Κίμων Ρηγόπουλος
Ο Γιώργος Ρούσης επαναφέρει το πρόβλημα της ταξικής ευθύνης, που είναι, κατά τη γνώμη μου, όρος ποιοτικά ανώτερος από την έννοια του ταξικού καθήκοντος. Αποφεύγοντας να μας καθηλώσει στον ελάχιστο κοινό παρανομαστή μας, δηλαδή στο έδαφος της «καπιταλιστικής οδύνης».
Διαβάζοντας το τελευταίο πόνημα του Γιώργου Ρούση Εργατική τάξη και επανάσταση, εκδόσεις Γκοβόστη, επιβεβαίωσα ότι ο μαρξισμός εκλύει συγκίνηση. Συγκίνηση που δεν τον παραμορφώνει αλλά τον κάνει ελκτικό. Και επειδή ζούμε στα χρόνια όπου η γνώση τρομοκρατεί, είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε μια φόρμα συγκίνησης για να αποκαλυφθεί το περιεχόμενο του μαρξισμού. Μια φόρμα όπου η επιστήμη δέχεται ευχαρίστως το δάνειο της τέχνης. Το συναισθηματικό νόημα κάνει στιλπνό το επιστημονικό νόημα. Αυτό που θέλει να πει ο επιστήμονας συμπίπτει με αυτό που «θέλει να πει ο ποιητής».
Στη μελέτη του Γ. Ρούση το εν δυνάμει της κοινωνικής επανάστασης μετεωρίζεται αβέβαιο και υπαρκτό. Τα υλικά προς «βρώσιν» υπάρχουν αλλά η βράση αργεί και τα υλικά μαραίνονται και μπαγιατεύουν. Τεμπελιάζει ο μάγειρας, αυτός που θα διακινδυνεύσει εκτελώντας την επικίνδυνη συνταγή. Κι εδώ τίθεται το ζήτημα της καθηλωτικής συνήθειας. Το «ως συνήθως» ορθώνεται σχεδόν ως μια αντίρροπη «νομοτέλεια» απέναντι στην ανάγκη της κοινωνικής απελευθέρωσης. Και προεκτείνοντας το συλλογισμό του συγγραφέα, προσθέτω: Λείπει η πίστη ότι ανάμεσα στο εν δυνάμει και στην πραγμάτωσή του παρεμβάλλομαι μοιραία εγώ. Προτάσσεται δηλαδή το θέμα της προσωπικής ευθύνης όχι ως λεονταρισμός βρυχώμενου λιονταριού στο ασφαλές κλουβί του καπιταλιστικού κήπου, αλλά ως στοιχειώδης απόδειξη του ότι εννοούμε και επωμιζόμαστε το «κατά τας γραφάς». Κάπως έτσι ή μόνο έτσι το εν δυνάμει από προσευχή γίνεται υπόθεση των ανθρώπων. Αναμασάμε τις υπαρκτές δυσκολίες της υπόθεσής μας για να τις αποφύγουμε ή για να τις οδηγήσουμε και να οδηγηθούμε στην έξοδο;
Η αρετή του συγγραφικού εγχειρήματος συνοψίζεται κυρίως στην άλλοτε ρητή και άλλοτε υπόρρητη διαπίστωση ότι ο αυτόματος πιλότος δεν λειτουργεί ή και, όταν ακόμα λειτουργεί, προσφέρεται για ακίνδυνες διαδρομές και χαμηλές πτήσεις. Δεν επαρκούμε αν δεν αποδείξουμε την επάρκειά μας. Και το αποδεικτικό αυτής της επάρκειας δεν μπορεί να είναι η στράτευση σε όλες τις κλίσεις της, αλλά η στρατευμένη στην υπόθεσή μας ευφυΐα μας. Απαιτείται μια τόλμη που δεν εκπίπτει στον εξυπνακιδισμό, που διευρύνει και δεν συρρικνώνει τα όριά μας. Καλούμαστε να απομαγνητιστούμε από το «ως συνήθως» για να αξιωθούμε το εν δυνάμει.
Ο Γ. Ρούσης επαναφέρει με τη συγκροτημένη γνώση του το πρόβλημα της ταξικής ευθύνης, που είναι, κατά τη γνώμη μου, όρος ποιοτικά ανώτερος από την έννοια του ταξικού καθήκοντος. Και το κάνει αυτό αποφεύγοντας να μας καθηλώσει στον ελάχιστο κοινό παρανομαστή μας, δηλαδή στο έδαφος της «καπιταλιστικής οδύνης». Γιατί οι σχέσεις των κομμουνιστών «αναπνέουν» με το οξυγόνο που έρχεται από το κομμουνιστικό οροπέδιο.
Ο Γ. Ρούσης αποκρούει τον εκβιασμένο ντετερμινισμό, τη νιρβάνα δηλαδή μιας τεμπέλικης και χιλιαστικής αναμονής. Συγχρόνως αποδομεί και τον «ανέμελο» αγνωστικισμό, που αποτελεί το αστικό φρένο στις επιδιώξεις της εργατικής τάξης. Ένας αγνωστικισμός που τροφοδοτείται από την άμπωτη του εργατικού κινήματος και την εξελίσσει σε πολιτικό αναλφαβητισμό και σε εμπεδωμένη απόγνωση.
Ο κομμουνισμός και η ποίηση στοχεύουν άλλωστε στην ενεργή αθωότητα
Το ωραίο πάντοτε ευσταθεί και ο μαρξισμός μετριέται σωστά με την αέναα παρακινητική ποίησή του. Και το ωφέλιμο, ορφανό απ’ το τερπνό, ταλανίζει αιωνίως την κομμουνιστική Αριστερά. Η μελέτη του Γ. Ρούση λοιπόν «εξοκέλλει» γενναία στη σύζευξή τους. Ο κομμουνισμός και η ποίηση στοχεύουν άλλωστε στην ενεργή αθωότητα. Σ’ έναν κόσμο όπου η ιδιοτέλεια και η πονηριά δεν μπορούν να αρθρώσουν λόγο επειδή δεν έχουν λόγο ύπαρξης.
«Δεν έχει σχέση το στερέωμα με το άπειρο» μας λέει ο Ελύτης. Και ο μαρξισμός είναι η στερεομετρία του κόσμου μας για να μη μας παραλύσει το άπειρο.
Ο Γ. Ρούσης δεν εξιστορεί απλώς και δεν «δειγματίζει» μαρξισμό. Τον ανατέμνει όχι ως νεκροτόμος αλλά ως δρων κομμουνιστής. Δεν τον ενδιαφέρει να πετύχει η εγχείρησή του με νεκρό τον ασθενή, αλλά να αξιωθεί να δει την εργατική τάξη σε όρθια στάση.
Η χειραφέτηση της εργατικής τάξης, ζήτημα που διαποτίζει το έργο του Ρούση, προϋποθέτει και συμπίπτει, κατά τη γνώμη μου, με τη λύση του προβλήματος της ανάθεσης. Απαιτεί δηλαδή την πολιτική και πολιτισμική μας ενηλικίωση. Διαφορετικά θα είμαστε εσαεί ένα ωραίο θέμα για μελό, που καθηλώνει στις θέσεις τους εκείνους που θα έπρεπε να γράφουν το σενάριο και να επωμίζονται την πλοκή του.
«Οι αναγνωρίζοντες εις εαυτούς δικαιώματα δεν αξίζουν και πολλά πράγματα. Ο πραγματικά πνευματικός άνθρωπος καθήκοντα και μόνο παραδέχεται κι αναγνωρίζει στον εαυτό του» είπε ο Νίκος Εγγονόπουλος. Και σ’ αυτόν τον ορισμό του πνευματικού ανθρώπου αναγνωρίζω τον Γιώργο Ρούση.