Ανάλυση: Γιώργος Παυλόπουλος
Επικαλούμενοι το «διεθνές δίκαιο», το οποίο ερμηνεύουν κατά το δοκούν, οι «παίκτες» στη Μέση Ανατολή και το Μαγκρέμπ προετοιμάζουν τις επόμενες επιθετικές κινήσεις τους. Βραχύβιες και αναποτελεσματικές οι διπλωματικές πρωτοβουλίες, καθώς δεν απαντούν στα βασικά προβλήματα που βρίσκονται στη ρίζα των συγκρούσεων — τα οποία ο καπιταλισμός και τα αστικά κράτη αποδείχθηκαν διαχρονικά ανίκανοι και απρόθυμοι να λύσουν.
Ο πόλεμος των «πάνω», το δίλημμα των «κάτω»
Ένα το κρατούμενο: Η γειτονιά της Ελλάδας είναι, αυτή την περίοδο, η πιο επικίνδυνη σε ολόκληρο τον πλανήτη — κι αυτό αποτελεί μια απολύτως αντικειμενική και σε καμία περίπτωση υποκειμενική διαπίστωση. Από το Ιράν και τη Συρία μέχρι την Υεμένη και τη Λιβύη, από τον Περσικό Κόλπο και τα Στενά του Ορμούζ μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα και τη Μεσόγειο, οι πύραυλοι και τα κανόνια διεκδικούν τον πρώτο λόγο από την πολιτική και τη διπλωματία. Αποδεικνύοντας, έτσι, για μια ακόμη φορά, ότι ο πόλεμος δεν είναι παρά η άσκηση πολιτικής με άλλα μέσα, όταν τα συμβατικά αποδεικνύονται ανεπαρκή για να δώσουν λύσεις στις συγκρούσεις ανάμεσα σε ανταγωνιστικά συμφέροντα και να καθορίσουν τους όρους της «μοιρασιάς».
Δεύτερο κρατούμενο: Οι λαοί της περιοχής καλούνται να αποφασίσουν, χωρίς υπεκφυγές. Είτε θα παραμείνουν θεατές στις εκτυλισσόμενες τραγωδίες και θα περιμένουν πότε θα έρθει η σειρά τους για να πληρώσουν το βαρύ κόστος –σε χρήμα και ζωές– που συνεπάγεται η υπεράσπιση και προώθηση των συμφερόντων των «δικών» τους αστικών τάξεων και των κυβερνήσεών τους απέναντι σε εκείνα των «αντιπάλων», υποτασσόμενοι και συστρατευόμενοι στους παλιούς και νέους εθνικούς μύθους. Είτε θα αποφασίσουν να μην γυρίσουν τις πλάτες τους στο μέλλον που οι «πάνω» γράφουν όπως θέλουν και θα απαντήσουν προτάσσοντας τη δική τους μεγάλη ιδέα — της ειρήνης και της αδελφοσύνης ντόπιων και μεταναστών, απέναντι στους κάθε λογής εκμεταλλευτές τους.
Τα δεδομένα και το δίλημμα μοιάζουν απλά. Η απόφαση, όμως, είναι πολύ δύσκολη. Είναι απόφαση ζωής ή θανάτου.
Ο φαύλος κύκλος μπορεί να σπάσει, πιάνοντας το νήμα και συνεχίζοντας την παράδοση των μεγάλων ταξικών αγώνων στην περιοχή, με σύγχρονο αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό, εναντίον του κεφαλαίου, των κυβερνήσεων και των οργάνων του.
Δολοφονώντας τον Ιρανό στρατηγό Κασέμ Σουλεϊμανί στο έδαφος του Ιράκ, με τη βοήθεια της στρατιωτικής και τεχνολογικής τους υπεροχής και τις πληροφορίες των πρακτόρων τους οποίους έχουν φυτέψει σε κάθε γωνιά και υπηρεσία, οι Αμερικανοί έστειλαν το μήνυμα ότι θα χτυπούν όποτε, όπου και όποιους θέλουν — με μοναδικό προαπαιτούμενο να έχουν χαρακτηριστεί από την Ουάσινγκτον «τρομοκράτες», όπως είχε γίνει με τους Φρουρούς της Επανάστασης την περασμένη άνοιξη. Από την πλευρά τους, οι κυβερνήσεις Ρωσίας και Τουρκίας, με τις στρατιωτικές επεμβάσεις τους και την παρουσία τους στη Συρία και τη Λιβύη, είτε άμεσα είτε δι’ αντιπροσώπων, ξεκαθαρίζουν προς πάσα κατεύθυνση ότι διατηρούν το «δικαίωμα» να μπαίνουν σε μια χώρα και να τα κάνουν γης-μαδιάμ, επικαλούμενες απλώς και μόνο μια δήθεν πρόσκληση που έχουν δεχθεί από καθεστώτα-μαριονέτες, όπως είναι του αλ-Άσαντ στη Δαμασκό και του αλ-Σάρατζ στην Τρίπολη. Το Ισραήλ, επίσης, έχει μετατρέψει σε «καραμέλα» την ασφάλειά του και την καταπολέμηση του αντισημιτισμού (μια από τις πιο προκλητικές εκστρατείες προπαγάνδας στην ιστορία) για να εξαπολύει ατιμώρητο αεροπορικές επιθέσεις και άλλου είδους επιχειρήσεις στη Συρία και τον Λίβανο, να αλωνίζει στα παλαιστινιακά εδάφη και να επεκτείνει τους εβραϊκούς οικισμούς.
Όσο για την πιο «πολιτισμένη» ΕΕ, αν και δεν παρέλειψε να στηρίξει ουσιαστικά τον Τραμπ για την εκτέλεση του Σουλεϊμανί, επιλέγει να τραβάει πιο συχνά το χαρτί της «υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», το οποίο άλλωστε έχει χρησιμοποιήσει πολλάκις στο παρελθόν: Στη Λιβύη το 2011 για την ανατροπή του καθεστώτος Καντάφι, για την ωμή επέμβαση στην Ουκρανία το 2014 (που ουσιαστικά ευθύνεται για τον εμφύλιο) και, κυρίως, κατά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του ’90. Η δε Ελλάδα, όπως και η Κύπρος, προτιμούν για ευνόητους λόγους –μεγέθους και συσχετισμών εντός και εκτός συνόρων– να εκτίθενται εμμέσως, μετατρεπόμενες σταδιακά σε μια απέραντη βάση και ορμητήριο, κάτι όμως που δεν θα τις γλιτώσει από την άμεση εμπλοκή όταν φτάσει η κρίσιμη στιγμή ή και νωρίτερα.
Ακόμη και η Τεχεράνη, πλήττοντας για πρώτη φορά με πυραύλους δύο βάσεις των ΗΠΑ, οι οποίες επίσης βρίσκονται στο Ιράκ, απέδειξε ότι οι δυνατότητές της δεν περιορίζονται στα «ασύμμετρα πλήγματα» που μπορεί να καταφέρει μέσω των συμμάχων της στη Μέση Ανατολή. Πλέον, έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει σοβαρές απώλειες στον πανίσχυρο αντίπαλό της, στην περίπτωση που αποφασίσει να προχωρήσει σε πραγματικά αντίποινα και ρισκάρει τα πάντα.
Κάπως έτσι λοιπόν, όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς, όλοι οι «παίκτες» διαθέτουν και αναπτύσσουν τις αναγκαίες υποδομές και έχουν έτοιμη τη δικαιολογία –πάντα βασισμένη στο «διεθνές δίκαιο» και τις κατά βούληση ερμηνείες του– για κάθε επιθετική ενέργεια, την οποία θα επιχειρήσουν στο μέλλον. Και είναι βέβαιο ότι θα το κάνουν, μιας και οι διάφορες διπλωματικές προσπάθειες και ειρηνευτικές πρωτοβουλίες έχουν περιορισμένη εμβέλεια και διάρκεια, από τη στιγμή που δεν μπορούν να απαντήσουν στις αιτίες οι οποίες προκαλούν τις συγκρούσεις στην περιοχή: Την οικοπεδοποίηση των θαλασσών και της στεριάς για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, την κατασκευή και τον έλεγχο των δρόμων για τη μεταφορά τους στις αγορές με παράλληλη επιβολή «διοδίων», την προστασία καθεστώτων, φατριών και φυλών που κάθε εμπλεκόμενος «παίκτης» θεωρεί φιλικά προς αυτόν, τη μοιρασιά της πίτας της «ανοικοδόμησης», πάνω στα ερείπια των διαδοχικών πολέμων, τον έλεγχο των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, τη διασφάλιση νέων πανάκριβων εξοπλιστικών συμβολαίων και, βεβαίως, το αποτελεσματικό «στρίμωγμα» των αντιπάλων.
Την κατάσταση επιδεινώνει το γεγονός ότι το «τόξο» της Μέσης Ανατολής και του Μαγκρέμπ αποτελεί ένα εξαιρετικά πρόσφορο έδαφος για να ευδοκιμήσει και να καρπίσει το δηλητηριώδες και θανατηφόρο δέντρο των ανταγωνισμών. Αφενός, εξαιτίας της γεωγραφικής του θέσης, καθώς αποτελεί την «γέφυρα» ανάμεσα στις παραδοσιακές δυνάμεις της Δύσης και τις αναδυόμενες της Ανατολής, με πρώτη και καλύτερη την Κίνα η οποία υλοποιεί συστηματικά το σχέδιό της για τον σύγχρονο «Δρόμο του Μεταξιού». Αφετέρου, λόγω του παρελθόντος που βαραίνει τη συγκεκριμένη περιοχή, η οποία έχει γίνει θέατρο δύο παγκόσμιων και αρκετών περιφερειακών πολέμων, έχει βρεθεί στο επίκεντρο του Ψυχρού Πολέμου, έχει βιώσει την άνοδο και την πτώση μεγάλων αυτοκρατοριών και της αποικιοκρατίας, έχει νιώσει για τα καλά στο πετσί της τους σπασμούς και τις οδύνες της γέννησης και της ανάπτυξης των σύγχρονων εθνικών κρατών. Πρέπει δε να σημειώσουμε ότι οι παραπάνω «στιγμές» δημιούργησαν νέες αντιθέσεις και όξυναν παλιές, τις οποίες ο καπιταλισμός και τα κράτη του στάθηκαν ανίκανοι (σε ένα βαθμό δεν το επιθυμούσαν κιόλας) να λύσουν, μιας και οι όποιες διευθετήσεις έχουν γίνει στην πορεία –όπως είναι, για παράδειγμα, το σύμφωνο Σάικς-Πικό, οι συνθήκες των Σεβρών και της Λοζάνης ή οι συμφωνίες του Λονδίνου και της Ζυρίχης για την «ανεξαρτησία» της Κύπρου– αποδεικνύονται ανεπαρκείς και λίγες στις μεγάλες στροφές της ιστορίας.
Ταυτόχρονα, βεβαίως, το ίδιο «τόξο» μας έχει δώσει και μοναδικές στιγμές στην ταξική πάλη, καθώς οι λαοί έχουν αρκετές φορές επιχειρήσει να πάρουν στα χέρια τους το τιμόνι των εξελίξεων. Από τους μεγαλειώδεις εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες για την αποτίναξη του ιμπεριαλιστικού ζυγού και την ανεξαρτησία μέχρι τις πρωτοπόρες απόπειρες αποτίναξης του ισλαμικού σκοταδισμού, από την ανατροπή του Σάχη στο Ιράν μέχρι τις ηρωικές Ιντιφάντα των Παλαιστινίων και το ελπιδοφόρο πείραμα της αυτοδιαχείρισης στη Ροζάβα, από τν Φεντερασιόν και τον Μάη του ’36 στη Θεσσαλονίκη μέχρι το πρώτο κύμα της Αραβικής Άνοιξης που έφερε ερμητικά στο προσκήνιο το κοινωνικό ζήτημα, αλλά και από τα κατά καιρούς συγκλονιστικά κινήματα και τις πράξεις αντίστασης στους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς και τις ξένες επεμβάσεις.
Απέναντι στα ατέλειωτα δεινά και τον πόνο που επιφυλάσσει στους λαούς της περιοχής ο νέος γύρος όξυνσης των ανταγωνισμών, εξαιτίας της βαθιάς και δομικής κρίσης διαρκείας του καπιταλισμού, μπορούμε και είναι ανάγκη να πιάσουμε το νήμα αυτής ακριβώς της παράδοσης, μπολιάζοντάς την με τις σύγχρονες ανάγκες και δίνοντάς της νέο περιεχόμενο. Για να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο των εθνικισμών και των πολέμων, χτυπώντας ο καθένας εκεί που μπορεί, δηλαδή τις κυβερνήσεις και τα καθεστώτα, σαμποτάροντας και αχρηστεύοντας τα «εθνικά» τους σχέδια, και όλοι μαζί τον κοινό εχθρό — δηλαδή το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, τους δήθεν συμμάχους που πουλάνε φιλίες και προστασία με το αζημίωτο, με σκοπό να διασφαλίσουν την ηγεμονία τους και νέα πεδία κερδοφορίας για το διψασμένο και αχόρταγο κεφάλαιό τους.
Με το όπλο παρά πόδα…
Η δολοφονία, τα μετρημένα αντίποινα και η συνέχεια
Η νέα εκδήλωση της κρατικής τρομοκρατίας των ΗΠΑ, με το χτύπημα κατά του Ιράν, δεν οδήγησε στην πολεμική αναμέτρηση που άλλοι φοβούνται και άλλοι ελπίζουν. Η δε απάντηση ήταν, κατά γενική ομολογία, πολύ προσεκτικά σχεδιασμένη, ώστε να μην αποτελέσει το πρόσχημα για να δοθεί άμεσα συνέχεια. Από αυτή την άποψη, προφανώς και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ισοδύναμο πλήγμα με την δολοφονία ενός στρατηγού ο οποίος βρισκόταν πολύ ψηλά στην πυραμίδα της εξουσίας, έπαιζε ρόλο-κλειδί στην Μέση Ανατολή και ήταν εξαιρετικά δημοφιλής. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» δεν ήταν στις προθέσεις της Τεχεράνης, η οποία δεν επιδιώκει μια κατά μέτωπο σύγκρουση, καθώς γνωρίζει ότι θα βρεθεί ηττημένη — πολύ περισσότερο, καθώς σε αυτή τη φάση, δεν μπορεί να υπολογίζει σε βοήθεια από τους δύο βασικούς της συμμάχους, τη Μόσχα και την Άγκυρα.
Η αναμέτρηση, όμως, δεν τελειώνει εδώ. Η προσφορά-παγίδα των ΗΠΑ για διάλογο δεν είναι τίποτε άλλο από την επανάληψη της πάγιας θέσης που εξέφρασε ο Τραμπ, ακυρώνοντας την συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν: Είμαστε ανοιχτοί σε νέα διαπραγμάτευση, αρκεί οι τελικοί όροι να είναι πιο ευνοϊκοί για τις ΗΠΑ, να τους δίνουν ελεύθερη πρόσβαση στη χώρα και τις εγκαταστάσεις της και να μην δίνουν τη δυνατότητα στους Ευρωπαίους, τους Ρώσους και τους Κινέζους να είναι οι μεγάλοι πρωταγωνιστές εκεί. Το επόμενο διάστημα, λοιπόν, η κάθε πλευρά θα αξιοποιήσει και τη συσπείρωση στο εσωτερικό που της προσφέρει η κρίση και τα καλά της χαρτιά απέναντι στην άλλη: Η Ουάσινγκτον τις κυρώσεις και τον εκβιασμό και η Τεχεράνη τα «πλοκάμια» της στο Ιράκ, τη Συρία, την Υεμένη και αλλού. Μέχρι να έρθει η στιγμή για την επόμενη κλιμάκωση.
Μεγάλο παζάρι γύρω από τη Λιβύη
Ένα μεγάλο παζάρι βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και μερικές ημέρες γύρω από τη Λιβύη, παρ’ ότι ο πόλεμος εξακολουθεί να μαίνεται. Αξιωματούχοι από όλα τα άμεσα ενδαφερόμενα μέρη – την ΕΕ και ειδικά τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία, τη Ρωσία, η Τουρκία, την Αίγυπτο, ασφαλώς την Ελλάδα και λιγότερο, όπως φαίνεται, τις ΗΠΑ– έχουν συνεχείς επαφές και ανταλλάσουν επισκέψεις, επιδιώκοντας μια εκεχειρία και, στη συνέχεια, τη διοργάνωση μίας διεθνούς διάσκεψης στο Βερολίνο, για το μέλλον (δηλαδή τη μοιρασιά) της Λιβύης. Παρά δε το γεγονός ότι ο πολέμαρχος Χαφτάρ επισήμως αρνήθηκε να διακόψει την πολιορκία της Τρίπολης, το σενάριο αυτό παραμένει για την ώρα το πιθανότερο, ειδικά μετά τη συμφωνία Πούτιν-Ερντογάν, οι οποίοι ναι μεν στηρίζουν αντίπαλα στρατόπεδα (ο πρώτος τον Χαφτάρ και ο δεύτερος τον αλ-Σάρατζ), όμως έχουν αποδείξει και στη Συρία ότι μπορούν να συνεννοούνται περίφημα.
Στην περίπτωση, πάντως, που η διάσκεψη πραγματοποιηθεί, θα πρόκειται για μια εξέλιξη ευνοϊκή για την Άγκυρα. Κι αυτό διότι είναι βέβαιο ότι θα τεθεί στο τραπέζι και η πρόσφαση συμφωνία Ερντογάν και αλ-Σάρατζ, που χαράζει μια αυθαίρετα συνεχόμενη ΑΟΖ η οποία ενώνει τις ακτές της Τουρκίας και της Λιβύης. Η τελική της τύχη δε θα κριθεί από την έκταση του πάρε-δώσε, στο οποίο κάποιοι επιδιώκουν να βάλουν ολόκληρο το πακέτο των ΑΟΖ, των υδρογονανθράκων και των αγωγών στην ΝΑ Μεσόγειο επιδιώκοντας, όπως λένε, μια «δίκαιη μοιρασιά». Γι’ αυτό και το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία εμφανίστηκε έτοιμο να συζητήσει με τους πάντες (πλην των Ελληνοκυπρίων, για ευνόητους λόγους) και μάλιστα χωρίς προαπαιτούμενα.