Αφιέρωμα: Η θεωρία του μεταμοντερνισμού
Διονύσης Τζαρέλλας
Ο μεταμοντερνισμός, απορρίπτοντας βασικές αρχές της διαλεκτικής, καταλήγει να είναι περιγραφή
και όχι ανάλυση και υπέρβαση της πραγματικότητας. Η σχετικοποίηση των αξιών, η αποθέωση
του υποκειμενισμού ή αντίθετα η εξαφάνιση των δρώντων υποκειμένων ναρκοθετούν κάθε απόπειρα συλλογικού προτάγματος που θεμελιώνεται και στις αντικειμενικές αντιθέσεις και τάσεις της κοινωνίας.
Μια νέα εκδοχή της κυρίαρχης ιδεολογίας
Ο μεταμοντερνισμός συγκροτεί ένα αντιφατικό ρεύμα ιδεών και φιλοσοφικής σκέψης που εκτείνεται σε πολλαπλά πεδία (φιλοσοφία, τέχνη, πολιτική) και αποτελεί μετεξέλιξη και απόρριψη του μοντερνισμού, χωρίς διακριτό ιδεολογικό στίγμα. Ο όρος μεταμοντέρνο ή μετανεωτερικότητα δεν αναφέρεται τόσο στην ύπαρξη μιας ενιαίας φιλοσοφικής/καλλιτεχνικής σχολής, όσο στην καλλιτεχνική και εν γένει πνευματική παραγωγή την περίοδο του ύστερου καπιταλισμού της μεταπολεμικής περιόδου.
Η μετανεωτερικότητα ως ιστορική εποχή και φάση καπιταλιστικής αναπαραγωγής/συσσώρευσης αποτελεί το πλαίσιο ανάδυσης πολλαπλών θεωρητικών και πολιτικών προσεγγίσεων που, αν και ανόμοιες μεταξύ τους, μοιράζονται εν μέρει κάποιες κοινές επιστημολογικές/μεθοδολογικές παραδοχές. Η μετανεωτερικότητα, είτε εκκινεί τη δεκαετία του 1950 είτε στα τέλη του 1960, χαρακτηρίζεται από υλικούς-τεχνικούς μετασχηματισμούς της σφαίρας παραγωγής και από μια αλλαγή των κοινωνικών/ιδεολογικών συσχετισμών η οποία παράγει, μέσα από αντιφάσεις, μια νέα εκδοχή κυρίαρχης ιδεολογίας. Παρουσιάζει ενδιαφέρον η αναζήτηση της συσχέτισης ανάμεσα στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις/μετασχηματισμούς που εγκαινιάζουν με μια έννοια και τη δική μας εποχή, με τον μεταμοντερνισμό ως θεωρητική προσέγγιση και τρόπο σκέψης που αντανακλά και αναπαράγει τις αλλαγές αυτές.
Στον απόηχο της ήττας των ταξικών αγώνων της δεκαετίας του 1960 και της επέλασης του μεταφορντισμού και του νεοφιλελευθερισμού, η μεταμοντέρνα προσέγγιση από απόπειρα εμβάθυνσης της κριτικής στην αστική κοινωνία μετατρέπεται, εν μέρει, σε πτυχή της αστικής κοσμοαντίληψης. Στοιχεία των κριτικών θεωρήσεων αυτού του ρεύματος συγκροτούν μια νέα εκδοχή της αστικής σκέψης και του μεταμοντέρνου πολιτισμικού μοντέλου που αναπαράγουν και νομιμοποιούν στο πεδίο της θεωρίας και της πρακτικής τη νέα ιστορική μορφή της καπιταλιστικής κυριαρχίας.
To υπόβαθρο της μετανεωτερικότητας
Η κοινωνική πραγματικότητα που αποτελεί το πλαίσιο ανάδυσης του μεταμοντερνισμού αλλάζει τον κόσμο της νεωτερικότητας: Πολιτικοί, κοινωνικοί και τεχνολογικοί παράγοντες τροποποιούν τους βιοτικούς όρους των κοινωνικών τάξεων διαμορφώνοντας νέες μορφές κοινωνικής συνείδησης.
Μπορούμε να ορίσουμε σαφώς το υλικό-κοινωνικό υπόβαθρο της μετανεωτερικότητας που αποτελεί την αφετηρία της δικής μας εποχής, καθώς οι διαδικασίες που εκκίνησαν τότε, συνεχίζονται και κορυφώνονται: Η διεθνοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων, οι αλλαγές στη σφαίρα της παραγωγής και το μεταφορντικό μοντέλο, ο κατακερματισμός/αποεδαφικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, η λεγόμενη Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση με την έλευση των υπολογιστών και της πληροφορικής, η αυτοματοποίηση, η γενική διάνοια με την επιστήμη ως άμεση παραγωγική δύναμη, η περαιτέρω μετάθεση γνώσεων και δεξιοτήτων από τη ζωντανή εργασία σε μηχανές, η στροφή στον τριτογενή τομέα και τη χρηματοπιστωτική σφαίρα. Συνέπεια είναι η αποδόμηση της παραδοσιακής εργατικής ταυτότητας, η υποτίμηση και ο κατακερματισμός της άμεσης ζωντανής εργασίας, που μυστικοποιούν σε υπερθετικό βαθμό τις σχέσεις εκμετάλλευσης οι οποίες συγκροτούν τον «απολίτικο» τόπο της οικονομίας. Ταυτόχρονα, η μαζική κουλτούρα, ο καταναλωτισμός ως μεταμοντέρνο όπιο, η αισθητικοποίηση της εξατομίκευσης και η απαξίωση κάθε συλλογικότητας, η κυριαρχία του εικονικού πολιτισμού και η σημασία του θεάματος ως μέσου και μορφής μυστικοποίησης, επιτρέπουν στο κεφάλαιο να ανασυγκροτήσει και να επικαιροποιήσει την κυριαρχία του.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο μεταμοντερνισμός ως ετερόκλητο ρεύμα ιδεών προσπαθεί να ερμηνεύσει κριτικά την νέα πραγματικότητα της αστικής κοινωνίας και να υπερβεί την «αφωνία» του παραδοσιακού μαρξισμού. Ανεξάρτητα από τις διαφορές τους, οι μεταμοντέρνες θεωρητικές προσεγγίσεις έχουν κάποια κοινά επιστημολογικά/μεθοδολογικά χαρακτηριστικά.
Θα σταθώ σε τρεις βασικές παραδοχές του μεταμοντερνισμού. Το νήμα που τις ενώνει είναι η απόρριψη της διαλεκτικής ως μεθοδολογίας και ως τρόπου κίνησης της πραγματικότητας. Η απόρριψη της διαλεκτικής και των νόμων της ναρκοθετεί εξαρχής κάθε χειραφετητική διάσταση των μεταμοντέρνων προσεγγίσεων, επιτρέποντας την αφομοίωσή τους από την κυρίαρχη ιδεολογία και τη χρήση τους ως μέσων διασποράς γνωσιακής-φιλοσοφικής και τελικά πολιτικής σύγχυσης.
1) Υποκειμενισμός και απόρριψη της πραγματικότητας ή «δεν υπάρχει μία αλήθεια, αλλά πολλές αφηγήσεις»
Ακόμα και αν η απόρριψη της αντικειμενικής πραγματικότητας μοιάζει να «συνομιλεί» με τη μαρξική κριτική περί ταξικής οπτικής και να αποδομεί την ψευδή καθολικότητα της αστικής σκέψης, αποτελεί το αντίθετό της, αφού καταλήγει στην αποκοπή της συνείδησης από την υλικότητά της. Η πραγματικότητα, ακόμα και αν έχει πολλές ερμηνείες, ανάλογα με τις ιδέες και τα συμφέροντα των υποκειμένων, παραμένει πρωτίστως η πραγματικότητα μιας αδυσώπητης ταξικής διαίρεσης και δεν υπάρχει καμία δυνατότητα ισότιμων πολλαπλών αφηγήσεων παρά μόνο στο βαθμό που αποδέχονται την κυρίαρχη αφήγηση. Η απόρριψη της θεμελίωσης των ιδεών και των πρακτικών στην υλική πραγματικότητα δεν επιτρέπει τη συσχέτισή τους με τις τάσεις της κοινωνικής ανάπτυξης και άρα, αν η «αλήθεια κάθε θεώρησης» περιορίζεται στην ισχύ και τη βούληση του υποκειμένου, τότε η αστική τάξη πάλι επιβεβαιώνει και νομιμοποιεί την κυριαρχία της ως το πιο δυνατό υποκείμενο.
2) Απόρριψη κάθε καθολικού προτάγματος ή το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων
Η απόρριψη κάθε καθολικού προτάγματος ως κενού νοήματος ή, ακόμα χειρότερα, ως φιλοσοφικής βάσης «ολοκληρωτικών» αντιλήψεων, ακόμα και αν εκκίνησε ως κριτική στην ψευδή καθολικότητα της αστικης κοινωνιας, κατέληξε ναρκοθετώντας κάθε απόπειρα καθολικής/ιστορικής αντιπαράθεσης με το υπάρχον να θεμελιώσει τον σχετικισμό και άρα να αποδομήσει (sic) κάθε άλλη εναλλακτική στην αστική κυριαρχία. Στο σύμπαν του μεταμοντέρνου άκρατου υποκειμενισμού δεν παράγονται καθολικές αξίες, επομένως είναι χωρίς νόημα η συγκρότηση ενός υποκειμένου-φορέα της καθολικής χειραφέτησης και το κομμουνιστικό όραμα της καθολικής χειραφέτησης εκφυλίζεται σε ιδεαλιστικό αφήγημα και όχι σε συνειδητό σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού. Η μεταμοντέρνα σκέψη, αντί να απομαγεύσει το μυστικοποιημένο χαρακτήρα της αστικής καθολικότητας και να καταδείξει ότι θεμελιώνεται στην ταξική/κρατική βία, καταλήγει σε αδιέξοδο και, σχετικοποιώντας τα πάντα, απλώς περιγράφει με θετικιστικούς όρους το πανταχού παρόν πλέγμα εξουσίας της αστικής κοινωνίας.
3) Απόρριψη της ιστορικότητας και λογικής ανάπτυξης των εννοιών
Στο μεταμοντέρνο σύμπαν τα γεγονότα και οι κοινωνικές δυναμικές αποκόβονται από την ιστορικότητα και τη λογική/αιτιακή σύνδεσή τους. Καθώς κάθε σκέψη για αναζήτηση της διαλεκτικής υποκειμένου-αντικειμένου, κάθε οριοθέτηση της βούλησης από αντικειμενικές τάσεις και κάθε εκδοχή νομοτελούς κίνησης της πραγματικότητας απορρίπτεται ως ανόητη και αδύνατη, η πραγματικότητα συλλαμβάνεται ως άθροισμα τυχαίων ασύνδετων γεγονότων, ως σύνολο εντυπώσεων. Η παραγωγή των πολλαπλών ανισοτήτων/διακρίσεων αιτιακά και ιστορικά από την ταξική αντίθεση απορρίπτεται και έτσι, η συνείδηση πάλι περιορίζεται στο να διαπιστώνει ή να καταγγέλει. Η άρνηση αποτελεί στιγμή της συνειδητής εναλλακτικής στοχοθεσίας που εδράζεται στην υλική πραγματικότητα και όχι αυταξία. Δίχως κατανόηση των βαθύτερων κοινωνικών διεργασιών και του τρόπου που το παρελθόν ορίζει το παρόν δεν υπάρχει η δυνατότητα υπέρβασης της αστικής κοινωνίας. Η μεταμοντέρνα αντίληψη καταδικάζεται να περιφέρεται στο άχρονο καθαρτήριο της αστικής κυριαρχίας, όπου όλα αλλάζουν για να μείνουν ίδια και όπου ο μεταμοντέρνος καπιταλισμός συνυπάρχει αρμονικά με προνεοτερικές μορφές βαρβαροτήτας.
Συνοψίζοντας, ο μεταμοντερνισμός, απορρίπτοντας βασικές αρχές της διαλεκτικής, καταλήγει να είναι περιγραφή και όχι ανάλυση και υπέρβαση της πραγματικότητας. Η σχετικοποίηση των αξιών, η αποθέωση του υποκειμενισμού ή αντίθετα η εξαφάνιση των δρώντων υποκειμένων ναρκοθετούν κάθε απόπειρα συλλογικού προτάγματος που να θεμελιώνεται και στις αντικειμενικές αντιθέσεις και τάσεις της κοινωνίας. Η χειραφέτηση των καταπιεσμένων μετατρέπεται σε μια ακόμα άποψη στον ψευδή πλουραλισμό της αστικής σκέψης και μεταλάσσεται σε μια λατρεία του Εγώ που περιφέρει την μοναδική αλλά ασύνδετη κοινωνικά ύπαρξή του, αναμασώντας γνώμες που αποτελούν παραλλαγές του μονολόγου της αστικής σκέψης.
Η σύγχρονη κριτική σκέψη δεν φοβάται να αναμετρηθεί με το μεταμοντερνισμό, ιδίως με τις κριτικές παραλλαγές του. Οι πολύτιμες συνεισφορές στοχαστών, όπως του Φουκώ για τη βιοεξουσία ή του Νέγκρι για τον καπιταλισμό της γενικής διάνοιας, δεν πρέπει να συγχέονται με τις αστικές ερμηνείες τους και να απορρίπτονται συλλήβδην, ούτε να συσκοτίζονται οι αντιφάσεις τους στο όνομα μιας αδύνατης τεχνητής σύνθεσης με τη μαρξική θεωρία. Ο σύγχρονος μαρξισμός εκκινεί από τη λαμπρή παράδοση των καταπιεσμένων που αποσκοπεί να μετουσιώσει σε υλική δύναμη του παρόντος, ώστε να κάνει πράξη την οριστική συντριβή του μεταμοντέρνου αυταρχικού καπιταλισμού του 21ου αιώνα επαναφέροντας τα λησμονημένα προτάγματα της καθολικής χειραφέτησης.
Το 1968 ως όριο/όρος του μεταμοντερνισμού
▸ Η ήττα αποτέλεσε το πλαίσιο ανασυγκρότησης της κυρίαρχης ιδεολογίας
Ο μετασχηματισμός του μεταμοντερνισμού από κριτικό ρεύμα σκέψης σε συστατικό στοιχείο της ανανεωμένης κυρίαρχης ιδεολογίας που απηχεί τη νέα φάση της καπιταλιστικής αναπαραγωγής σχετίζεται –δίχως να ανάγεται– με τη δυναμική της ήττας του κινήματος του 1968. Το κίνημα του 1968 δεν μπόρεσε να ασκήσει αληθινή πολιτική κριτική στην οικονομία και να αμφισβητήσει έμπρακτα το πολιτικό δικαίωμα του κεφαλαίου ως κυρίαρχης ολοποιητικής σχέσης εκμετάλλευσης, καθώς υποτίμησε τη σημασία της παραγωγής και των σχέσεων εκμετάλλευσης ως υλικής-αντικειμενικής προϋπόθεσης της αναπαραγωγής των πολλαπλών καταπιέσεων και ανισοτήτων.
Το 1968, αν και ανέδειξε κριτικά πολλές πτυχές της αλλοτρίωσης της αστικής κοινωνίας, δεν μπόρεσε να τις συνδέσει σε μια ολότητα. Πέρα από τις προσδοκίες και τις στοχεύσεις των δρώντων υποκειμένων παρέμεινε μια επιμέρους αποσπασματική κριτική που τελικά ηττήθηκε. Η ήττα, που ήρθε στο τέλος του μεταπολεμικού κύματος ανάπτυξης, λειτούργησε ως καταλύτης για την επέκταση των μετασχηματισμών του τρόπου παραγωγής και την επιβολή νέων εργασιακών μοντέλων, που ήταν η αστική απάντηση στους ταξικούς αγώνες.
Ταυτόχρονα, η ήττα αποτέλεσε το πλαίσιο ανασυγκρότησης της κυρίαρχης ιδεολογίας. Πολλά από τα προτάγματα του 1968, ακριβώς λόγω της μερικότητάς τους, μπόρεσαν να ενσωματωθούν και να αφομοιωθούν στην επόμενη φάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης, χρησιμεύοντας ως υλικό για την ανανέωση και την επικαιροποίηση της αστικής ηγεμονίας. Ο δικαιωματισμός, ο σχετικισμός, ο υποκειμενισμός, η αποθέωση της βούλησης και του αυθόρμητου, η διάχυση της ταξικής αντίθεσης και της αστικής εξουσίας, αντανακλώντας εν μέρει την ίδια την αλλοτριωμένη μεταμοντέρνα αστική κοινωνία που ήθελαν να κρίνουν, αποτέλεσαν –μετασχηματισμένα– όψεις του μεταμοντέρνου πολιτισμού της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης που ακολούθησε την ήττα.
Ο σύγχρονος μαρξισμός απέναντι στο μεταμοντέρνο
Η σύγχρονη κριτική σκέψη δεν αναπαράγει μηχανιστικά τον μαρξισμό ως άχρονο/αιώνιο δόγμα, ωστόσο δεν τον υποβιβάζει, θεωρώντας τον απλώς ένα ακόμα μεθοδολογικό εργαλείο ερμηνείας της πραγματικότητας. Η πολιτική σύλληψη της οικονομίας και η κεντρικότητα της ταξικής αντίθεσης, η διαλεκτική μέθοδος και το πρόταγμα της καθολικής χειραφέτησης, η ολιστική κριτική/επιστημονική πρόσληψη της πραγματικότητας ως πεδίου ανειρήνευτων αντιφάσεων και η κοινωνική οριοθέτηση της βούλησης αποτελούν πολύτιμες παρακαταθήκες που συμβάλλουν στην ανανέωση της κριτικής θεωρίας, υπερβαίνοντας ψευδείς ριζοσπαστικές μεταμοντέρνες μεταμφιέσεις της αστικής σκέψης.
Ο κατακερματισμός των ταξικών ταυτοτήτων και η αδυναμία συγκρότησης της εργατικής τάξης ως ανταγωνιστικού υποκειμένου, η υπαγωγή της κοινωνικής αναπαραγωγής και όλων των πτυχών της κοινωνικής ζωής στο κεφάλαιο δεν ισοδυναμούν με εξαφάνιση των ταξικών υποκειμένων και με σχετικοποίηση της ταξικής αντίθεσης, αλλά αποτελούν τον τρόπο αναπαραγωγής της αστικής κυριαρχίας σε συνθήκες ήττας και εξατομίκευσης. Οι πολλαπλές καταπιέσεις/αντιθέσεις έχουν νόημα μονο αν συνδεθούν με την υλική βάση εκμετάλλευσης που τις αναπαράγει μυστικοποιημένα και, αντιστοίχως, η διάχυση της εξουσίας στο μικροεπίπεδο δεν αναιρεί τον κομβικό ρόλο του κράτους ως πρωτογενούς εγγυητή και παραγωγού της ισχύος και της βίας.
Η αποσύνδεση της πολιτικής από την υλικότητα της σφαίρας παραγωγής και η απόρριψη της διαλεκτικής έχουν ως αποτέλεσμα η κριτική σκέψη να περιορίζεται σε μια απλή περιγραφή/αποδόμηση της καπιταλιστικής πραγματικότητας που, όσο αμείλικτη και αν είναι, δεν συμβάλει στη θεωρητική και πρακτική υπέρβασή της. Με αυτό τον τρόπο, η κριτική εκδοχή του μεταμοντερνισμού, αντί να υπερβεί γόνιμα τις μαρξικές αντιφάσεις, οπισθοχωρεί στην εποχή της προμαρξικής κριτικής των νεοχεγκελιανών.