Χρίστος Κρανάκης
Όλοι θυμόμαστε το γράμμα της υπουργού Παιδείας Νίκης Κεραμέως προς τους μαθητές και καθηγητές για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου. Σε αυτό, τεχνηέντως αποκρύφτηκε η όποια αναφορά στις λέξεις «φασισμός» και «ναζισμός», ενώ ως εχθρός στο σήμερα παρουσιάστηκε ο… λαϊκισμός, που η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προσπαθεί να πείσει ότι αποτελεί ιδίωμα της Αριστεράς και του κομμουνιστικού κινήματος. Μετά από αυτό, τολμάει κανείς να εκτιμήσει τι θα ειπωθεί από τα κυβερνητικά χείλη για την επέτειο του Πολυτεχνείου;
Θα ειπωθεί άραγε –έστω και τυπικά– κάτι για την αποδεδειγμένη ανάμειξη των ΗΠΑ στα εσωτερικά δρώμενα της χώρας εκείνη την περίοδο; Θα αναγνωριστούν οι θυσίες του λαού μας, με κινητήρια δύναμη την αριστερά και τους κομμουνιστές, την περίοδο της επταετίας; Θα μπει τέλος στην ακροδεξιά προπαγάνδα περί μη ύπαρξης νεκρών στο Πολυτεχνείο, λες και μπορεί να αμφισβητηθεί η ύπαρξη ελεύθερων σκοπευτών της ασφάλειας στις ταράτσες πλησίον της Πατησίων ή ευθεία ρίψη δακρυγόνων στα κεφάλια των εξεγερμένων φοιτητών και εργαζομένων;
Αν υπολογίσουμε τη δυναμική του ακροδεξιού θύλακα εντός της κυβέρνησης και τη φασιστική ρητορεία που αυτή χρησιμοποιεί τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά, τότε πρέπει να περιμένουμε μια σκληρή ιδεολογική επίθεση στα ιδανικά και ιδεώδη του Πολυτεχνείου. Ανάλογη με αυτή που είχε επιχειρήσει ο βουλευτής της ΝΔ Κωνσταντίνος Μπογδάνος σε εκπομπή του Σκάι στις 11/11, όταν δήλωσε «πως το Πολυτεχνείο ευθύνεται για τη διχοτόμηση της Κύπρου και την Τούρκικη εισβολή».
Ο καλύτερος τρόπος για να αντικρουστεί το αντι-αριστερό μένος για το Πολυτεχνείο είναι η ιστορική ανάγνωση της επετείου από το 1973 μέχρι σήμερα. Μόνο έτσι μπορούν να αναδειχτούν από τη μία οι προσπάθειες του αστικού κράτους να απονομιμοποιήσει στα μάτια του λαού την εξέγερση και από την άλλη η σημασία που είχε ιστορικά η επέτειος αλλά και ο χώρος εκδηλώσεων στο κάτω Πολυτεχνείο για το κίνημα στην πάροδο του χρόνου.
Παρότι μπορεί να θεωρούσαμε πως τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης η εξέγερση του Πολυτεχνείου απολάμβανε ευρεία αναγνώριση και αποδοχή από τον πολιτικό κόσμο, η πραγματικότητα μας διαψεύδει. Παρότι ο Νοέμβρης είχε χαραχτεί στην καρδιά των εργαζομένων και των νεολαίων, το επίσημο κράτος κατέβαλλε προσπάθειες, ώστε η επέτειος του Πολυτεχνείου να μην καθιερωθεί επίσημα και να σταδιακά να «σβήσει». Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως οι πρώτες εκλογές της μεταπολίτευσης το 1974, με νικητή τη ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή με 54,37% (και ενώ είχε πέσει το δίλημμα «Καραμανλής ή τανκς») προκηρύχθηκαν και διεξήχθησαν ανήμερα της 17ης Νοέμβρη, κάτι που μετέθεσε την τίμηση της πρώτης επετείου μια βδομάδα αργότερα. Βασικό ζητούμενο του Καραμανλή ήταν να ταυτιστεί η ημερομηνία της 17ης Νοέμβρη με τις εκλογές και την επικράτηση της ΝΔ και όχι με την πορεία και την παρουσία του κινήματος. Αλλά και οι δεύτερες κατά σειρά εκλογές, το 1977, με νικητή πάλι τον Καραμανλή αλλά με σημαντικά μικρότερο ποσοστό (41,84%), επίσης διεξήχθησαν κοντά στην επέτειο της κορύφωσης της εξέγερσης του ‘73 και συγκεκριμένα στις 20 Νοεμβρίου εκείνου του έτους.Παρ’ όλα αυτά, οι εκδηλώσεις και οι πορείες του Πολυτεχνείου, τόσο στην Αθήνα όσο και σε όλη τη χώρα, είναι μαζικότατες και ιδιαίτερα μαχητικές.
Η μη ουσιαστική αναγνώριση του Πολυτεχνείου από τους κρατικούς θεσμούς φανερώνεται τα χρόνια εκείνα και από το γεγονός πως στα σχολεία δεν διεξάγονταν σχολικές γιορτές ούτε αποτελούσε η 17η Νοέμβρη σχολική αργία. Χρειάστηκε να δοθούν πολλές μάχες του μαθητικού κινήματος, ώστε να καθιερωθούν αυτά που σήμερα θεωρούμε δεδομένα. Οι αγώνες των μαθητών περιλάμβαναν αποχή από τα μαθήματα και διοργάνωση εκδηλώσεων, χωρίς την έγκριση ή επιτήρηση κάποιου καθηγητή.
Η επιθετική οπτική του κράτους απέναντι στις εκδηλώσεις του Πολυτεχνείου αναδεικνύεται έντονα το 1980, με την απαγόρευση της πορείας μέχρι την αμερικάνικη πρεσβεία. Επιτράπηκε να γίνει πορεία μέχρι το Σύνταγμα και η αστυνομία είχε στήσει φραγμό στο ύψος των λουλουδάδικων στη λεωφόρο βασ. Σοφίας. Το ΚΚΕ, το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ εσωτ., παρότι κατήγγειλαν, συμμορφώθηκαν με την απαγόρευση. Η μειοψηφία της ΕΦΕΕ και οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς αποφάσισαν να αμφισβητήσουν έμπρακτα την αστυνομική απαγόρευση.
Το 1980 κτυπήθηκε η πορεία, δολοφονήθηκαν οι Κουμής και Κανελλοπούλου
Μια διαδήλωση περίπου 3.000 ατόμων συγκρούστηκε με τις δυνάμεις καταστολής στη Βασιλίσσης Σοφίας. Η βία που εξαπέλυσαν οι αστυνομικές δυνάμεις ήταν τρομερή, με αποτέλεσμα τη δολοφονία δύο νέων αγωνιστών, του Ιάκωβου Κουμή και της Σταματίνας Κανελλοπούλου. Ο πρώτος ήταν Κύπριος φοιτητής και μέλος της «Επιτροπής Αυτοδιάθεσης Κύπρου», τραυματίζεται θανάσιμα από τα ΜΑΤ στην πλατεία Συντάγματος, ενώ η Σταματίνα Κανελλοπούλου, νέα εργάτρια από το Περιστέρι, δολοφονείται με 18 χτυπήματα(!) από κλομπ στο κεφάλι στην οδό Πανεπιστημίου. Ποινικές ευθύνες δεν αποδόθηκαν ποτέ, ενώ την πολιτική ευθύνη έχει η κυβέρνηση Ράλλη της ΝΔ, που παρά τη λαϊκή αντίσταση επεδίωκε την όλο και στενότερη συνεργασία με την αμερικάνικη κυβέρνηση και την προώθηση των συμφερόντων του κεφαλαίου.
Την αλλαγή στην προσέγγιση της αστικής τάξης, απέναντι στην επέτειο του Πολυτεχνείου, ήρθε να καθιερώσει ο μαέστρος της «εθνικής συμφιλίωσης» Αντρέας Παπανδρέου, μετά την ευρεία επικράτηση του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981. Εκμεταλλευόμενος το «πλεόνασμα» που είχαν δημιουργήσει οι μεταπολεμικές συνθήκες ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά και την αγανάκτηση ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων από την παγιωμένη καταπίεση των νικητών του εμφυλίου, προσπάθησε να παρουσιάσει το Πολυτεχνείο ως μια εθνική-διαταξική «γιορτή της δημοκρατίας» και όχι ως αυτό που πραγματικά ήταν. Δηλαδή μια εξέγερση της νεολαίας και των εργαζομένων, με ανατρεπτικό ριζοσπαστικό χαρακτήρα, με αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο και αντικαπιταλιστικές τάσεις. Με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ η 17η Νοέμβρη καθιερώνεται σαν σχολική γιορτή-αργία, ενώ τιμάται πλέον (σχεδόν) παντού. Ειδικά μετά τα πρώτα χρόνια, μπαίνει μπροστά μια προσπάθεια «αποχρωματισμού» των εκδηλώσεων, στο όνομα της «αποκομματικοποίησης». Στόχος, βέβαια, είναι το κτύπημα του πολιτικού προσανατολισμού και ριζοσπαστισμού. Το 1984 η πλειοψηφία της ΕΦΕΕ, με διαφωνία της ΚΝΕ, αποφασίζει να προχωρήσει σε «ενωτικό» διακομματικό κάλεσμα για παρουσία στις εκδηλώσεις, χωρίς κομματικά πανό, σημαίες και σύμβολα. Βασικός στόχος ήταν να εξαλειφθεί η παρουσία των κόκκινων σημαιών και των αντιιμπεριαλιστικών αριστερών συνθημάτων και να υπάρχουν μόνο πανό μαζικών φορέων. Το σχέδιο αυτό απέτυχε, καθώς δεν πειθάρχησε η ΚΝΕ αλλά και οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Η βιτρίνα της εθνικής συμφιλίωσης θα σπάσει απότομα το 1985, με τη δολοφονία του 15χρονου μαθητή Μιχάλη Καλτεζά από τον αστυνομικό Αθανάσιο Μελίστα στην οδό Στουρνάρη. Ο Μελίστας λαμβάνει στήριξη από την ηγεσία της αστυνομίας και της κυβέρνησης και δεν παραμένει (παρά ελάχιστο διάστημα) έγκλειστος στη φυλακή. Η δολοφονία Καλτεζά θα προκαλέσει έκρηξη οργής και μεγάλες αντιδράσεις.
Μετά το 1993 και στα μέσα της δεκαετίας του ‵90, η υποχώρηση της Αριστεράς μετά την κατάρρευση και την κρίση που προκάλεσαν οι κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα οδήγησαν σε μια σημαντική απομαζικοποίηση της επετείου. Με την είσοδο των ιδιωτικών καναλιών στην ιδιωτική ζωή περίπου στις αρχές του ‵90, πλάθεται ένα κλίμα τρομοκρατίας για όποιον επιδιώκει να κατέβει στο τριήμερο μνήμης ή στην πορεία του Πολυτεχνείου. Σιγά-σιγά εμπεδώνεται η συνθήκη –που επικρατεί μέχρι και σήμερα– πως το Πολυτεχνείο πλέον αποτελεί άντρο επεισοδίων και βίας. Η τρομοϋστερία οργιάζει το 1995, με την κατάληψη του Πολυτεχνείου από 500 και πλέον άτομα του ευρύτερου αντιεξουσιαστικού και αναρχικού χώρου. Παρότι εκείνη η χρονιά ήταν περίοδος ανάτασης του φοιτητικού κινήματος, το ‵95 έμεινε χαραγμένο για την εκκένωση του Πολυτεχνείου από τις αστυνομικές δυνάμεις, την καταπάτηση του ασύλου και τη σύλληψη άνω των 500 ατόμων! Τα επόμενα χρόνια παρουσιάζεται μια μαζικοποίηση της επετείου κατά τη διάρκεια του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας και συγκεκριμένα το 1999 με την επίσκεψη του Κλίντον στην Ελλάδα.
Η αρχή της χιλιετίας κινήθηκε σε χαμηλά επίπεδα μαζικότητας, μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης το 2008 αλλά και την εξέγερση που ακολούθησε τη δολοφονία Γρηγορόπουλου. Μαζικές ήταν οι πορείες την περίοδο των μνημονίων και της ανάτασης του κινήματος, ενώ σημαντική στιγμή ήταν η απάντηση του κινήματος στην προκλητική κίνηση Τσίπρα να καλέσει σε επίσκεψη τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Μ. Ομπάμα στις 15 Νοεμβρίου του 2016. Την τότε απαγόρευση διαδήλωσης από την αστυνομία, διαδέχθηκε μια μαχητική σύγκρουση φοιτητικών συλλόγων και κοινωνικών φορέων με τον αστυνομικό κλοιό.
Η φετινή επέτειος αποκτά αναβαθμισμένη σημασία, καθώς αντιστοιχεί στο πρώτο μεγάλο στοίχημα της κυβέρνησης στο ζήτημα της καταστολής. Σε μια περίοδο που το σύστημα εξουσίας έχει βαλθεί να τελειώσει με τα δημοκρατικά –και με αγώνες κατοχυρωμένα– δικαιώματα του λαϊκού κινήματος, ώστε να περάσει τα αντιδραστικά του σχέδια σε παιδεία και εργασία, η μνήμη του Νοέμβρη έρχεται να γίνει και πάλι ζωντανός οδηγός για δράση.
Από πλευράς κυβέρνησης και ΕΕ διεξάγεται μια προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας «νέας Μεταπολίτευσης» που θα αναιρέσει την ταξική μνήμη από την πληττόμενη πλειοψηφία της νέας γενιάς και που θα «ενώσει» τον λαό κάτω από το άρμα της ανάπτυξης και της κανονικότητας. Ανέκαθεν, γύρω από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου υπήρχαν δύο αντιπαραθετικές αφηγήσεις. Η μία προσπαθεί να μας πείσει ότι ήταν μια εθνική-διαταξική πράξη αντίστασης απέναντι στη δικτατορία, ενώ η άλλη τονίζει τον εξεγερσιακό χαρακτήρα των γεγονότων, αποδίδοντάς τα στους πραγματικούς πρωταγωνιστές, τους νεολαίους και τους εργαζόμενους.
Το Πολυτεχνείο αντλεί τη ζωντάνια του από τις μάχες κάθε εποχής
Αποτελεί χρέος της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς και του κόσμου που θα τιμήσει την επέτειο, να μην δοθεί χώρος σε ανιστόρητες και χυδαίες δηλώσεις που λογικά θα ακουστούν στη δημόσια συζήτηση, όπως αυτές της Δόμνας Μιχαηλίδου. Η οποία σε ένα ρεσιτάλ πολιτικού μίσους ταυτίζει την Αριστερά και τη μνήμη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου με ψυχικό νόσημα και τα «ευρήματα» της ΑΣΟΕΕ… με τα όπλα που χρησιμοποιούνται στον πόλεμο της Συρίας.
Το Πολυτεχνείο παραμένει επίκαιρο και θα παραμένει –κόντρα στις αστικές επιδιώξεις– όσο υπάρχουν ακόμα πόλεμοι και ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις κάθε είδους στον κόσμο, όσο οι κυβερνήσεις της χώρας προσπαθούν να μετατρέψουν τα δημόσια πανεπιστήμια σε επιχειρηματικά κέντρα εκπαίδευσης ελαστικών εργαζομένων, όσο τέλος η πολιτική εξουσία καταπιέζει τους εργαζόμενους την ίδια ώρα που κάνει δώρα στους εργοδότες.