Ισμήνη Στέλιου
Η ριάλιτι τηλεόραση δεν είναι κάτι νέο στην Ελλάδα, από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000, οι δομημένες σεναριακά σειρές, οι σαπουνόπερες, τα δράματα, οι κωμωδίες, παραχώρησαν πολλές από τις θέσεις υψηλής τηλεθέασης (prime time) που κατείχαν στα ριάλιτι. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια τρομερή άνθηση αυτού του είδους προγραμμάτων, από το Survivor και το The Voice, μέχρι το Master Chef και αισίως Greece’s Next Top Model (GNTM) — το οποίο θα απασχολήσει κυρίως αυτό το άρθρο.
Στις Η.Π.Α. η ακμή των ριάλιτι ταλέντων συνέπεσε με την οικονομική ύφεση και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άλλαξαν σε βάθος τον τρόπο ανάδειξης των νικητών αλλά και την πορεία των συμμετεχόντων προς της δημοσιότητα. Στις εκπομπές τύπου ριάλιτι, το κοινό είναι πιο εύκολο να αποδεχθεί τη συνεχή προβολή των χορηγών και την τοποθέτηση προϊόντων. Κάνοντας αυτό το είδος προγραμμάτων πιο επικερδές για τα κανάλια, ειδικά στο σημερινό νέο τοπίο του ανταγωνισμού. Τα ριάλιτι δημιουργούν νέο περιεχόμενο για τα κανάλια, προσελκύοντας ταυτόχρονα διαφήμιση, χωρίς να χρειάζεται να σπαταληθούν ποσά αντίστοιχα με αυτά που απαιτεί η παραγωγή μιας νέας σειράς με σταθερό σενάριο, ολόκληρο καστ ηθοποιών κλπ. Στην Ελλάδα, αυτή η τάση έρχεται να συμπληρώσει το γενικότερο κλίμα αναβίωσης, μετά την ουσιαστική ανυπαρξία τηλεοπτικών παραγωγών που επικράτησε στο ελληνικό τηλεοπτικό τοπίο τα χρόνια μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης.
Σε αυτά τα ριάλιτι οι συμμετέχοντες είναι πολλές φορές θύματα του μοντάζ και γελοιοποιούνται ή γίνονται αντικείμενο σχολιασμού στα σόσιαλ μήντια. Όσον αφορά τις γυναίκες, αυτές αναπαριστώνται με τρόπο που επικοινωνεί με τις πιο σεξιστικές προκαταλήψεις που υπάρχουν στην κοινωνία για το γυναικείο φύλο — είναι άπληστες, χαζές, ζηλιάρες, κουτοπόνηρες, κουτσομπόλες, ψωνισμένες κοκ. Το κοινό, ανταποκρινόμενο σε αυτές τις απεικονίσεις, ουσιαστικά αναπαράγει περαιτέρω τις συνθήκες καθημερινής καταπίεσης των γυναικών, που πρέπει να υπακούουν στις κοινωνικές απαιτήσεις ενώ παράλληλα επιδιώκουν να είναι όμορφες, αδύνατες και επιθυμητές.
Στο GNTM –η δεύτερη σεζόν του οποίου μεταδίδεται από τo Star– όλα τα παραπάνω ισχύουν στον υπερθετικό βαθμό, καθώς συνδυάζει το σόου ταλέντων με το κλασικό ριάλιτι εγκλεισμού (τύπου Big Brother), στο οποίο συμμετέχουν μόνο νεαρές γυναίκες. Οι διαγωνιζόμενες περνάνε σειρά δοκιμασιών και αποκλείονται σε κάθε γύρο μέχρι να αναδειχθεί η νικήτρια, αλλά και συμβιώνουν σε ένα σπίτι με κάμερες που παρακολουθούν την κάθε τους κίνηση.
Βασικός στόχος του παιχνιδιού είναι ανάδειξη του «κορυφαίου μοντέλου της Ελλάδας», με δυνατότητα να παρέχει στις συμμετέχουσες ευκαιρίες για καριέρα στη μόδα και τη διαφήμιση, καθώς και την ανάλογη έκθεση στη δημοσιότητα. Όλα αυτά, αφού περάσουν αρκετές διαδικασίες κάστινγκ και οντισιόν για να αποφασιστεί αν είναι άξιες να συμμετέχουν στο παιχνίδι. Σε όλες αυτές τις προκαταρκτικές φάσεις, το «ταλέντο» που στην ουσία τίθεται σε αξιολόγηση είναι η εξωτερική εμφάνιση των διαγωνιζομένων. Αν και η κριτική επιτροπή –ένα πάνελ που αποτελείται από «ειδικούς» του χώρου– προσπαθεί επανειλημμένα να επικαλεστεί μια σειρά άλλων προσόντων που διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στην επιλογή («χάρη», «περπάτημα», «αύρα»), η ουσία παραμένει πως τα γυναικεία σώματα ταξινομούνται ως προς την ελκυστικότητά τους με κάποια πολύ προβληματικά κριτήρια.
Το ελληνικό κοινό είναι αρκετά εξοικειωμένο με το Next Top Model, καθώς το America’s Next Top Model προβαλλόταν εδώ και πάνω από μία δεκαετία από τη συχνότητα του ΣΚΑΪ. Ωστόσο το κομμάτι των προκριματικών οντισιόν που είναι μακράν το πιο προβληματικό μέρος του GNTM, αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα. Πέραν αυτού, καρικατούρα θυμίζει και το ίδιο το διακύβευμα της εκπομπής, με την πενιχρή βιομηχανία μόδας στην Ελλάδα και την αγορά της αλλά και την επίδρασή της αρκετά συρρικνωμένη, να μην μπορεί να υποστηρίξει ακόμα ένα υπερπροβεβλημένο μοντέλο, πόσο μάλλον αρκετά από αυτά. Ρίχνοντας, έτσι, αναγκαστικά το βάρος του διαγωνισμού στη διαφήμιση, οι συμμετέχουσες αναμετρώνται για το κατά πόσο μπορούν να πλαισιώσουν με την παρουσία τους τα άψυχα αντικείμενα που πρέπει να προωθήσουν.
Αυτή η προσέγγιση φαντάζει παρωχημένη και αρχαϊκή στη σημερινή εποχή των μοντέλων-ινφλουένσερ που αναδεικνύονται απευθείας από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης — κυρίως μέσω της εφαρμογής instagram. Άτομα με μεγάλο αριθμό ακολούθων συνεργάζονται απευθείας με εταιρείες για την προώθηση των προϊόντων τους, ελέγχοντας με αυτόν τον τρόπο το περιεχόμενο, τον τρόπο προβολής τους και την εικόνα τους. Πράγμα που, ειδικά στην περίπτωση των νεαρών γυναικών, κάνει το GNTM να μοιάζει με πισωγύρισμα, καθώς μοιάζει να προσπαθεί να αφαιρέσει από τις γυναίκες τη δυνατότητα ελέγχου πάνω στην εικόνα τους που τους παρέχει η χρήση των σόσιαλ μίντια.
Παρ’ όλα αυτά, το GNTM προσπαθεί φαινομενικά να αφουγκραστεί το κλίμα της εποχής και παρουσιάζεται ως «φιλελεύθερο» και «προχωρημένο», ο όρος diversity ακούγεται αρκετές φορές σε κάθε επεισόδιο μαζί με διάφορες επικλήσεις στη διαφορετικότητα, είναι ωστόσο τόσο βαθειά συνδεδεμένο με τις νόρμες της «τοξικής» βιομηχανίας του μόντελινγκ, της μόδας και της διαφήμισης που στην ουσία καταφέρνει το αντίθετο.