Δημήτρης Τζαμουράνης, πρόεδρος Σωματείου Μισθωτών Τεχνικών
Η απεργία στις 24 Σεπτέμβρη είναι κρίσιμη. Αλλά απαιτείται ένα ευρύτερο σχέδιο όπου οι απεργοί θα κάνουν στην άκρη τις ηγεσίες του συνδικαλιστικού κινήματος σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και θα προσπαθήσουν να αναμετρηθούν με τον αντίπαλο, βασιζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις και μην επιτρέποντας στη γραφειοκρατία να παριστάνει πως τους εκπροσωπεί.
Συνέντευξη στον Δημήτρη Σταμούλη
Γιατί η κυβέρνηση της ΝΔ με το πολυνομοσχέδιο βάζει στο στόχαστρο τα πρωτοβάθμια σωματεία και τις γενικές συνελεύσεις με το ηλεκτρονικό φακέλωμα και την ηλεκτρονική ψήφο;
Πρόκειται για την ουσία του προγράμματος της NΔ. Θέλουν να διαμορφώσουν ένα φιλικό για τους περίφημους επενδυτές κλίμα, που περιλαμβάνει σκληρά μέτρα οικονομικής βίας και περαιτέρω περιορισμό των εργατικών δικαιωμάτων. Αυτό συμβαίνει σε μία περίοδο που όλο και περισσότεροι παραδέχονται πως υπάρχει σοβαρή πιθανότητα νέας υποτροπής της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Η κυβέρνηση λοιπόν, για λογαριασμό της αστικής τάξης και όλου του αστικού μπλοκ εξουσίας θέλει να προλάβει την πιθανή κινητοποίηση του κόσμου της εργασίας απέναντι στην πολιτική της, για να μη χρειαστεί αργότερα να τη «θεραπεύσει», δηλαδή να την καταστείλει. Με ποιο τρόπο; Μα φυσικά επιτιθέμενη απέναντι στα πρωτοβάθμια σωματεία και τις συνελεύσεις, γνωρίζοντας τη δύναμη που μπορούν να αποκτήσουν οι εργατικοί αγώνες, αν περάσουν στα χέρια των ίδιων των καταπιεσμένων. Αυτή η πολιτική, αποτελεί συνέχεια εκείνης του ΣΥΡΙΖΑ και των δικών του νόμων και ρυθμίσεων, για παράδειγμα για την υποχρεωτική παρουσία των μισών μελών ενός επιχειρησιακού σωματείου σε γενική συνέλευση προκειμένου να αποφασιστεί μια νόμιμη απεργία. Υπάρχει και κάτι ακόμα πιο ανατριχιαστικό όμως. Διαβάζοντας το σχέδιο νόμου, διαπιστώνει κανείς πως ο συντάκτης του «σπρώχνει» προς μια κατάσταση στην οποία όχι απλά μέσα στα σωματεία θα προωθείται η αστική πολιτική, όπως δυστυχώς ήδη συμβαίνει συχνά, αλλά θα είναι τα σωματεία κομμάτι του ίδιου του κράτους, όπως για παράδειγμα συμβαίνει, ως ένα βαθμό, στη γειτονική Τουρκία.
Με ποιες προϋποθέσεις η απεργία στις 24/9 μπορεί να συμβάλλει στην ανασυγκρότηση και αντεπίθεση του ταξικού κινήματος;
Το κλειδί είναι η συνέχεια. Αν δηλαδή ο κόμβος της 24ης Σεπτέμβρη αποτελέσει τμήμα ενός ευρύτερου σχεδίου, μέσω του οποίου οι απεργοί θα κάνουν στην άκρη τις ηγεσίες του συνδικαλιστικού κινήματος σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και θα προσπαθήσουν να αναμετρηθούν με τον αντίπαλο, βασιζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις και μην επιτρέποντας στη γραφειοκρατία να παριστάνει πως τους εκπροσωπεί. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα πειστούν και εργαζόμενοι/ες, που σήμερα επιλέγουν να μη θυσιάσουν ούτε το μεροκάματο, να μπούνε στον αγώνα για να κατακτήσουν δικαιώματα και μια αξιοβίωτη ζωή.
Αρκεί μια απεργία; Ή απαιτείται πιο συνολικός αγωνιστικός ξεσηκωμός και με ποια χαρακτηριστικά;
Ίσως να αρκούσε μία απεργία για να πάνε πίσω τα μέτρα, εφόσον όμως προκαλούσε παράλυση της παραγωγής και ήταν μαζική και μαχητική και κυρίως αν όσοι πραγματικά ευνοούνται από την πιθανή ψήφιση των μέτρων του αναπτυξιακού νόμου (επενδυτές, βιομήχανοι, τραπεζίτες, μεγαλοεπιχειρηματίες) αισθάνονταν πως έχουνε να χάσουνε περισσότερα από όσα να κερδίσουν. Όμως η κατάσταση του εργατικού κινήματος δεν είναι τέτοια που να προκαλεί -προς το παρόν- τέτοια ανησυχία στον αντίπαλο, γι’ αυτό και χρειάζονται ευρύτερος ξεσηκωμός για να σπάσει έστω κι ένας κρίκος της ασκούμενης πολιτικής.
Συχνά γίνεται λόγος για άλλο κέντρο αγώνα, ανεξάρτητο από τον αστικοποιημένο συνδικαλισμό τύπου ΓΣΕΕ. Πόσο εφικτός είναι αυτός ο στόχος; Σε ποιες δυνάμεις, σωματεία ή συλλογικότητες τον απευθύνετε;
Η προσπάθεια για στήσιμο κοινωνικής συμμαχίας με τους εργοδοτικούς φορείς, και πρώτον τον ΣΕΒ, τον Μάη του 2018, οι απόπειρες για συνέδρια εκφυλισμού και νοθείας, τόσο στην ΟΙΥΕ όσο και στη ΓΣΕΕ, αποδεικνύουν πως δεν υπάρχει επιστροφή για τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Πρακτικά, οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα δε μπορούν να αισθανθούν πως έχουν συνομοσπονδία, που να μπορούν μέσω αυτής να κατακτήσουν ή να υπερασπιστούν το όποιο εργατικό δικαίωμα. Υπάρχει ένα τεράστιο κενό. Την ανάγκη για αγωνιστική ταξική ενότητα των εργαζόμενων και των σωματείων τους και των άλλων συλλογικοτήτων που γεννιούνται μέσα στο σώμα της εργατικής τάξης δε μπορεί να την καλύψει η υπάρχουσα δομή και ακόμα περισσότερο η υπάρχουσα ηγεσία. Ούτε το ΠΑΜΕ μπορεί, γιατί αρνείται να δεχτεί ότι μπορεί να υπάρξει αγώνας που δεν ελέγχεται από τις δυνάμεις του, όσο και αν το πλαίσιο πάλης στο οποίο καλεί τους εργαζόμενους να συσπειρωθούν έχει καλά στοιχεία. Γνώμη μου είναι πως κάθε εργαζόμενη/ος και κάθε συλλογικότητα που θέλει να παλέψει απέναντι στην εργοδοσία και στην πολιτική των κυβερνήσεων έχει θέση σε μία τέτοια προσπάθεια.
Υπάρχει κάτι πιο ανατριχιαστικό στο νομοσχέδιο: όχι μόνο τα σωματεία να προωθούν την αστική πολιτική, αλλά να γίνουν κομμάτι του ίδιου του κράτους
Άλλες δυνάμεις, όπως π.χ. το ΠΑΜΕ, καταγγέλλουν τη ΓΣΕΕ ως εργοδοτική, ωστόσο δεν προτείνουν ανεξάρτητο αγωνιστικό απεργιακό σχεδιασμό. Μήπως κάτι τέτοιο δεν είναι ώριμο;
Δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί το ερώτημα γύρω από τους αρνητικούς συσχετισμούς και κυρίως τι πρέπει να κάνουμε και τι να μην κάνουμε για να αλλάξουνε. Μπορεί να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο βαδίζει το εργατικό κίνημα. Όσα γίνανε το προηγούμενο φθινόπωρο, με τις απεργίες που αλλάζανε ημερομηνία συνεχώς μέχρι να συμπέσουν τελικά με την ημερομηνία που επέλεξε η γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ, δεν έβγαλαν κάτι χρήσιμο για το εργατικό κίνημα. Το αντίθετο. Η απεργία της 12ης Γενάρη και της 1ης Νοέμβρη του 2018 όσο και η τωρινή απεργία της 24ης Σεπτέμβρη, με τις διαφορές που έχουνε μεταξύ τους, δείχνουν πως όχι μόνο αναγκαίο αλλά και εφικτό να υπάρχει ανεξάρτητος σχεδιασμός, με περιεχόμενο ρήξης με το κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις και όχι κοινωνικής συμμαχίας για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα.
Η κυβέρνηση ασκεί μια εφ όλης της ύλης επίθεση. Από τον τρόπο οργάνωσης των σωματείων ως τις συμβάσεις και την ελαστική εργασία. Είναι μήπως η ώρα για πιο συνολικές απαντήσεις και από το κίνημα;
Πολλοί νομίζουν πως το εργατικό κίνημα θα είναι πάντα μοίρασμα κρατικών και ευρωενωσιακών επιδοτήσεων, νοθεία, πάλη για τις καρέκλες, «αγώνες» που γίνονται μόνο για διαμαρτυρία. Είναι αυτό που θέλουν οι δανειστές, η κυβέρνηση, οι εργοδότες. Πρέπει σε κάθε συλλογικότητα και όργανο του εργατικού κινήματος να ανοίξει και να βαθύνει η συζήτηση για το ποιες σύγχρονες ανάγκες έχουμε ως εργαζόμενοι/ες και ως άνθρωποι σήμερα στο 2019 και πόσες ώρες εργασίας χρειάζονται για να τις καλύψουμε, σε ποιο περιβάλλον θέλουμε και μπορούμε να ζούμε, ποιες αποφασιστικές τομές χρειάζονται σήμερα.