλι τους φοιτητές. Παράλληλα, κι άλλοι τομείς του εργατικού κινήματος παραμένουν σε αναβρασμό, όπως οι λιμενεργάτες στη Χάβρη και σε άλλα λιμάνια της Γαλλίας, στο πλαίσιο της δράσης «νεκρά λιμάνια κι αποβάθρες». Στη Μασσαλία και στο Παρίσι, επίσης, οι εργάτες στην καθαριότητα των δήμων απεργούν και μπλοκάρουν, με εξωτερικές ενισχύσεις, τους χώρους της εργασίας τους. Αξίζει να σημειωθεί και η συνεπής παρουσία των πυροσβεστών σε όλες τις κινητοποιήσεις, οι οποίοι συχνά συγκρούονται μαχητικά με τις αστυνομικές δυνάμεις.
Κλειδί η οργάνωση από τα κάτω και η επιβολή ενός αγωνιστικού προγράμματος
στις ηγεσίες των συνδικάτων
Χιλιάδες εργαζόμενοι φαίνονται αποφασισμένοι να συνεχίσουν. Αν και σε πολλές γενικές συνελεύσεις αποφασίστηκε η συμμετοχή μόνο στις «κρίσιμες στιγμές» του κινήματος, οι απεργοί είναι πεισμένοι πως μόνο με νέες επαναλαμβανόμενες κινητοποιήσεις, που δεν θα περιορίζονται στον τομέα των μέσων μεταφοράς, θα μπορούσαν να νικήσουν. Αντίθετα, το συντονιστικό των συνδικάτων φαίνεται να συναινεί σε μια μίνιμαλ στρατηγική «κρίσιμων στιγμών», συντονισμένων με τα χρονοδιαγράμματα του κοινοβουλίου και τις διάφορες προθεσμίες του. Αυτό, τουλάχιστον, συνάγεται από το δελτίο τύπου που εξέδωσε, αναγγέλλοντας νέα διακλαδική μέρα κινητοποιήσεων στις 6 Φλεβάρη.
Όπως επισημαίνουν πολλοί, πρόκειται για ένα σχέδιο μάχης εξαιρετικά αδύναμο και περιορισμένο που δεν είναι ξεκάθαρο, αν στοχεύει στην ολική απόσυρση της μεταρρύθμισης από ένα μαζικό απεργιακό κίνημα ή αν θέλει απλά να επηρεάσει το κοινοβούλιο, μπροστά στην αδυναμία του να αντιμετωπίσει τον Μακρόν. Μόνο, όμως, μια στρατηγική και ένα πρόγραμμα με συνέπεια που θα έδινε μια προοπτική νίκης, θα μπορούσε να ενσωματώσει στον αγώνα τους τομείς που υφίστανται τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση και αποτελούν την πλειοψηφία της εργατικής τάξης.