Γεράσιμος Λιβιτσάνος
Η άρχουσα τάξη στον σύγχρονο ελληνικό καπιταλισμό μπορεί να λειτουργήσει και με όρους φεουδαρχίας! Αυτό αποδείχθηκε με τις εικόνες που καταγράφηκαν στους «δρόμους» με τις παρελάσεις των οπαδικών στρατών αλλά και στους «διαδρόμους» της Βουλής. Εκεί όπου, χωρίς προσχήματα, η κυβέρνηση δήλωσε έρμαιο συγκερασμού συμφερόντων και τροχονόμος επιχειρηματικών επιδιώξεων. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να παραδεχθεί ότι υπάρχουν επιχειρηματικά «φέουδα» στα Βόρεια και Νότια της χώρας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αν και θέλησε να εμφανιστεί ως επιδιαιτητής στην κόντρα Μαρινάκη-Σαββίδη (τους οποίους κατονόμασε) για το πρωτάθλημα στο ποδόσφαιρο, πέτυχε το ακριβώς αντίθετο. Να γίνει κατανοητό το πόσο εύκολα η αστική διαχείριση μπορεί να βρεθεί σε κρίση, όταν δεν επιτυγχάνει συμβιβασμούς μεταξύ αυτών που εξυπηρετεί. Ο πανικός της κυβέρνησης απέναντι στη σύγκρουση των ολιγαρχών ήταν κάτι παραπάνω από φανερός. Τόσο από τις εσπευσμένες κοινοβουλευτικές διαδικασίες που επιστράτευσε για τη συνέχιση του ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος όσο και από την πολιτική λογική την οποία εξέφρασε.
Επί μήνες η κυβέρνηση αναπαράγει το παραμύθι περί της έλευσης «σταθερότητας στη χώρα» που θα οδηγήσει «στην προσέλκυση επενδύσεων». Όμως, σε μερικές μόνο μέρες, αρχικά η υπουργός Πολιτισμού φέρνοντας την περίφημη τροπολογία για την υπόθεση ΠΑΟΚ-Ξάνθης στη βουλή και στη συνέχεια ο πρωθυπουργός δήλωσαν πως η χώρα – «παράδεισος σταθερότητας» υπάρχει κίνδυνος να χωριστεί σε Βορρά και Νότο. Να επέλθει ο «εθνικός διχασμός», όπως δήλωσε η Λίνα Μενδώνη και να αρθεί η κοινωνική συνοχή «με όρους γεωγραφίας», όπως είπε την περασμένη Πέμπτη στη συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Το ότι για να ψηφιστεί η περίφημη τροπολογία για τις δύο ΠΑΕ απαιτήθηκε να απειληθεί με διαγραφές η κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας, δεν θέτει απλά ζήτημα υποκρισίας ως προς τον κοινοβουλευτισμό. Μάλλον θέτει θέμα «πολυ-ιδιοκτησίας» των κοινοβουλευτικών ομάδων! Κανόνας που δεν αφορά μόνο το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, όπως έχει γίνει σαφές από τις σχέσεις μεγαλοσχημόνων με κορυφαία στελέχη είτε της Νέας Δημοκρατίας, και του ΣΥΡΙΖΑ.
Όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης πολυ-ιδιοκτησίας των δύο ΠΑΕ, είναι μάλλον ανέκδοτο, αν αναλογιστεί κανείς το καθεστώς αδιαφάνειας που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια, είτε με τη νομοθεσία του ΣΥΡΙΖΑ είτε με την νομοθεσία της Νέας Δημοκρατίας, σχετικά με τη διαφάνεια στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των Ανωνύμων Εταιρειών.
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση των τηλεοπτικών καναλιών όπου με τον νόμο του Νίκου Παππά, μέτοχοι θα μπορούσαν να είναι και εταιρίες οι οποίες έχουν έδρα σε φορολογικούς παραδείσους που έχουν όμως καθεστώς «καλής συνεργασίας» με χώρες της ΕΕ. Στο πολυνομοσχέδιο που έφερε και ψήφισε στη Βουλή στις αρχές Φθινοπώρου ο Άδωνις Γεωργιάδης, ως αρμόδιος υπουργός για την ανάπτυξη, το καθεστώς αυτό επεκτάθηκε ακόμη περισσότερο και με τις διατάξεις του είναι δυνατόν να υπάρχουν όχι ένας αλλά πολλοί αφανείς μέτοχοι στα τηλεοπτικά κανάλια. Αυτά τα κανάλια, που ούτως η άλλως αν δει κανείς τα μετοχικά τους καθεστώτα, έχουν ως ιδιοκτήτες υπεράκτιες εταιρείες καθόλα νόμιμες στην ΕΕ και στην Ελλάδα.
Η ίδια ακριβώς κατάσταση επικρατεί και στα «κονσορτσιουμ» στον χώρο των κατασκευών ή στις εταιρικές συμπράξεις που συμφωνούν με το δημόσιο για την παροχή έργου (ΣΔΙΤ), ακόμη και αυτές που εμφανίζονται ως αγοραστές της δημόσιας περιουσίας από το περίφημο υπέρ-ταμείο. Στην πράξη, είναι αδύνατο ουσιαστικά να ελεγχθεί οποιοδήποτε καθεστώς πολυ-ιδιοκτησίας, εκτός αν πολύ συγκεκριμένες υπάρξουν καταγγελίες που προωθούνται από ανταγωνιστές.
Από την πολιτική αντιπαράθεση εκτέθηκε ανάλογα και ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού ο Αλέξης Τσίπρας στη Βουλή καταλόγισε πρόβλημα διαχείρισης τέτοιων καταστάσεων στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Υποστηρίζοντας, ουσιαστικά, πως η δική του διακυβέρνηση είχε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στην εξυπηρέτηση συμφερόντων και στη «ρύθμιση» των σχέσεών της με την πολιτική εξουσία.