Χρίστος Κρανάκης
Ο εγκεφαλικός μας συνειρμός στο άκουσμα της λέξης «ναρκωτικά» δημιουργεί στο υποσυνείδητο εικόνες περιθωριακών χρηστών ενδοφλέβιου εθισμού, με αποκρουστικά σωματικά συμπτώματα στέρησης. Τα δεδομένα όμως αλλάζουν διαρκώς, όπως και οι καταστάσεις. Ό,τι ξέραμε –ή νομίζαμε ότι ξέραμε– πως ίσχυε πριν 20 χρόνια, δεν μένει αναλλοίωτο σήμερα. Ο κόσμος των ναρκωτικών έχει διευρυνθεί σε όλες τις κλίμακες που τον απαρτίζουν. Τα προϊόντα του έχουν εξελιχθεί, πατώντας πάνω στις επιστημονικές δυνατότητες της Χημείας, οι εμπορικοί οδοί που χρησιμοποιεί έχουν διευρυνθεί δια μέσου του Ίντερνετ, ενώ και το αγοραστικό κοινό είναι μεγαλύτερο από ποτέ.
Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (ECDDA), με έκθεσή του του 2019, προειδοποιεί για την αυξητική τάση που παρουσιάζουν οι Ευρωπαίοι στη χρήση όχι μόνο των φυτικής προέλευσης ναρκωτικών (κοκαΐνη, κάνναβη) αλλά και των συνθετικών-χημικών (αμφεταμίνες, MDMA). Μια σύντομη ανάγνωση των στατιστικών διαγραμμάτων θα μας αποδείξει ότι η διευρυμένη χρήση ναρκωτικών στις μέρες μας αναιρεί πλήρως τις παραδοσιακές μας αντιλήψεις και προκαταλήψεις, όσον αφορά το τι ποσοστό των Ευρωπαίων έχει άμεση επαφή με τα ναρκωτικά.
Χαρακτηριστικά για την ηλικιακή κατηγορία 15 – 64: Χρήση κάνναβης τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους έχουν “επιχειρήσει” 87,6 εκατομμύρια Ευρωπαίοι ( 26,3 % επί του συνολικού πληθυσμού), ενώ για χρήση εντός του τελευταίου έτους ο αριθμός κυμαίνεται στα 24 εκατομμύρια (7,2 % ). Πιο συγκεκριμένα, στους νέους 15-34, πάλι για χρήση εντός του τελευταίου έτους, ο αντίστοιχος αριθμός είναι 17,2 εκατομμύρια, δηλαδή το 14,1 %. Αυτό σημαίνει ότι σε τυχαίο δείγμα 100 Ευρωπαίων ηλικίας 15-34 ετών, οι 14 έχουν κάνει χρήση κάνναβης τους τελευταίους 12 μήνες, οπότε ας αφήσουμε στη φαντασία μας το πόσοι πραγματικά είχαν εύκολη πρόσβαση!
Όσον αφορά τη χρήση κοκαΐνης, τα νούμερα, παρότι ασφαλώς μικρότερα, δεν μπορούν να θεωρηθούν αμελητέα αν συνυπολογίσουμε τις απτές επιστημονικές αποδείξεις των συνεπειών χρήσης. Χρήση κοκαΐνης το τελευταίο χρόνο έκαναν 3,5 εκατομμύρια Ευρωπαίοι, ενώ τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους έκαναν 17 (5,1 %). Τα αντίστοιχα νούμερα για τα συνθετικά-χημικά ναρκωτικά (αμφεταμίνες και MDMA) προς το παρόν είναι πολύ μικρότερα (ίσως και λόγω της πιο περιορισμένης διαθεσιμότητας), παρόλα αυτά και στις δύο περιπτώσεις τουλάχιστον 1% των νέων μεταξύ 15 και 34 ετών προχώρησαν σε χρήση χημικών ναρκωτικών τον τελευταίο χρόνο.
Η άνοδος που παρατηρείται πανευρωπαϊκά αντανακλάται και στην Ελλάδα. Τα ελληνικά ποσοστά χρήσης βρίσκονταν μέχρι το 2014 κάτω από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρώπης, η κατάσταση αυτή όμως φαίνεται πως ανατρέπεται με σταθερό ρυθμό τα χρόνια της κρίσης. Η πρώτη γεύση που μας έδωσε η παραπάνω έκθεση γίνεται πιο πικρή αν προσμετρήσουμε τις κοινωνιολογικές συντεταγμένες της Ελλάδας. Τα πραγματικά ποσοστά χρηστών στην Ελλάδα αλλοιώνονται λόγω τόσο των κρατικών ανεπαρκειών στο τομέα της πρόληψης/απεξάρτησης, όσο και της απροθυμίας της ελληνικής νεολαίας να παραδεχτεί –δημόσια– την αυξημένη χρήση της, να αναζητήσει βοήθεια σε ειδικούς και εν γένει να αναγνωρίσει τους μακροχρόνιους ή βραχυχρόνιους εθισμούς της. Οι “ευκαιριακοί χρήστες” στην Ελλάδα που δεν πληρούν τα κριτήρια του πλήρους εθισμού δεν εμφανίζονται στις επίσημες έρευνες και στατιστικές.
Το σίγουρο είναι πως η αύξηση των “σκληρών” και των “μαλακών” ναρκωτικών που παρατηρείται στην ελληνική κοινωνία αποτελεί αποτέλεσμα των βαθύτερων κοινωνικών μεταλλάξεων που έχουν διαδραματιστεί εντός της. Η φτώχεια, η αδυναμία διεξόδου προς μια καλύτερη ζωή έχει δημιουργήσει την ανάγκη σε ορισμένους ανθρώπους να παραδοθούν ολοκληρωτικά στα ναρκωτικά και πολλούς σε περισσότερους να βρίσκουν αποκούμπι σε αυτά προκειμένου να “ξεδώσουν” και να διασκεδάσουν –έστω για λίγο– πιο έντονα από ό,τι θα τους επέτρεπε ο “νηφάλιος” εαυτός τους. Ειδικότερα το φαινόμενο της χρήσης ναρκωτικών ως όχημα διασκέδασης και εκτόνωσης σε βραδινές εξόδους, εμφανίζεται σε συντριπτικά υψηλότερο βαθμό τα τελευταία χρόνια. Το παραπάνω φαινόμενο, ορίζεται από τους ειδικούς ως “χρήση του Σαββατοκύριακου” και διαπερνά παρέες και άτομα ψυχολογικών και κοινωνικών προφίλ, που παραδοσιακά ήταν υπεράνω υποψίας για χρήση ναρκωτικών.
Ο κανόνας ορίζει πως μια ναρκωτική ουσία σε μια ορισμένη χρονική στιγμή και σε ένα συγκεκριμένο οργανισμό και ψυχολογικό προφίλ, μπορεί να αποδειχθεί άκρως εθιστική. Κι αυτό ισχύει για την «παραδοσιακή» ηρωίνη, για τη δήθεν ακίνδυνη κάνναβη και κοκαΐνη και για τις χημικές αμφεταμίνες
Η κατάσταση σήμερα
Κάθε γενιά διαθέτει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ανάλογα με τα βιώματά της. Τροποποιεί τις παραδόσεις προσθέτοντας τις δικές της καινοτομίες, σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής ζωής. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και στο χώρο των ναρκωτικών ουσιών. Η παρατεταμένη οικονομική κρίση, λοιπόν, φαίνεται πως έχει αλλάξει ριζικά τις συνήθειες χρήσης ναρκωτικών της νεολαίας. Τα σημαντικότερα συμπεράσματα, σύμφωνα με ψυχολόγο του ΟΚΑΝΑ που ειδικεύεται στην απεξάρτηση οπιούχων ναρκωτικών, είναι κατά σειρά ιεράρχησης:
(1) Η εκ νέου άνοδος της χρήσης ενδοφλέβιας χρήσης ηρωίνης στην Ευρώπη (και Ελλάδα) τα τελευταία 5 με 8 χρόνια, την ίδια ώρα που είχε σημειωθεί σημαντική μείωση πριν την έναρξη της κρίσης.
(2) Το γεγονός ότι οι νέοι, παρότι αποφεύγουν την ενδοφλέβια χρήση, προχωρούν με ραγδαίους ρυθμούς αύξησης στην “μόνιμη” χρήση κάνναβης αλλά και στην “ευκαιριακή χρήση” κοκαΐνης.
(3) Η άνοδος των συνθετικών-χημικών ναρκωτικών, συνήθως αμφεταμίνες.
Το πρώτο συμπέρασμα συνδέεται άμεσα με την πιο παραδοσιακή και εξαθλιωμένη μορφή χρηστών και συνήθως την πιο ταξική. Το “ΠΡΙΝ” επισκέφτηκε ένα κέντρο απεξάρτησης ηρωινοεξαρτημένων, όπου παρά τις ηρωικές προσπάθειες των εργαζομένων του, οι κρατικές ελλείψεις δείχνουν την ανεπάρκεια ενός συντονισμένου κοινωνικού σχεδίου αποτελμάτωσης του φαινομένου. Εργαζόμενος στο συγκεκριμένο κέντρο εκτιμά πως η εκ νέου αύξηση της ενδοφλέβιας χρήσης πρακτικά εντοπίζεται στην ανάγκη του χρήστη για “άμεση και μεγαλύτερη” επίδραση του ναρκωτικού στο σώμα και τη ψυχολογία του. Το κοινωνικό αίτιο όμως, σύμφωνα πάντα με τον εργαζόμενο, βρίσκεται στην εξάπλωση της κρίσης και στα κοινωνικά αδιέξοδα που δημιούργησε. Χαρακτηριστικά αναφέρει, πως η υψηλή ανεργία και εν γένει η οικονομική ξηρασία στη χώρα έχει μειώσει κατά πολύ τις πιθανότητες απεξάρτησης ενός “σεσημασμένου” χρήστη, σε σχέση με την προηγούμενη εικοσαετία. Όταν ο δρόμος οικονομικής και κοινωνικής επιβίωσης στενεύει τόσο φαίνεται ότι πλαταίνει η επιλογή της διεξόδου μέσω των σκληρών ναρκωτικών. Η τάση ανόδου της ενδοφλέβιας ηρωίνης, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη κρίση, αναδεικνύει τον κίνδυνο διόγκωσης του κοινωνικού συνόλου που ζει κάτω από τις πιο βάρβαρες συνθήκες εθισμού και στέρησης.
Εάν λίγο ή πολύ το παραπάνω συμπέρασμα φαντάζει λογικό, το δεύτερο κατά σειρά που συνδέεται με τις νέες συνήθειες χρήσης ναρκωτικών των νέων, σίγουρα παρουσιάζει ενδιαφέρον. Αρχικά οι νέοι και νέες, είναι γεγονός πως αποφεύγουν να “τρυπηθούν” και γενικότερα να περάσουν στο στάδιο της ολικής εξάρτησης. Παρότι όμως αυτό φαίνεται αισιόδοξο, σύμφωνα με ανθρώπους του ΟΚΑΝΑ, αυτή η τάση αποτελεί απόρροια περισσότερο του φόβου ενός ευκαιριακού χρήστη να χαθεί στην άβυσσο του εθισμού παρά συνειδητή-θαρραλέα επιλογή. Ταυτόχρονα παρατηρείται το φαινόμενο κατά το οποίο κάθε παρέα ή κοινωνική κατηγορία προχωράει σε αυτόκλητες αναλύσεις –άνευ επιστημονικής τεκμηρίωσης– για τη χρήση συγκεκριμένων ναρκωτικών. “Γινόμαστε όλοι επιστήμονες”, αναφέρει μια εργαζόμενη σε κέντρο απεξάρτησης, και διαλέγουμε κατά βούληση ποια ναρκωτικά είναι ελαφριά και μη εξαρτησιογόνα. Προ δεκαετίας, νομιμοποιήθηκε στη συνείδηση των νέων το χασίσι και απενοχοποιήθηκε η χρήση του ως μη εθιστική.
Όμως ο κανόνας ορίζει, πως μια συγκεκριμένη ναρκωτική ουσία σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και σε έναν συγκεκριμένο οργανισμό και ψυχολογικό προφίλ μπορεί να μετατραπεί σε άκρως εθιστική. Είναι πολλά τα παραδείγματα όπου παρέες κοινωνικοποιούνται, ταυτίζουν τις διαπροσωπικές τους σχέσεις και διασκεδάζουν –συνήθως “έξω από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο”– αποκλειστικά μέσω της χρήσης κάνναβης. Οι παραπάνω είναι οι κυριότερες πτυχές του ψυχολογικού και κοινωνικού εθισμού, παρότι ιατρικά η παθολογική απεξάρτηση μπορεί να υπεισέλθει άμεσα. Στις μέρες μας, παρατηρείται μια κλιμακωτή απενοχοποίηση όλο και πιο “σκληρών” ναρκωτικών. Το δρόμο άνοιξε η κοκαΐνη, όπου η επιστημονική κοινότητα έχει αποδείξει πως η χρήση της δεν είναι τόσο εθιστική όσο π.χ. της ηρωίνης. Για παράδειγμα, το γεγονός πως ακόμα και η καθημερινή χρήση κοκαΐνης μπορεί να μην επηρεάσει δραματικά το προσδόκιμο ζωής του χρήστη ή πως η κοκαΐνη διεγείρει μέσω ντοπαμίνης διαφορετικούς υποδοχείς από ότι τα άλλα ναρκωτικά και το αλκοόλ έπλασαν μια σειρά από μύθους στο χώρο της νέας γενιάς. Σύμφωνα με εργαζόμενο στον ΟΚΑΝΑ, παρότι τα παραπάνω ιατρικά ευρήματα μπορεί να ευσταθούν, συχνά διαφεύγει της δημόσιας συζήτησης πως η χρήση της κοκαΐνης μπορεί σε δοσμένο οργανισμό να αποβεί θανατηφόρα είτε μόνη της είτε σε ανάμειξη με αλκοολούχα ή ενεργειακά ποτά. Επιπλέον αναφέρει πως μπορεί ο εθισμός στη κοκαΐνη να εμφανίζεται μακροπρόθεσμα σε σχέση με άλλες ναρκωτικές ουσίες, αλλά σίγουρα θα εμφανιστεί κάποια στιγμή. Χαρακτηριστικότερο όλων είναι πως “φωνάζει” στους εξαρτημένους ασθενείς του πως η χρήση κοκαϊνης είναι χειρότερη από αυτή της ηρωϊνης. Παρότι τα παραπάνω είναι η εμπειρική γνώμη μονάχα ενόςειδικού, σίγουρα πρέπει να μπει ένα φρένο στις υπάρχουσες εικασίες της νέας γενιάς γύρω από το θέμα.
Το τρίτο και τελευταίο συμπέρασμα που αποτυπώνεται είναι η πολυποίκιλη χρήση συνδυασμένων ναρκωτικών και η παραγωγή νέων. Το μικρόβιο του “πειραματισμού” δυστυχώς υπεισέρχεται και στον κόσμο των ναρκωτικών. Οι εξελίξεις στη χημεία και η ανάγκη “φτιαξίματος” των χρηστών έχουν διευρύνει τους ορίζοντες της χρήσης τόσο στους μόνιμους χρήστες όσο και τους ευκαιριακούς. Στους μόνιμους χρήστες, νέα ιδιαίτερα επικίνδυνα ναρκωτικά και ανατριχιαστικοί τρόποι χορήγησης έχουν διαδοθεί. Το γνωστό πλέον ναρκωτικό των φτωχών και εξαθλιωμένων, που κυκλοφορεί ευρέως στην Ελληνική πιάτσα σε εξευτελιστικά χαμηλές τιμές (μπορεί και 5 ευρώ), ονομάζεται Sisa. Αποτελείται κυρίως από αμφεταμίνες και υγρά μπαταρίας και, σύμφωνα με εργαζόμενο του ΟΚΑΝΑ, παρατηρείται ραγδαία αύξηση στη χρήση του, η οποία όμως δύσκολα μπορεί να καταγραφεί σε ακριβείς αριθμούς. Η ταξική και κοινωνική εξαθλίωση περνάει σε νέα επίπεδα αν σκεφτούμε πως η συχνή χρήση SISA οδηγεί σε θάνατο του χρήστη μέσα σε 6 με 12 μήνες! Άλλα νέα και ποιοτικά αναβαθμισμένα ναρκωτικά σκορπίζουν το θάνατο σε γειτονιές της Ευρώπης και τη χώρας: είναι τα λεγόμενα speed-ball που αποτελούν μείγμα ηρωίνης-κοκαΐνης.
Σημασία επίσης έχει να δούμε πως η χορήγηση ναρκωτικών έχει αλλάξει πολύ ανά τα χρόνια, γκρεμίζοντας αυτά που ξέρουμε. Είναι χαρακτηριστική η κυριαρχία σε αρκετές περιπτώσεις της αντίληψης “μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις όπως το θέλεις”, π.χ. κοκαΐνη με ενδοφλέβια ένεση, ηρωίνη μέσω ρινικής χρήσης, χρησιμοποίηση του SISA στη σεξουαλική πράξη! Η τεχνογνωσία της χημείας, όμως, έχει επηρεάσει και τους λεγόμενους ευκαιριακούς χρήστες. Το MDMA που έχει τη μορφή υδατοδιαλυτού χαπιού αποτελεί ένα από τα πιο συνηθισμένα “είδη διασκέδασης” στα πάρτι (ακόμα και πολιτικών χώρων). Το MDMA και τα παράγωγα ή παρόμοια χάπια αποτελούν διαφόρων χημικής σύνθεσης αμφεταμίνες που συνήθως διεγείρουν τις αισθήσεις και προσφέρουν μια τρομακτική έκρηξη της διάθεσης και της κινητικότητας των χρηστών. Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό των χαπιών αμφεταμίνης είναι πως η χρήση τους δεν υπόκειται σε “ιεροτελεστική χορήγηση” αλλά αντίθετα μπορεί να περάσει εξ ολοκλήρου απαρατήρητη. Παρότι οι συνέπειες των αμφεταμινών δεν έχουν εντοπιστεί επαρκώς, η αύξηση της χρήσης τους σε στιγμές διασκέδασης της ελληνικής νεολαίας θεωρείται δεδομένη.
Γιατί η ναρκοκουλτούρα κερδίζει διαρκώς έδαφος
Το φαινόμενο των ναρκωτικών είναι πολυπαραγοντικό. Εύκολες αναλύσεις και προτάσεις δεν υπάρχουν. Για παράδειγμα, επιστήμονες έχουν αποδείξει πως υπάρχει γονιδιακό αποτύπωμα στον εκάστοτε οργανισμό που ωθεί ή απωθεί στην εξάρτηση από τα ναρκωτικά. Δηλαδή, αν δύο άνθρωποι προχωρήσουν στη δοκιμή ηρωίνης ο ένας έχει περισσότερες πιθανότητες να εθιστεί ή να αντιδράσει με βλαβερό τρόπο για τον οργανισμό του από ό,τι ο άλλος. Η ψυχολογική κατάσταση επίσης παίζει καθοριστικό ρόλο. Ένας άνθρωπος σε δεδομένη κατάσταση ψυχικής ηρεμίας έχει σαφώς μικρότερες πιθανότητες δοκιμής ή εξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες από ό,τι αν βρίσκεται σε κατάσταση ψυχικής κατάπτωσης. Συνεπώς, η πρόληψη και η αντιμετώπιση του φαινόμενου, παρότι πρέπει να μεριμνά για τις διαφορετικές περιπτώσεις ανθρώπων, θα πρέπει ταυτόχρονα να ορίζεται με βάση τον ορισμό του κοινωνικού συνόλου ως ένα κοινό και αδιάσπαστο σώμα.
Όλοι οι εργαζόμενοι σε κέντρα απεξάρτησης, οι οποίοι προς τιμήν τους μας βοήθησαν στη παροχή πληροφοριών, συνεκτιμούν πως το αγοραστικό κοινό των ναρκωτικών ουσιών στις μέρες μας είναι πολύ μεγαλύτερο και ως εκ τούτου περισσότερο ανομοιογενές σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Αν τα προηγούμενα χρόνια υπήρχε η εκτίμηση πως η χρήση ναρκωτικών ήταν “αποκλειστική ιδιότητα” των πιο εξαθλιωμένων κομματιών της Ελληνικής κοινωνίας, πλέον τα πραγματικά δεδομένα γκρεμίζουν αυτά που πιστεύαμε. Ειδικότερα τα χρόνια της κρίσης, τόσο οι μόνιμοι χρήστες χαρακτηρίζονται από διαταξική προέλευση (τα ηνία συνεχίζει να τα έχει η εργατική τάξη), όσο και οι “ευκαιριακοί” που απολαμβάνουν τη “χρήση του Σαββατοκύριακου” υπόκεινται σε κοινωνικά προφίλ που ελάχιστη σχέση είχαν με τα ναρκωτικά τα προηγούμενα χρόνια.
Ο συνειρμός πως στη χρήση ναρκωτικών προχωράει ο “αμόρφωτος”, ο “περιθωριακός”, ο “αλήτης της γειτονιάς”, ο “απομονωμένος”, με τη βοήθεια μάλιστα της “κακής παρέας”, αποτελεί ένα επικίνδυνο κοινωνικό κατασκεύασμα χωρίς βάση. Παρότι ποτέ δεν ίσχυε στη πληρότητά του ούτε τα προηγούμενα χρόνια, ειδικότερα σήμερα η “ναρκοκουλτούρα” δεν μαστίζει συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες αλλά ένα πολύ μεγαλύτερο και συνολικότερο κομμάτι της ελληνικής νεολαίας (οι λαϊκές κατηγορίες συνεχίζουν να είναι πιο “ευαίσθητες”). Η πτώση των τιμών στα ναρκωτικά και η μεγέθυνση της παραγωγής τους –σε συνδυασμό με τη “φτωχοποίηση” της κοινωνίας και την έλλειψη προοπτικής για όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της– έχει οδηγήσει στην αγορά και χρήση ναρκωτικών από διευρυμένα τμήματα της νεολαίας. Η “ανάγκη” για στιγμές εκτόνωσης και ξεγνοιασιάς μέσω της χρήσης ναρκωτικών έχει διεισδύσει σε όλες τις ταξικές και κοινωνικές κατηγορίες. Αν τα ναρκωτικά σε πάρτι νεολαίας ήταν σύμφυτο είτε παρακμής είτε ανωτέρας ταξικής προέλευσης (πιο σπάνια στην Ελλάδα) π.χ. πάρτι νεολαιών καθεστωτικών δυνάμεων, πλέον αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι σε κάθε κατηγορίας πάρτι και βραδινή έξοδο. Η τάση αυτή είναι γνωστή, αλλά λίγοι επιλέγουν να την αναγνωρίσουν δημόσια. Η εξάπλωση των ναρκωτικών σε όλες τις κοινωνικές κάστες και σε πληθώρα διαφορετικών ψυχολογικών προφίλ σηματοδοτεί την ανάγκη για ένα βαθύτερο κοινωνικό σχεδιασμό στην πρόληψη και την απεξάρτηση. Η ενημέρωση δεν φαίνεται να αρκεί. Η ελληνική νεολαία παρότι σφυρηλατείται από μικρή ηλικία απέναντι στον κίνδυνο του εθισμού σε τσιγάρο και αλκοόλ, συνεχίζει να καπνίζει και να πίνει (Η μικρή μείωση των καπνιστών στη χώρα πρέπει να προσμετράται και με την αύξηση των τιμών σε είδη καπνού). Το ίδιο συμβαίνει και με τη χρήση ναρκωτικών.
Το κράτος και τα μεγάλα κόμματα, παρότι ξέρουν πως η κατάσταση εκτροχιάζεται και στην αγορά κυκλοφορούν ναρκωτικά σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές και κακής ποιότητας (λόγω και της μεγάλης ζήτησης), λάμπει διά της απουσίας του. Προχωρά σε σκληρές αυταρχικές διοικητικές αλλαγές στο ΚΕΘΕΑ ενώ συνειδητά επιλέγει να λύνει επιφανειακά το πρόβλημα με αστυνομικές επιχειρήσεις που στοχεύουν τα μικρά “βαποράκια” την ίδια ώρα που όσοι θησαυρίζουν από την αυξημένη χρήση ναρκωτικών διασκεδάζουν αμέριμνοι.
Πολιτική πάλη και όχι μισόλογα.
Η παρατεταμένη κρίση φαίνεται πως έχει αλλάξει ριζικά τις συνήθειες χρήσης ναρκωτικών
Βαριές ευθύνες έχουν και οι πολιτικοί χώροι της αριστεράς και της πολιτικής αναρχίας. Αν αναλογιστούμε πως ένα αξιόλογο δυναμικό της νεολαίας έχει μικρή ή μεγάλη επαφή με τις δυνάμεις του κινήματος που προάγουν ένα διαφορετικό τύπο πολιτισμού, τότε πρέπει (ίσως και αυτοκριτικά) να δούμε πώς απαντάμε έμπρακτα στην εξάπλωση της “ναρκοκουλτούρας”. Το σύστημα, συνειδητά ή ασυνείδητα, χειραγωγεί τη σκληρή πραγματικότητα της νεολαίας χορηγώντας της “στιγμές χαλάρωσης”. Πολύ μεγάλα κομμάτια της νεολαίας δουλεύουν σκληρά ή κλείνονται σε εργαστήρια της σχολής τους για μέρες ολόκληρες και το Σαββατοκύριακο “καίγονται” σε ποτά και ναρκωτικά για να ξεχαστούν στιγμιαία. Η νέα αυτή συνθήκη, πέρα από την ηθική κατάπτωση, πραγματώνεται και ως αποπροσανατολιστικός παράγοντας για τους αναγκαίους αγώνες της νεολαίας. Η “ναρκοκουλτούρα” αποτελεί επιτομή του ατομικού δρόμου και είναι εκ ορισμού αντιπαραθετική με την ποιοτική-συλλογική διασκέδαση πολλώ δε μάλλον με τους αναγκαίους αγώνες που πρέπει να δώσουμε. Αντιλήψεις περί (έστω μερικής) αποδοχής της χρήσης ναρκωτικών από δυνάμεις της αριστεράς αποτελούν ενσωμάτωση της ήττας και της κυρίαρχης κουλτούρας και προϊόν σαφέστατα αντι-λενινιστικής παράδοσης. Τέλος, η χρήση ναρκωτικών, ασυναίσθητα, μπορεί να συνδεθεί με πράξη αντίδρασης στο κοινωνικό γίγνεσθαι, στην πραγματικότητα όμως φαντάζει στη καλύτερη των περιπτώσεων αδιάφορη για το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας και στη χειρότερη “αποκρουστική”. Το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, με την αδιαφορία του, έχει καταστήσει σαφές πως κανένα σχέδιο αποτροπής του φαινομένου δεν υπάρχει. Η μπάλα βρίσκεται στην αριστερά και ειδικότερα στις οργανώσεις νεολαίας.
Η ΚΝΕ παρότι, προς τιμήν της, έχει ιεραρχήσει ψηλά την πολιτική καμπάνια απέναντι στα ναρκωτικά, όμως δεν φαίνεται να μπορεί να βαθύνει τις αναλύσεις της γύρω από ένα ζήτημα που συνεχώς εξελίσσεται. Με ξύλινο λόγο καταπιάνεται επιφανειακά με το πρόβλημα και δεν μπορεί να παρασύρει σημαντικά κομμάτια της νεολαίας στο –κατά άλλα σωστό– πολιτικό της πρόταγμα για το θέμα. Οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, από την άλλη, πρέπει να αποφασίσουν πως δεν θα παραμείνουν θεατές σε μια κατάσταση που “εθίζει” τη νεολαία πρώτα και κύρια στον ατομικό δρόμο. Η άρθρωση πολιτικού λόγου και η πραγματοποίηση συγκεκριμένων κινήσεων, απέναντι σε μια κοινωνική τάση που εξοπλίζει το σύστημα και αποδυναμώνει τον λαϊκό παράγοντα, αποτελούν τη μαγιά της έμπρακτης ριζοσπαστικής πολιτικής. Το πολιτικό-πολιτιστικό αντιπρόταγμα του αύριο δεν μπορεί να περιέχει τα μικρόβια της σημερινής πραγματικότητας.
Συμπερασματικά λοιπόν, οι κινηματικοί και ευρύτερα προοδευτικοί χώροι, πλάι στους εργαζομένους σε κέντρα απεξάρτησης, έχουν διπλό καθήκον. Αρχικά, να συζητήσουν, να ακούσουν και εντέλει συλλογικά να διαπαιδαγωγήσουν τα νεότερα μέλη τους ώστε να εξαλειφθεί η χρήση ναρκωτικών στους κόλπους της κινηματικής νεολαίας. Κατά δεύτερον, να αποτελέσουν έναν αντιπαραθετικό πόλο απέναντι στην εξάπλωση της ναρκοκουλτούρας που συνειδητά ή ασυνείδητα εξυψώνει τον ατομικό τρόπο επιβίωσης σε δύσκολες συνθήκες και τον ατομικό δρόμο. Η ανάγκη, έστω στιγμιαίας, “απόδρασης” των νέων από τις συνθήκες οικονομικής συμπίεσης που βιώνουν αποτελεί μια κοινωνική τάση που μόνο αμελητέα δεν είναι. Παρασιτεί πάνω στην έλλειψη διεξόδου για τη νέα γενιά και στη σήψη των κοινωνικών αξιών που δημιούργησε η κρίση.
Το θέμα των ναρκωτικών δεν εξαντλείται στο παρόν άρθρο. Στη πραγματικότητα ούτε καν ανοίγει ολοκληρωμένα. Υπάρχουν τρομακτικά ενδιαφέρουσες πτυχές που η πολιτική πρωτοπορία πρέπει να αναλύσει όπως: η χρήση ναρκωτικών στην επαρχία, η ιστορική ανάμειξη παρακρατικών θυλάκων με το εμπόριο κ.ά.