Αιμιλία Τσαγκαράτου
Το θέμα των μαθητικών παρελάσεων απασχολεί εδώ και πολύ καιρό το εκπαιδευτικό κίνημα με διάφορες αφορμές. Η ριζοσπαστική του πτέρυγα έχει εκφραστεί χρόνια τώρα υπέρ της κατάργησής τους, ως ενός θεσμού αναχρονιστικού, μιλιταριστικού και πειθάρχησης που δεν έχει καμία σχέση με την κατάκτηση της ιστορικής γνώσης και της κριτικής προσέγγισης της συλλογικής μνήμης από τους μαθητές και τις μαθήτριες. Ομοιομορφία, συμμόρφωση, κοινός βηματισμός στρατιωτικού τύπου, με κάθε τι που «σπάει» αυτό το τελετουργικό να θεωρείται προσβολή του «εθνικού φρονήματος». Η παρέλαση αποτελεί μία ακόμα παράμετρο της εκπαίδευσης ως βασικού μηχανισμού της καλλιέργειας εθνικής ταυτότητας, αποτελώντας κατά μια έννοια ελληνική πρωτοτυπία, αφού σε καμία άλλη χώρα –σε ευρωπαϊκό τουλάχιστον έδαφος– δεν υπάρχει αντίστοιχος θεσμός.
Τα τελευταία χρόνια, με την είσοδο χιλιάδων παιδιών μεταναστών και προσφύγων στα σχολεία μας, το «ποιος θα κρατήσει τη σημαία» έγινε μεγάλο σημείο αντιπαράθεσης, αφού «ο ξένος» δεν επιτρέπεται να κρατήσει το «εθνικό μας σύμβολο». Έτσι η παρέλαση γίνεται άλλη μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε «Εμάς» και τους «Άλλους». Δεν είναι τυχαίο που η εθνικιστική αφήγηση με αφορμή «τη σημαία» οξύνθηκε στα χρόνια της κρίσης, με μια έντονη πολιτική φόρτιση, σε μια προσπάθεια απόκρυψης του πραγματικού εχθρού των συμφερόντων των εργαζομένων, ελλήνων και μεταναστών.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, επαναφέροντας τον θεσμό του «άριστου» ως σημαιοφόρου, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να εμπεδώνει στην κοινωνία την ιδεολογική της ατζέντα. Η κλήρωση για την επιλογή του, όπως θεσμοθετήθηκε από τις κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, σε καμία περίπτωση δεν αμφισβήτησε τον θεσμό, και φυσικά δεν έγινε ποτέ καμία συζήτηση για την κατάργησή του.