Με καθημερινές μαζικές διαδηλώσεις, καταλήψεις δρόμων και πλατειών, αποκλεισμό σταθμών του τρένου και του αεροδρομίου, καθώς και με πολλές άλλες δράσεις αντέδρασαν οι Καταλανοί στο άκουσμα των ποινών φυλάκισης που επέβαλε το ανώτατο δικαστήριο της Ισπανίας στους πρωτεργάτες του δημοψηφίσματος της 1ης Οκτωβρίου 2017 για την ανεξαρτησία. Οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας κορυφώθηκαν με μια γενική απεργία που κήρυξαν τα συνδικάτα σε όλη την Καταλονία προχθές Παρασκευή, με το μισό και πλέον εκατομμύριο συγκεντρωμένων –σύμφωνα με την αστυνομία– να βρίσκει πάλι απέναντί του πάνοπλες μονάδες των δυνάμεων καταστολής, με ενισχύσεις και από άλλες περιοχές της Ισπανίας, που συνέχισαν την άγρια καταστολή.
Δεν είναι τυχαίο, φυσικά, το γεγονός ότι η ετυμηγορία των δικαστών εκδόθηκε λιγότερο από ένα μήνα πριν τις γενικές εκλογές της 10ης Νοεμβρίου. Με τον τρόπο αυτό, αλλά και με τις σκληρές δηλώσεις που ακολούθησαν τόσο από την κυβέρνηση του σοσιαλιστή Σάντσεθ όσο και από την πλευρά του Λαϊκού Κόμματος, των Ciudadanos και του ακροδεξιού Vox, το ισπανικό κράτος θέλησε να κάνει επίδειξη δύναμης και να διαμηνύσει πως τα περισσότερα κόμματα του αστικού πολιτικού σκηνικού –πέρα από τις όποιες διαφορές υπάρχουν ανάμεσά τους– στο θέμα της Καταλονίας είναι ενωμένα και αποφασισμένα να μην υποχωρήσουν. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που κανένα από αυτά δεν αντέδρασε ούτε στις πρωτοφανείς πολιτικές διώξεις, ούτε στην επιβολή κατάστασης έκτακτης ανάγκης στην Καταλονία κατά την περίοδο του δημοψηφίσματος, ούτε στην αστυνομική βία, ούτε και στις απειλές ότι μπορούν να ληφθούν πιο σκληρά μέτρα, εάν απαιτηθεί.
Εντύπωση προκαλεί, ωστόσο, η στάση τόσο της τοπικής κυβέρνησης όσο και των περισσότερων φυλακισμένων ηγετών, οι οποίοι έσπευσαν να καταδικάσουν τα επεισόδια από πλευράς των διαδηλωτών και να τα αποδώσουν σε… προβοκάτορες. Εξακολουθούν να ελπίζουν, φαίνεται, πως θα πετύχουν την ανεξαρτησία, επιδεικνύοντας καλή θέληση απέναντι στη Μαδρίτη και το αστικό κατεστημένο, με το οποίο τελικά επιδιώκουν τη συνδιαλλαγή και όχι τη ρήξη. Βεβαίως, θα διαψευστούν για μια ακόμη φορά — όπως και αυτοί που εξακολουθούν να βλέπουν αποκλειστικά μια «ενδοαστική σύγκρουση».