Συνέντευξη στον Γιώργο Πισίνα
Μόνο με την πολύχρονη ύφεση στα τέλη του 19ου αιώνα και τη Μεγάλη Ύφεση του μεσοπολέμου μπορεί να συγκριθεί η περίοδος μετά την κρίση του 2008, τονίζει ο βρετανός μαρξιστής Μάικλ Ρόμπερτς (Michael Roberts). Συγγραφέας πολλών βιβλίων και άρθρων για τον σύγχρονο καπιταλισμό και τη διεθνή κρίση, είναι διαχειριστής του δημοφιλούς blog thenextrecession.wordpress.com.
Τα σύγχρονα οικονομικά φαίνεται να έχουν απορρίψει την μαρξιστική οικονομική σκέψη ως ανεπαρκή και να την έχουν εκδιώξει από την ιστορία οικονομικής σκέψης. Τι θα απαντούσατε σε αυτούς τους ισχυρισμούς; Υπάρχει επιστημονικό ενδιαφέρον για τον μαρξισμό σήμερα;
Τα κυρίαρχα οικονομικά και τα περισσότερα πανεπιστήμια στον κόσμο είναι παντελώς αδιάφορα για τα μαρξιστικά οικονομικά. Τώρα, αυτό συμβαίνει επειδή η μαρξιστική πολιτική οικονομία είναι άκυρη ή λάθος; Ο Κέινς, ο οποίος είναι ο πιο σημαντικός οικονομολόγους από τους κυρίαρχους, αλλά και ανάμεσα στους διάφορους ετερόδοξους (την πιο αριστερή πτέρυγα των οικονομικών), έγραψε κάποτε ότι τα μαρξιστικά οικονομικά «είναι επιστημονικά καταστροφικά, ξεπερασμένα» και παντελώς άσχετα με τις σύγχρονες οικονομίες. Θεωρούσε πως το Κεφάλαιο ήταν ένα «πομπώδες σκουπίδι». Αυτή είναι η γενικότερη στάση των κυρίαρχων οικονομολόγων.
Αυτό δεν συμβαίνει επειδή καταλαβαίνουν τη μαρξιστική θεωρία ή μπορούν να παρουσιάσουν επιχειρήματα απέναντι στον μαρξιστικό νόμο της αξίας και τη θεωρία των κρίσεων. Βασικά, πρόκειται για μια ιδεολογική τοποθέτηση, καθώς αν αποδεχθείς τα μαρξιστικά οικονομικά ουσιαστικά υποστηρίζεις ότι η καπιταλιστική οικονομία είναι αναμφισβήτητα ελαττωματική, ότι έχει αντιφάσεις που δεν μπορούν να επιλυθούν παρά με την αντικατάσταση της καπιταλιστικής οικονομίας με κάτι το οποίο θα είναι στον έλεγχο των ανθρώπων, αντί της αγοράς. Αυτό είναι κάτι το οποίο είναι αδύνατο για την κυρίαρχη τάξη και τη σύγχρονη καπιταλιστική οικονομικά να επιτρέψουν, να αποδεχθούν. Γι’ αυτό λοιπόν και τα μαρξιστικά οικονομικά δεν εμφανίζονται στα πανεπιστημιακά προγράμματα.
Ίσως όμως η μαρξιστική πολιτική οικονομία να είναι πιο σημαντική εντός του κινήματος, των οργανώσεων της εργατικής τάξης, των συνδικάτων, διαφόρων πολιτικών κομμάτων που θέλουν να εκπροσωπούν την εργατική τάξη. Δυστυχώς, όμως, οι ηγεσίες αυτών των οργανώσεων δεν αναζητούν στα μαρξιστικά οικονομικά μια εναλλακτική στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τα κυρίαρχα οικονομικά, επειδή και αυτές τρομάζουν από αυτά. Αντ’ αυτού εξετάζουν τα κεϊνσιανά οικονομικά, τα οποία υποστηρίζουν ότι ο καπιταλισμός έχει αδυναμίες, αλλά μπορούν να διορθωθούν.
Σύμφωνα με την κεϊνσιανή οπτική πρέπει να διαχειριστούμε το χρηματοπιστωτικό σύστημα, τη χρηματική οργάνωση της οικονομίας. Αν αυτοί οι τομείς διορθωθούν τότε ο καπιταλισμός θα «δουλεύει». Αυτή είναι η πλειοψηφική άποψη και εντός αυτού του εργατικού κινήματος και αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα. Έτσι, τα μαρξιστικά οικονομικά παραγκωνίζονται, τόσο από τις κυρίαρχες σχολές, όσο και από τις διάφορες ετερόδοξες. Και από τις δυο γίνεται αντιληπτό πως ο μαρξισμός απειλεί ολόκληρη την βάση του υπάρχοντος καπιταλιστικού συστήματος.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη μαρξιστική πολιτική οικονομία. Πρόσφατα είχα πάει σε ένα συνέδριο στη Βρετανία για τον «πλουραλισμό στα οικονομικά», το οποίο προέκυψε από ένα διεθνές κίνημα μεταξύ των φοιτητών οικονομικών διαφόρων πανεπιστημίων. Εκεί για πρώτη φορά επέτρεψαν στα μαρξιστικά οικονομικά να συζητηθούν εντός του συνεδρίου. Στο συνέδριο υποστήριξα πως τα μαρξιστικά οικονομικά διαφέρουν από τις υπόλοιπες κυρίαρχες και ετερόδοξες σχολές, καθώς η θεωρία τους απειλεί τον καπιταλισμό. Στη συνέχεια διάφοροι αριστεροί ετερόδοξοι οικονομολόγοι, με ρωτούσαν: «Όντως θεωρείς τον μαρξισμό ως κάτι διαφορετικό από τα ετερόδοξα; Όντως δεν είναι μέρος των κεϊνσιανών, των μετα-κεϊνσιανών και άλλων θεωριών; Δεν είμαστε όλοι στην ίδια ομάδα;». Τους απάντησα πως «θα το ήθελα, αλλά βασικά όλα αυτά που υποστηρίζουν οι διάφορες ετερόδοξες θεωρίες αποτελούν αντιρρήσεις στα βασικά επιχειρήματα του Μαρξ για τον νόμο της αξίας και την θεωρία των κρίσεων». Συνεπώς, η μαρξιστική πολιτική οικονομία είναι κάτι διαφορετικό. Και πάλι, έτσι εξηγείται γιατί δεν υπάρχουν μαρξιστές οικονομολόγοι με θέσεις σε ακαδημαϊκούς κύκλους, και κανείς σε εμπορικούς ή κυβερνητικούς κύκλους.
Μετά την κρίση του 2008 υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση για τις κρίσεις, ειδικά στην Ελλάδα. Τι πιστεύετε ότι δημιούργησε την τελευταία κατάρρευση; Ήταν κάτι το οποίο θα μπορούσε να αποφευχθεί;
Για να καταλάβουμε την αιτία των κρίσεων, πρέπει να ξεκινήσουμε με τον νόμο του Μαρξ για την κερδοφορία. Ο νόμος υποστηρίζει ότι υπάρχει μια ισχυρή τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει, καθώς ο καπιταλισμός αναπτύσσεται. Αυτό δημιουργεί επαναλαμβανόμενες περιοδικές κρίσεις, συνήθως κάθε δέκα περίπου χρόνια. Αυτός είναι ο λόγος που οι κρίσεις επανέρχονται, δεν εξαφανίζονται. Όντως, ήταν αναπόφευκτο ότι θα υπήρχε άλλη μια κρίση.
Η κατάρρευση του 2008-9, όμως, ήταν ιδιαίτερα σοβαρή. Υποστηρίζω ότι ο λόγος που έγινε αυτό ήταν ότι οι παραγωγικοί κλάδοι της οικονομίας είχαν αδυνατήσει λόγω της χαμηλής κερδοφορίας. Έτσι, υπήρχε μια στροφή από τους καπιταλιστές στην κερδοσκοπία και τα χρηματοοικονομικά, δηλαδή τις αγοραπωλησίες μετοχών και ομολόγων για να αποζημιωθούν τα σχετικά χαμηλά επίπεδα κερδοφορίας στους παραγωγικούς τομείς.
Επίσης, υπήρξε μια τεράστια προσπάθεια από την πλευρά των στρατηγικών επιτελείων του κεφαλαίου και των κυβερνήσεων να υποστηρίξουν τις αποδυναμωμένες οικονομίες, δημιουργώντας τεράστια επίπεδα χρέους. Όταν η κερδοφορία στους παραγωγικούς κλάδους έπεσε, ξεκίνησε η κρίση με ένα τεράστιο κραχ στο επίπεδο της πίστωσης, το οποίο οδήγησε σε πτώσεις στα χρηματιστήριο και συγκεκριμένα στις ΗΠΑ και την αγορά ακινήτων. H μεγάλη επέκταση σε κάθε είδους εξωτικά εργαλεία πίστωσης, που οι καπιταλιστές αγόραζαν και πουλούσαν μεταξύ τους για να βγάλουν κέρδη, έκαναν την κρίση ιδιαίτερα βαριά. Ο Γουόρεν Μπάφετ, από τους πιο διάσημους δισεκατομμυριούχους, ονόμαζε αυτά τα νέα πιστωτικά εργαλεία «χρηματοοικονομικά όπλα μαζικής καταστροφής». Συνεπώς, αυτή η φούσκα χρέους και το γενικά μειούμενο ποσοστό κέρδους οδήγησαν στην κατάρρευση του 2008-9.
Φυσικά, η εξήγηση που δίνω δεν είναι η κυρίαρχη αφήγηση. Η επικρατούσα οικονομική σκέψη θεωρεί ότι δεν υπάρχει εξήγηση, αυτό που συνέβη ήταν μια στο εκατομμύριο, όπως είπε τότε ο γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ. Απλώς δεν έχουν εξήγηση για το κραχ. Υπήρχαν και κάποια πιο ριζοσπαστικά στοιχεία των κυρίαρχων οικονομικών που θεωρούσαν ότι υπήρχε υπερβολικό χρέος ή υπερβολική ανισότητα που αδυνάτιζε την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, αλλά κανείς δεν αποδέχονταν ότι σχετιζόταν με την κερδοφορία του κεφαλαίου. Και σε αυτό το θέμα είναι που η αριστερή ριζοσπαστική πτέρυγα των οικονομικών και το κίνημα υποστηρίζουν ότι βρίσκεται η αιτία των κρίσεων.
Το πιο σημαντικό είναι να θυμόμαστε πως ακόμα και το ελάχιστο που χρειάζονται οι εργαζόμενοι, ο καπιταλισμός σήμερα δεν μπορεί να το προσφέρει, στο σύνολό του.
Σε τι φάση βρίσκεται η παγκόσμια οικονομία μετά την κρίση του 2008;
Οι υφέσεις περνούν καθώς συμβαίνει μια ικανή απαξίωση της αξίας του υπάρχοντος κεφαλαίου. Αυτό συνήθως απαιτεί επιχειρήσεις που κλείνουν, που συγχωνεύονται, ή παλιές βιομηχανίες που ρευστοποιούνται ή μειώνονται, ενώ η ανειδίκευτη εργασία περικόπτεται. Αυτό δημιουργεί τις συνθήκες για τους εναπομείναντες τομείς του κεφαλαίου, με νέες τεχνολογίες και πολύ φθηνή εργασία να ανακάμψουν. Έτσι, οι κρίσεις τείνουν να παίρνουν την μορφή του γράμματος V, κατερχόμενες και ανερχόμενες. Σε αυτήν την κρίση, όμως, τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά, είχαμε μια τεράστια πτώση από την μια πλευρά του V, και μετά μια κάπως ασθενή επαναφορά στην άλλη πλευρά, και από τότε προχωρούμε σε μια επίπεδη γραμμή αρκετά χαμηλότερα από ότι τα προηγούμενα επίπεδα. Αυτό είναι που ονομάζω μια Μακρά Ύφεση (Long Depression). Όπως υποστηρίζω στο ομώνυμο βιβλίο μου, είμαστε σε κάτι διαφορετικό από τις προηγούμενες υφέσεις. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια μακρά ύφεση.
Υπάρχουν ιστορικά προηγούμενα;
Κατά την γνώμη μου, στην ιστορία του μοντέρνου καπιταλισμού είχαμε μόνο άλλες δύο τέτοιες υφέσεις. Καταρχάς, στα τέλη του 19ου αιώνα είχαμε μια μακρά ύφεση, η οποία έφτασε στο βαθύτερο σημείο της την ίδια περίοδο που πέθανε ο Μαρξ στα μέσα της δεκαετίας του 1880. Μετά είχαμε αυτό που σήμερα ονομάζουμε Μεγάλη Ύφεση την δεκαετία του 1930, η οποία επιλύθηκε με τον Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια αντίστοιχη περίοδο.
Που αποτυπώνεται αυτό;
Καταρχάς, οι ρυθμοί μεγέθυνσης που είχαμε πριν την κρίση ήταν κατά μέσο όρο περίπου 3% στον ανεπτυγμένο κόσμο και 4-5% στις οικονομίες που οι καπιταλιστές ονομάζουν ως «αναπτυσσόμενες οικονομίες» (στην Κίνα ακόμα περισσότερο). Όμως, από την κρίση και μετά οι ανεπτυγμένες οικονομίες μεγεθύνονται με ρυθμούς περίπου στο 2% ή χαμηλότερα για την Ευρώπη, και ακόμα πιο κάτω για τη Νότια Ευρώπη. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι αποδέχονται ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε ύφεση, προσωπικά, συγκρίνοντας με τις παλαιότερες τάσεις, θα υποστήριζα ότι όλος ο κόσμος βρίσκεται σε ύφεση.
Έτσι, η μεγέθυνση είναι χαμηλή, η επένδυση είναι χαμηλή. Ο λόγος γι αυτό είναι ότι η κερδοφορία δεν έχει ανακάμψει. Αυτό δεν συμβαίνει συνήθως στις κρίσεις, και ο λόγος είναι ότι, αυτή την φορά, μεγάλο μέρος από τα παλιά αδύναμα κεφάλαια δεν έχουν αφαιρεθεί. Πασχίζουν να επιβιώσουν, με τα χαμηλά επιτόκια, ίσα ίσα να χρηματοδοτούν τα χρέη τους. Τις ονομάζουν «εταιρίες ζόμπι», οι ζωντανοί-νεκροί. Έχουν «πεθάνει», αλλά επιβιώνουν ακόμα, δεν έχουν ρευστοποιηθεί ή αποκαθαρθεί. Αυτό είναι που πρέπει να γίνει για να αποκατασταθεί η κερδοφορία και να μεγεθυνθεί ο καπιταλισμός.
Μέχρι να συμβεί αυτό η ύφεση μπορεί να συνεχίζει για μια μεγάλη περίοδο. Η ύφεση του 19ου αιώνα διήρκησε μέχρι και 20 χρόνια, ανάλογα με τη χώρα. Σήμερα, φαίνεται να έχουμε μια ταυτόχρονη παγκόσμια ύφεση με μόνο μια ή δυο εξαιρέσεις. Σε πολλές χώρες η τεράστια πτώση που συνέβη με την κρίση (η Ελλάδα π.χ. που είχε την χειρότερη, γύρω στο 38%) δεν έχει αποκατασταθεί. Ακόμα και οι Γερμανοί εργαζόμενοι δεν έχουν δει καμία αύξηση στους μισθούς τους. Στο Ηνωμένο Βασίλειο η μεγέθυνση των πραγματικών μισθών τα τελευταία δέκα χρόνια είναι η πιο αργή που έχει σημειωθεί τα τελευταία 166 έτη. Αυτά είναι τα γεγονότα τα οποία πιστεύω ότι μπορούν να δείξουν ότι βρισκόμαστε μεσούσης μιας ύφεσης που δεν έχει ακόμα επιλυθεί.
Σε αυτό το περιβάλλον μπορεί το σύστημα να κινηθεί πέρα από τον νεοφιλελευθερισμό ή να επιστρέψει στον ρυθμιζόμενο καπιταλισμό;
Δεν το νομίζω. Όταν βλέπεις για παράδειγμα τα πρωτοσέλιδα διαβάζεις για τα τεράστια κέρδη των μεγάλων εταιριών όπως η Apple, η Microsoft, η Alphabet (Google), η Facebook και άλλες μεγάλες τεχνολογικές εταιρίες στις ΗΠΑ ή σε άλλους τεχνολογικούς τομείς που έχουν μεγάλα κέρδη, τεράστια αποθέματα. Αλλά αυτή είναι μόνο μια μειοψηφία των εταιριών στις βασικές οικονομίες. Οι περισσότερες εταιρίες στις μεγάλες οικονομίες δεν έχουν βελτιώσει την κερδοφορία τους και πολύ. Ίσως τα κέρδη να έχουν ανέλθει, αλλά τα κέρδη και η κερδοφορία δεν είναι το ίδιο πράγμα, όσο και αν συχνά τα μπερδεύουμε. Έτσι, η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη για τις κυβερνήσεις ώστε να βγουν και να πουν: «οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν πιο πολλά λεφτά, οι μισθοί να ανέβουν, οι δημόσιες υπηρεσίες να αποκατασταθούν» καθώς η κερδοφορία του καπιταλισμού δεν το επιτρέπει.
Υπήρχε μόνο μια περίοδος στον 20ο αιώνα που αυτό μπορούσε να γίνει, αμέσως μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε, ο πόλεμος και η ύφεση είχαν δημιουργήσει τεράστια κερδοφορία για τους καπιταλιστές, και συνεπώς κάτω από την πίεση της ταξικής πάλης των εργαζομένων έγιναν παραχωρήσεις. Έτσι εισήχθηκε αυτό που σήμερα ονομάζουμε κοινωνικό κράτος, οι δημόσιες υπηρεσίες βελτιώθηκαν, οι πραγματικοί μισθοί ανέβηκαν, αλλά αυτό ήταν μια σύντομη περίοδος 15-20 ετών το πολύ. Στη συνέχεια μπήκαμε σε μια περίοδο συνεχούς και έντονης ταξικής σύγκρουσης για το επίπεδο των μισθών και των κερδών, με την ένταση να καθορίζεται από το επίπεδο κερδοφορίας και πάλι, και την εισαγωγή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Σήμερα, μόλις τα τελευταία ένα-δύο χρόνια, παρακολουθούμε σημάδια ανάμεσα στα στρατηγικά επιτελεία του κεφαλαίου, όπως το ΔΝΤ κλπ, να μιλούν για χαλάρωση της λιτότητας και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, ώστε να δοθεί ώθηση στις οικονομίες. Η λιτότητα δεν δουλεύει, οπότε πρέπει να δοθεί λίγο χώρος για δημοσιονομική επέκταση και υποστηρίζουν ότι μπορούν να τα καταφέρουν. Είναι όμως αυτό μια πιθανή διέξοδος; Αν δει κανείς τα δεδομένα, δεν φαίνονται σημάδια δημοσιονομικού χώρου στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Συνεπώς, η πίεση παραμένει για τη διατήρηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, να μην επιτρέπονται κεϊνσιανές πολιτικές δημοσίων δαπανών ή άλλων, με εξαίρεση μόνο έναν τομέα• τις στρατιωτικές δαπάνες. Ο Τραμπ έχει αυξήσει σημαντικά τις στρατιωτικές δαπάνες, και από όσο γνωρίζω και στην Ελλάδα οι δαπάνες δεν έχουν μειωθεί παρ’ όλα όσα έχουν συμβεί τα τελευταία δέκα χρόνια.
Ποιους πολιτικούς στόχους θα προτείνατε στους εργαζόμενους και ποια θα θεωρούσατε μια επιτυχημένη πολιτική στρατηγική για να καλυφθούν οι ανάγκες τους σήμερα;
Το πιο σημαντικό να θυμάται κάποιος στη πολιτική στρατηγική και οικονομική πολιτική είναι ότι ακόμα και το ελάχιστο που χρειάζεται η εργαζόμενη πλειοψηφία και οι οικογένειές τους είναι, στο σύνολό τους, πράγματα που ο καπιταλισμός στο σήμερα δεν μπορεί να προσφέρει. Συνεπώς, αν θέλουμε ένα καθώς πρέπει επίπεδο μισθολογικής διαβίωσης, αν θέλουμε αξιοπρεπείς δημόσιες υπηρεσίες, ελεύθερες υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευση μέχρι το τριτοβάθμιο επίπεδο, φθηνές -ή ουσιαστικά δωρεάν- μεταφορές, στέγαση με προσιτά ενοίκια και αξιοπρεπείς συνθήκες -όντως τα ελάχιστα πράγματα που θα θεωρούσαμε απαραίτητα σε μια σύγχρονη οικονομία όπου οι άνθρωποι είναι πολιτισμένοι, δεν πρόκειται να τα πάρουμε εντός των πλαισίων του καπιταλισμού.
Αυτά τα πράγματα είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να επιτευχθούν με μέτρα όπως απλώς η αύξηση της φορολογίας των πλουσίων. Προφανώς, αυτό είναι κάτι με το οποίο δε διαφωνώ, καθώς θα έφερνε έσοδα στην κυβέρνηση. Αλλά η αντίδραση των καπιταλιστικών εταιριών θα είναι να μειώσουν την επένδυση, να φύγουν από τη χώρα, ή να προσπαθήσουν να περιορίσουν τη δυνατότητα της κυβέρνησης να τους φορολογήσει με άλλους τρόπους.
Μια άλλη πολιτική για να επιτευχθούν τα παραπάνω, συμπεριλαμβανομένων πραγμάτων όπως ένα καλύτερο επίπεδο περιβάλλοντος και το σταμάτημα της κλιματικής αλλαγής, είναι η κυβέρνηση απλώς να τυπώσει χρήματα και να τα διανείμει μέσω των κεντρικών τραπεζών ή ακόμα και η ίδια. Ορισμένοι το προτείνουν στις ΗΠΑ. Εκεί το δολάριο έχει περισσότερη αξιοπιστία από το ευρώ. Έτσι κάποιος μπορεί να τυπώσει όσα χρήματα θέλει και να τα ξοδέψει. Και αν ξοδέψεις τα νέα χρήματα σε πράγματα όπως η δημόσια υγεία, πράσινες επενδύσεις όπως το λεγόμενο «green deal» και άλλα, θα έχεις μια αυξημένη μεγέθυνση και παραγωγή.
Αυτό είναι πιθανό, αλλά αναρωτιέμαι, κάτι που ο κάθε ένας πρέπει να αναρωτηθεί: ποιος θα ξοδέψει όλα αυτά τα λεφτά; Θα παραδώσουμε όλα αυτά τα λεφτά σε κάποιους όπως η Alphabet, η Microsoft, η Caterpillar, η Apple, η Boeing, η VW ή η BMW και θα τους ζητήσουμε να μεγαλώσουν την παραγωγή τους και να κάνουν προσλήψεις; Θα τα δώσουμε μήπως στους Έλληνες εφοπλιστές για να φτιάξουν κι άλλα πλοία; Θα πρέπει οι ίδιοι οι επιχειρηματίες να πάρουν αυτές τις κομβικές επενδυτικές αποφάσεις; Θα τους δώσουμε τα λεφτά που τυπώσαμε με την ελπίδα να τα χρησιμοποιήσουν παραγωγικά; Δε θα ήταν καλύτερα να παίρναμε τον έλεγχο όλων αυτών των επιχειρήσεων, αν είναι να τυπώσουμε όλα αυτά τα λεφτά, και τότε να χρησιμοποιήσουμε τους πόρους αυτών των επιχειρήσεων, τις δεξιότητες των υπαλλήλων, τα πάγια κεφάλαια που έχουν σε ένα παραγωγικό πλάνο που θα επιφέρει όντως την αξία αυτών των νέων χρημάτων;
Το επιχείρημα αυτών που υποστηρίζουν την λεγόμενη Σύγχρονη Θεωρία Χρήματος (MMT – Modern Money Theory) είναι ότι λίγο πολύ τυπώνεις τα λεφτά και όλα θα είναι εντάξει. Αλλά, για εμένα, αφήνει αναπάντητο το ερώτημα του ποιος παράγει όντως όλα αυτά τα πράγματα. Έχω ρωτήσει πολλούς υποστηρικτές του ΜΜΤ ποιος θα παράξει τα αγαθά και τις υπηρεσίες από όλα αυτά τα λεφτά τα οποία θα τυπωθούν; Προφανώς, αυτό δεν είναι ένα ζήτημα που τους απασχολεί. Απλά υποθέτουν ότι η κυβέρνηση μπορεί να ελέγξει τα πάντα απλώς τυπώνοντας χρήμα και ξοδεύοντας, οι καπιταλιστές θα έχουν υψηλότερα κέρδη και η οικονομία θα αναπτυχθεί. Όμως αυτό φαίνεται να πέφτει έξω ως προς τη φύση των σύγχρονων οικονομιών. Το βασικό ερώτημα είναι: ποιος ελέγχει την οικονομία, πώς θα εξασφαλίσουμε ότι η παραγωγή των πραγμάτων που χρειαζόμαστε θα συμβεί; Αν το αφήσουμε στα χέρια των μεγάλων εταιριών απλά δεν πρόκειται να συμβεί.