Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Η έλλειψη αντικειμενικών κριτηρίων σύνθεσης των μερικοτήτων και ενικοτήτων στη βάση των οικονομικών και κοινωνικών αντιθέσεων, όπως και η μη παραδοχή της ενοποιητικής ηγεμονίας μιας κομμουνιστικής πρωτοπορίας υποχρεώνουν τους Χαρντ και Νέγκρι να εισαγάγουν
την έννοια του «πειραματισμού» στη διαδικασία ενοποίησης του υποκειμένου (πλήθους).
Ο μεταμοντερνισμός αρνείται τις «μεγάλες αφηγήσεις», δηλαδή τις επιστημονικές αποφάνσεις καθολικής ή ευρείας έκτασης. Δέχεται την αιτιότητα σε συγκυριακού χαρακτήρα μικρές αφηγήσεις για περιορισμένης έκτασης γεγονότα. Δέχεται ότι υπάρχουν αίτια που προκαλούν αποτελέσματα, αλλά αρνείται ότι η αιτιότητα αποτελεί αντικειμενική, άρα και προβλέψιμη διαδικασία, που προκαλεί δεδομένα αποτελέσματα, με εξαίρεση μερική ή ολική αντεπίδραση άλλων παραγόντων γνωστών ή και τυχαίων. Αντίθετα, ο μεταμοντερνισμός θεοποιεί την τυχαιότητα (ενδεχομενικότητα), η οποία όντως μπορεί να παράγει αποτελέσματα, όχι ως δεδομένη αντικειμενικά σχέση, αλλά τυχαία. Επομένως, δεν μπορεί να προβλεφθεί η εξέλιξη και να καταστεί συνειδητή η παρέμβαση του υποκειμενικού παράγοντα. Είναι γνωστό, για παράδειγμζα, ότι η κρίση υπερσυσσώρευσης είναι αναπόφευκτη, λόγω της ανοδικής τάσης του σταθερού κεφαλαίου και χαμηλής κερδοφορίας του. Αυτή η κρίση οδηγεί σε αντίμετρα που δεν την αναιρούν, αλλά την περιορίζουν, όπως η αύξηση της εκμετάλλευσης, η λιτότητα, η καταστροφή κεφαλαίων κ.α.
Ο μεταμοντερνισμός απολυτοποίησε την τυχαιότητα. Αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως σύνολο στοιχείων ή ομάδων στοιχείων αιτιοκρατικά ασύνδετων μεταξύ τους. Αυτή η αντίληψη, από τη μια, αποδέχεται την «αιτιότητα», αφού ορίζει αιτίες και όρους γένεσης ενός φαινομένου, από την άλλη όμως την αναιρεί με την απολυτοποίηση της τυχαιότητας της αιτίας και του αγνωστικισμού, που συνίσταται στο ότι κάτι μπορεί να συμβεί, αλλά και να μη συμβεί.
Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Ο ύστερος Αλτουσέρ, αν και δεν υπήρξε τυπικός εκπρόσωπος του μεταμοντερνισμού, αντικειμενικά στήριξε την μεταμοντέρνα απολυτοποίηση της τυχαιότητας. Σύμφωνα με τον Αλτουσέρ ο καπιταλισμός γεννήθηκε από την τυχαία «συνάντηση» του ανθρώπου των σκούδων (χρηματική και τεχνική συσσώρευση) και του προλεταριάτου που στερείται τα πάντα πλην της εργασιακής του δύναμης (συσσώρευση παραγωγών). Αυτή η «συνάντηση» όμως δεν ήταν καθόλου τυχαία. Οι ισχυροί έμποροι και ιδιοκτήτες εργαστηρίων, ενήμεροι της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (ατμομηχανή) και διαθέτοντας το απαιτούμενο χρηματικό κεφάλαιο, συνειδητά αναζητούσαν διευρυμένο εργατικό δυναμικό για διευρυμένη παραγωγή και διευρυμένο κέρδος, με την απόσπαση υπεραξίας. Ούτε η ανταπόκριση του εργατικού δυναμικού ήταν τυχαία. Ειδικά στην Αγγλία με απαίτηση των ανερχόμενων ισχυρών του χρήματος, ψηφίστηκε ο νόμος της περίφραξης, που κατέστρεψε χιλιάδες αγρότες και τους πρόσφερε βορά εκμετάλλευσης στους κεφαλαιούχους.
Η αδυναμία πρόβλεψης της εξέλιξης αποκλείει τη συνειδητή παρέμβαση του υποκειμενικού παράγοντα
Στο δεύτερο παράδειγμα, πάλι ο Αλτουσέρ, αναφερόμενος στον Μάη του ’68, τον χαρακτηρίζει μια «ιστορική συνάντηση» του εργατικού και φοιτητικού κινήματος, που ήταν όμως σύντομη και αναποτελεσματική. Τη σύντομη διάρκεια και αναποτελεσματικότητα αποδίδει στο ασύμπτωτο της επαναστατικής διάθεσης των φοιτητών και στη διάθεση των εργατών για άμεσες βελτιώσεις της οικονομικής τους κατάστασης. Καταρχήν, η «συνάντηση» των φοιτητών με την επαναστατική μαρξιστική αντίληψη δεν ήταν τυχαία. Απέρρεε από αντικειμενικούς παράγοντες, όπως η ύπαρξη ισχυρού κομμουνιστικού κόμματος στη Γαλλία, η διάδοση του μαρξισμού, οι επαναστατικές παραδόσεις στην κοινωνία, τα προβλήματα και αιτήματα εργαζομένων και φοιτητών, η επιθετικότητα και αντιδραστικότητα του ιμπεριαλισμού που πυροδότησε εξεγέρσεις. Εξάλλου, το εργατικό κίνημα παρά την υπαρκτή αντίφαση επαναστατικότητας και ρεφορμισμού κινήθηκε σε αγωνιστική τροχιά (10 εκατ. απεργοί, μαζικές καταλήψεις). Δεν ήταν τυχαία, επομένως, η ριζοσπαστική σύγκλιση φοιτητικού και εργατικού κινήματος. Υπήρξαν οι όροι γι αυτή τη σύγκλιση. Δεν υπήρξαν όμως οι όροι και στα δύο κινήματα (πανσπερμία, χάος στον φοιτητικό χώρο – ρεφορμιστική τοποθέτηση της ηγεσίας του ΓΚΚ) για να ολοκληρωθεί η εξεγερτική σύγκλιση σε σύγκλιση επαναστατική.
Την έννοια της ολότητας ως τυχαία σύνδεση υποκειμένων, νοούμενων ως ομάδων, με οποιαδήποτε κριτήρια συγκρότησης ή ακόμη και ως ενικοτήτων υποστηρίζουν οι Χαρντ και Νέγκρι στην έννοια ενός ετερόκλητου πλήθους ως του σύγχρονου υποκειμένου της κοινωνικής ανατροπής. Η έλλειψη αντικειμενικών κριτηρίων σύνθεσης των μερικοτήτων και ενικοτήτων στη βάση των οικονομικών και κοινωνικών αντιθέσεων, όπως και η μη παραδοχή της ενοποιητικής ηγεμονίας μιας κομμουνιστικής πρωτοπορίας, υποχρεώνουν τους Χαρντ και Νέγκρι να εισαγάγουν την έννοια του «πειραματισμού» στη διαδικασία ενοποίησης του υποκειμένου (πλήθους). Δηλαδή, αντί της αναζήτησης των κοινών αντικειμενικών, κοινωνικοοικονομικών και ιδεολογικοπολιτικών δεδομένων για την ενοποίηση στοιχείων ενός ετερόκλητου πλήθους, εισάγουν την έννοια του «πειραματισμού», ως χρησιμοποίησης διάφορων ή και διαφορετικών κριτηρίων ενοποίησης του πλήθους. Ο πειραματισμός, ως κριτήριο ενοποίησης, παραπέμπει, κατά μία έννοια, στην έννοια της «συνάντησης» των υποκειμένων. Η ενότητα δεν είναι αντικειμενική σχέση, αλλά μπορεί να πραγματοποιηθεί όπωες και να μην πραγματοποιηθεί δια του πειραματισμού, ακόμη κι όταν οι αντικειμενικές συνθήκες, όπως η επαναστατική κατάσταση, απαιτούν για την ανατρεπτική αξιοποίησή της την έγκαιρη συγκρότηση επαναστατικού υποκειμένου στη βάση αντικειμενικών κοινών παραγόντων και ταξικών συμφερόντων, που θα συνειδητοποιηθούν από τα κοινωνικά υποκείμενα.
Την τυχαιότητα ως καθοριστικού παράγοντα («αίτιο») δημιουργίας αποτελεσμάτων υιοθετεί με ριζικό και ακραίο τρόπο ο Γάλλος φιλόσοφος Αλέν Μπαντιού. Ο Μπαντιού θεωρεί καθοριστικό παράγοντα μιας επαναστατικής ρήξης το «συμβάν». Το συμβάν δεν το συλλαμβάνει ως ενυπάρχουσα στα πράγματα δυνατότητα, που υπό όρους ωριμάζει και οδηγεί σε ρήξη με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, αλλά ως απρόβλεπτη και πρωτότυπη ενδεχομενικότητα, που η εμφάνισή της αλλάζει ριζικά τους όρους της πραγματικότητας. Η αδυναμία πρόβλεψης του συμβάντος αποκλείει τη δυνατότητα συνειδητής παρέμβασης και του υποκειμενικού παράγοντα, στις αντικειμενικές εξελίξεις, για να υποβοηθήσει την ολοκληρωμένη πραγματοποίηση και τη θετική μορφή τους, όπως συμβαίνει χαρακτηριστικά με την παρέμβαση του επαναστατικού υποκειμένου στη διαμορφούμενη επαναστατική κατάσταση. Κατά τον Μπαντιού, η στράτευση του υποκειμένου στην κοινωνική αλλαγή δεν εδράζεται τόσο στη γνώση της κατάστασης στον συσχετισμό δύναμης, όσο στην «πίστη» του υποκειμένου στη δυνατότητα θετικής έκβασης του «συμβάντος». Είναι χαρακτηριστικό, από αυτήν την άποψη ότι ο Μπαντιού αρνείται την ανάγκη της οικονομικής ανάλυσης ως αντικειμενικού όρου της πολιτικής παρέμβασης στα τεκταινόμενα, ενώ απολυτοποιεί τους ηθικούς και ψυχολογικούς παράγοντες (πίστη, αυτοθυσία).