Ανάλυση: Γιώργος Μιχαηλίδης
Είναι διακριτός στο αφιέρωμα ο φόβος για ενδεχόμενη επικράτηση των ιδεών του σοσιαλισμού.
Μόνο που είναι βέβαιο πως οι έμπειροι αρθρογράφοι του Foreign Affairs γνωρίζουν πως οι Σάντερς, Κόρμπιν, Κορτέζ, οι οποίοι κατονομάζονται ως δυνητικοί καταστροφείς της ελεύθερης αγοράς,
μόνο επιφανειακά αποτελούν τα υποκείμενα που θα επιτελέσουν την καταστροφή που φοβούνται…
Αφιέρωμα στο (αβέβαιο) μέλλον του καπιταλισμού
Το γνωστό και με σημαντική επιρροή στα αστικά επιτελεία περιοδικό Foreign Affairs επέλεξε να υποδεχτεί το 2020 με ένα τεύχος αφιερωμένο στο «Μέλλον του Καπιταλισμού», όπως είναι και ο κεντρικός πρωτοσέλιδος τίτλος που συνοδεύει το σκίτσο ενός ταύρου στο χείλος του γκρεμού. Μέσα από πέντε μακροσκελείς αναλύσεις, τις οποίες υπογράφουν γνωστοί οικονομολόγοι που εργάζονται σε γνωστές «δεξαμενές σκέψης» (think-tanks) ή/και διδάσκουν σε ακαδημαϊκά ιδρύματα, παρουσιάζονται οι διαφορετικές οπτικές σχετικά με τα προβλήματα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα το –κυρίαρχο παγκοσμίως– σύστημα.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι αρθρογράφοι δεν περιορίζονται στις διαπιστώσεις αλλά προτείνουν διαφορετικούς δρόμους για την υπέρβαση των προβλημάτων και αντιθέσεων στη νέα δεκαετία που ανατέλλει αλλά και σε μεγαλύτερο χρονικό βάθος. Παρά το γεγονός ότι η οπτική τους διαφέρει, καθώς καλύπτουν ένα φάσμα που εκτείνεται από τον συντηρητικό νεοφιλελεύθερο χώρο έως τη ριζοσπαστική νέα σοσιαλδημοκρατία, υπάρχουν μερικά κοινά στοιχεία προβληματισμού, τα οποία μπορεί να βρει κανείς και στα πέντε άρθρα που φιλοξενεί το περιοδικό. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζουν οι εντεινόμενες κοινωνικές ανισότητες και οι συνέπειές τους σε όλα τα επίπεδα, η θέση και η θωράκιση των «ελίτ», καθώς και ο ρόλος που θα καλείται να παίξει ένα σύγχρονο κράτος με βάση τις δεδομένες συνθήκες. Μάλιστα, κάποιοι δεν διστάζουν να προτείνουν την προσεκτική μελέτη του κινεζικού μοντέλου, φτάνοντας ακόμη και στην αναγκαιότητα «αντιγραφής» κάποιων εκ των θεμελιακών του στοιχείων.
Το πρώτο και σημαντικότερο από τα κοινά στοιχεία που υπάρχουν στα άρθρα του αφιερώματος στο Foreign Affairs είναι η έκρηξη των ανισοτήτων. Τα ευρήματα που αποδεικνύουν ότι το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών διαρκώς διευρύνεται έρχονται σε μια εποχή, στην οποία, όπως επισημαίνουν οι υπογράφοντες, ο καπιταλισμός παίζει χωρίς αντίπαλο. Στην εποχή μας, άλλωστε, η γη σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της οργανώνεται με βάση τις αρχές της ελεύθερης αγοράς, χωρίς να επιβιώνουν (πέρα από ασήμαντες εκτάσεις) άλλα οικονομικά συστήματα, όπως η φεουδαρχία ή ο «υπαρκτός σοσιαλισμός».
Όπως, ωστόσο, παρατηρεί ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς στην ανάλυσή του, που είναι και η πρώτη κατά σειρά, αν και οι ανισότητες μεταξύ των κρατών έχουν μειωθεί σε σύγκριση με το παρελθόν, οι αντίστοιχες εντός των κρατών διευρύνονται. Οι αρθρογράφοι θεωρούν στο σύνολό τους εξόχως προβληματική τη θωράκιση και παγίωση των ελίτ στην κορυφή της πυραμίδας, καθώς και τη διαρκώς μεγαλύτερη απόσπασή τους από την κοινωνική βάση. Οι ενστάσεις βεβαίως από την πλευρά του καθενός διαφέρουν. Ο Μιλάνοβιτς εκφράζει την ανησυχία ότι αν δεν καταπολεμηθούν οι ανισότητες, τότε οι φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης είναι πολύ πιθανό να ολισθήσουν στο κινέζικο μοντέλο, θυσιάζοντας τα επιτεύγματα της δυτικής δημοκρατίας στο βωμό της μη διασάλευσης της θέσης των παγιωμένων ελίτ.
Με τον δικό του τρόπο προσεγγίζει το θέμα της ανισότητας και ο Αμπχιτζίτ Μπανερτζί στο δεύτερο άρθρο του αφιερώματος. Αρχικά τονίζει ότι ο ρυθμός μείωσης του ποσοστού των ανθρώπων οι οποίοι ζουν κάτω από το όριο της ακραίας φτώχειας δεν έχει ιστορικό προηγούμενο, γεγονός που αποδίδει στα διαρκώς μεγεθυνόμενα ΑΕΠ παγκοσμίως. Έπειτα, όμως, διατυπώνει τον προβληματισμό ότι ίσως έφτασε η ώρα τα κράτη κι οι διεθνείς οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ, να στραφούν στην κατεύθυνση της βελτίωσης της ποιότητας ζωής, με έμφαση στην καταπολέμηση των ακραίων προβλημάτων που μαστίζουν τις κοινωνίες. Τα διαρκώς μεγεθυνόμενα ΑΕΠ δεν είναι πανάκεια, όπως υποστηρίζει, τονίζοντας ότι αυτό που χρειάζεται πλέον είναι ποιοτικές τομές. Ως εκ τούτου, προτείνει να δοθεί η έμφαση στην χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, της υγείας, στη βελτίωση της λειτουργίας των υποδομών και της καθημερινότητας στις πόλεις.
Στο τρίτο άρθρο, οι Στίγκλιτς, Τάκερ και Ζούκμαν τα βάζουν με τις φορολογικές ελαφρύνσεις που απολαμβάνει το μεγάλο κεφάλαιο εδώ και αρκετές δεκαετίες, με αποτέλεσμα ο παγκόσμιος μέσος όρος φορολόγησης των μεγάλων επιχειρήσεων να έχει μειωθεί από το 49% στο 24% μέσα στα τελευταία 33 χρόνια ενώ εκατοντάδες δισ. δολάρια χάνονται στους φορολογικούς παραδείσους. Οι τρεις οικονομολόγοι προτείνουν μια δεσμίδα μέτρων σε κρατικό και διακρατικό επίπεδο που θα αλλάξουν τη φορολογική πολιτική, δημιουργώντας ένα πιο δίκαιο διεθνές φορολογικό περιβάλλον. Μέσα από αυτή τη διαδικασία εκτιμούν ότι μπορεί να βρεθούν οι αναγκαίοι πόροι ώστε να χρηματοδοτηθούν οι τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας και της ασφάλισης, καθώς και να λυθεί το κεντρικό πρόβλημα σημερα, που είναι οι κοινωνικές ανισότητες. Κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου επισημαίνουν ότι αν δεν παρθούν τα μέτρα τα οποία προτείνουν, η μετατόπιση των νέων ψηφοφόρων προς τα αριστερά –κάτι που ήδη παρατηρείται σε μια σειρά αναπτυγμένες χώρες– μπορεί να καταλήξει σε ριζοσπαστικές αναζητήσεις με πολύ βαθύτερα αιτήματα και πολιτικά προγράμματα.
Πιο ριζοσπαστική, η Μιάτα Φαχμπουλέχ, στο τέταρτο άρθρο της σειράς, θεωρεί ότι η νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλισμού έχει φτάσει στο όριό της. Το αίσθημα της αδικίας διαδίδεται ανάμεσα στους πολίτες που βλέπουν, όλο και πιο καθαρά, ότι το υπάρχον σύστημα ευνοεί τους πλούσιους και δεν βοηθά τους φτωχούς. Επιπλέον, είναι η μόνη που δίνει έμφαση στο ζήτημα της οικολογικής καταστροφής του πλανήτη ως απότοκου της νεοφιλελεύθερης λογικής για διαρκή μεγέθυνση των ΑΕΠ. Για την ίδια, η πάταξη των ανισοτήτων πρέπει να συνδυάζεται με μια στροφή στην πράσινη οικονομία και την εκμηδένιση των ρύπων από ορυκτά καύσιμα σε βάθος 15ετίας. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει, η σοσιαλδημοκρατία σήμερα δεν μπορεί να επαναλάβει τη συνταγή του παρελθόντος, αλλά οφείλει να δημιουργήσει ένα αποκεντρωμένο κράτος κι ένα επιχειρηματικό μοντέλο όπου οι υπάλληλοι θα συμμετέχουν όλο και περισσότερο ως μέτοχοι στις εταιρείες στις οποίες εργάζονται και, άρα, στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Την ίδια στιγμή, περίπου σε πανικό, το άρθρο των Στίγκλιτς, Τάκερ και Ζούκμαν διαπιστώνει ότι «καταβροχθίζοντας το κράτος, ο καπιταλισμός καταβροχθίζει τον εαυτό του». Κοινός τόπος του άρθρου αυτού, αλλά και των περισσότερων άλλων, είναι η ανάγκη το κράτος να ξαναβρεί τον χαμένο του ρόλο. Είτε ως προστάτης των ασθενέστερων από την ασυδοσία των ελίτ είτε ως ρυθμιστής των εργασιακών σχέσεων, είτε ως φοροεισπράκτορας και αναδιανεμητής, είτε ως εγγυητής κάποιων δημοκρατικών δικαιωμάτων και της μη αυτοματοποιημένης ταύτισης των οικονομικά δυνατών με τους πολιτικά ισχυρούς, η επίκληση στην ανάγκη ανάσυρσης του κράτους από το περιθώριο βρίσκει τη θέση της σε όλα σχεδόν τα άρθρα.
Δεν αποκλείεται η επιστροφή κοινωνικά κρίσιμων τομέων της οικονομίας στο δημόσιο. Οι πολίτες αρκετών ανεπτυγμένων χωρών δείχνουν να επικροτούν μια τέτοια εξέλιξη.
Μάλιστα, αρκετοί από τους υπογράφοντες τονίζουν τη σημασία της εμπλοκής του κράτους στην επιχειρηματική δραστηριότητα για την απόκτηση του «συγκριτικού πλεονεκτήματος» σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας, στην ανάπτυξη της βιομηχανίας στα αναδυόμενα κράτη και στη δημιουργία του ποιοτικού ανθρώπινου δυναμικού μέσω της εκπαίδευσης και των άλλων παροχών που μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας οικονομίας. Οι ίδιοι αρθρογράφοι δεν διστάζουν να αναγνωρίσουν στα «κομμουνιστικά» κράτη επιτεύγματα όπως είναι η ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου των πολιτών τους.
Η πρόκληση της αναδυόμενης Κίνας είναι ένα ακόμη στοιχείο που διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος του αφιερώματος και πολλά από τα μέτρα που προτείνονται έρχονται να απαντήσουν στις προκλήσεις τις οποίες ο κινέζικος παράγοντας, με τη δική του λογική και πρακτική, δημιουργεί. Στη συζήτηση που ανοίγει, δεν αποκλείεται η λογική επιστροφής συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας (συγκοινωνίες, υπηρεσίες κοινής ωφέλειας κ.α.) στο δημόσιο, ιδιαίτερα από τη στιγμή που έρευνες δείχνουν ότι μεγάλο μέρος των πολιτών θα επικροτούσε μια τέτοια εξέλιξη σε σημαντικές χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο.
Ανεξάρτητα, πάντως, από τη συνταγή που προτείνεται, η ανησυχία η οποία χαρακτηρίζει το αφιέρωμα σε σχέση με το τι μπορεί να γεννήσουν οι σημερινές κοινωνικές ανισότητες είναι έκδηλη. Ίσως το κλειδί να βρίσκεται σε αυτό που, στο πέμπτο άρθρο, ο συντηρητικός Τζέρι Μιούλερ βλέπει ως καταστροφική προοπτική για τον καπιταλισμό: Μια ενδεχόμενη επικράτηση των ιδεών του σοσιαλισμού. Μόνο που είμαστε σίγουροι πως ο έμπειρος αρθρογράφος του Foreign Affairs γνωρίζει πως οι Σάντερς, Κόρμπιν, Κορτέζ, οι οποίοι κατονομάζονται ως δυνητικοί καταστροφείς της ελεύθερης αγοράς, μόνο επιφανειακά αποτελούν τα υποκείμενα που θα επιτελέσουν την καταστροφή που φοβάται…