Θανάσης Σκαμνάκης
Βγαίνοντας από τη φόρτιση και το μύθο των ημερών, που προκάλεσε ο απροσδόκητος, αλλά όχι αταίριαστος, θάνατος του Θ. Αγγελόπουλου, ας προσπαθήσουμε να αναζητήσουμε ψύχραιμα το διαχρονικό μύθο του δημιουργού, του έργου και της εποχής του. Είναι αλήθεια πως στις αγιογραφίες των ημερών που πέρασαν, κυρίως των πρώτων και πιο «λαϊκών», απουσίασε γενικά η Αριστερά, ως πρωταγωνιστικό τοπίο στις ταινίες του, ενώ προβλήθηκε από την άλλη η ιδέα της Επανάστασης, σε μια μη τοξική εκδοχή της. Πρόκειται για μια έντεχνη επιδίωξη των «μηχανισμών της εξουσίας», στις πολλές μορφές και τα είδη τους; Ή πρόκειται για μια ερμηνεία αγγελοπουλικής προέλευσης, όπου σε ένα μακρινό πλάνο, χάνεται η μία (η Αριστερά) και περνάει στο βάθος η άλλη (η Επανάσταση), σαν συμβολισμός ή σαν ουτοπία; Που δεν απειλεί κανέναν;
Ασφαλώς, ο καλλιτέχνης και το έργο του δεν είναι ιδιοκτησίες. Κανείς δεν μπορεί να γίνει ο αποκλειστικός διαχειριστής της αλήθειας του έργου, ούτε καν ο ίδιος ο δημιουργός του. Το έργο (και ο δημιουργός εν πολλοίς) παραδίδεται στο κοινό και ακολουθεί την τύχη που του ορίζουν δέκτες και Ιστορία. Αλλά, όπως συμβαίνει και με την πραγματικότητα, πάντα το θέμα βρίσκεται από ποια γωνία κοιτάς (και την πραγματικότητα και το έργο) και τι θέλεις να διακρίνεις. Δεν είναι το βλέμμα, είναι η ματιά όπως έλεγε κι ο Αγγελόπουλος. Υπό αυτήν την έννοια πρέπει να αναγνώσουμε με τη δέουσα προσοχή και κατανόηση όλες τις πολλαπλές ερμηνείες, από την πλευρά του συναισθήματος, της περιπλάνησης, της προσφυγιάς, της εξορίας, της αναζήτησης, της ελληνικότητας, της ήττας κ.λπ. Τουλάχιστον όσες δεν είναι προφανώς ανόητες ή εμπαθείς, αλλά καμιά φορά κι αυτές. Είναι εκείνο που λένε ολική θεώρηση της πραγματικότητας, καθώς κάθε μία ερμηνεία μπορεί να συνεισφέρει στη συζήτηση και τον όλο προβληματισμό, που σε κάθε περίπτωση κάνει πιο ικανούς όλους μας να εισδύσουμε στο έργο και να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ της δικής μας ερμηνευτικής γραμμής. Αυτό δεν υπονοεί πως οι διαφορετικές ματιές δεν πρέπει να κονταροχτυπηθούν, καθώς το πιο συχνά (ή πάντα) εκφράζουν ουσιαστικές διαφορές αισθητικής και κοσμοθεωρητικής διάστασης. Ή ακόμα και τις προσωπικές μιζέριες του «κριτικού».
Σχετικά με τον Θ. Αγγελόπουλο λοιπόν. Ανεξάρτητα τι γνώμη έχει κάποιος για το έργο του ή για τη μια ή άλλη ταινία, οφείλει να αναγνώσει το αδιαμφισβήτητο, πως εκεί πράττει η σύγχρονη Ελλάδα, η Αριστερά και η Επανάσταση, όχι ως θύματα της μοίρας άλλα ως πρωταγωνιστικές μορφές του παρόντος και του μέλλοντος. Ως μοίρα οι ίδιες. Και από εδώ ξεκινάει το αρχαιοελληνικό δράμα. Ποια Ελλάδα, ποια Αριστερά, ποια επανάσταση; Ο Αγγελόπουλος, όπως το βλέπω από τη δική μου γωνία, είναι μια κορυφαία φυσιογνωμία της ελληνικής τραγωδίας, της τραγωδίας του κομμουνιστικού κινήματος και της ιστορικής του μοίρας και προοπτικής. Και στην έννοια της τραγωδίας ας αποδώσουμε την κυριολεκτική, αρχαιοελληνική και διαλεκτική σημασία. Ως σύγκρουση των αντιθετικών δυνάμεων, ανθρώπινων και θεϊκών, που παράγουν τις μεγάλες εκρήξεις.
Ο Αγγελόπουλος συμπύκνωσε τη δραματική αντίφαση της εποχής μας, την ιστορική ρήξη και την ανεπάρκειά της, τη δόξα και τη χλεύη της. Πήγε τη συνείδηση ως το όριο της εποχής. Επεξεργάστηκε την ήττα όσο κανένας άλλος, μήπως μπορέσει μέσα από ’κει να ανακαλύψει τη βάσιμη ελπίδα μιας ανάτασης. Δεν βρήκε. Κι έμεινε απελπισμένα αισιόδοξος. (Η απεγνωσμένη εκείνη αισιοδοξία που αφού δεν βρίσκει επαφή με τα πράγματα επιμένει να υπάρχει ως τελευταίο καταφύγιο, ίσως ένα βήμα πριν την αυτοκτονία).
Ο ίδιος ανήκει στη μετά τον εμφύλιο γενιά. Δεν έχει δεσμούς αίματος με το επαναστατικό κίνημα. Δεν αγωνιά για τον τρόπο που θα υπάρξει στις συνθήκες της δεξιάς μετεμφυλιακής βαρβαρότητας. Δεν είναι φορέας της ήττας, ικέτης μιας δημοκρατικής νομιμοποίησης της Αριστεράς και της σχετικής προσαρμογής του επαναστατικού οράματος. Αυτά τον απαλλάσσουν από τις πρωταρχικές υπαρξιακές αγωνίες της Αριστεράς του 1950, που δεν αποτελούν προπατορικό αμάρτημα, αλλά δημιούργημα της ήττας και κυρίως της (ακόμα πριν την ήττα) ηττοπάθειας. Δεν ανήκει στο ρεύμα εκείνων που αναζητούν μια κουτσή δημοκρατία, μια ελευθερία ανάπηρη. Μπαίνει στο προσκήνιο και ανασαίνει τη δεκαετία του ’60, την εποχή που, με εκκωφαντικό, πλην απροσδιόριστο τρόπο ανανεώθηκαν οι υποσχέσεις της επανάστασης. Και κυρίως εισπνέει τη δροσιά και τη νέα υπόσχεση του αντιδικτατορικού κινήματος.
Όπως περιγράφει ο Κώστας Τζιαντζής, στο σπουδαίο του άρθρο για την αντιδικτατορική πάλη, ερμηνεύοντας και τα όσα ακολούθησαν τη δικτατορία: «Η αντιδικτατορική πάλη χωρίζεται σε δυο περιόδους και σε δυο γενικά παρατάξεις αντίθετες μεταξύ τους, αλλά και σφιχταγκαλιασμένες στον πολιτικό χώρο και στο χρόνο. Η πρώτη είναι η περίοδος και η παράταξη των λυγμών της προδομένης δημοκρατίας. Η δεύτερη (κυρίως από το ’71 και μετά) είναι η περίοδος, η παράταξη μιας νέας επαναστατικής επαγγελίας που αρχίζει να σιγοτραγουδά σε διάφορες παραλλαγές». Ο Αγγελόπουλος ανήκει στη δεύτερη παράταξη που «φωτίζεται απ’ τις παλιές και τις καινούργιες υποσχέσεις των αντάρτικων, απ’ τον κόκκινο Οκτώβρη και τα μαύρα μάτια του Τσε, απ’ τις ξαναγεννημένες, σοφές και ταυτόχρονα αμάθητες, επαναστατικές απόπειρες του Μάη».
Είναι ο Μάης του ’68, τα απελευθερωτικά κινήματα, το Βιετνάμ, η πορτογαλική επανάσταση των γαρυφάλλων, η αμερικάνικη άνοιξη, η ελληνική δικτατορία και το αντιδικτατορικό κίνημα, η νέα ελπίδα πάνω σε αποκαΐδια και σε μηρυκασμούς ήττας της ελληνικής τραγωδίας. Και ο Αγγελόπουλος εντάχθηκε συνειδητά στο ρεύμα εκείνων που ζητά μια μεγάλη ανατροπή. Αυτή η ανατροπή, η επανάσταση, δεν έχει ακριβές όνομα, ούτε σαφή χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό και προσπαθεί να την εξερευνήσει, να βρει την ακριβή της ταυτότητα και την προοπτική της.
Τη δεκαετία του ’70 η προσδοκία παραμένει ζωντανή έστω κι αν ξεθυμαίνει. «Η μεταπολίτευση γεννήθηκε από το αίμα των ανυπότακτων ανθρώπων, αλλά πήρε το κυρίαρχο σχήμα της από τη σύγχρονη βιομηχανία της πλαστικής πολιτικής χειρουργικής. Αρκετοί, ως γνωστόν, από τους αγωνιστές της δεύτερης περιόδου, της δεύτερης παράταξης, απέκτησαν επίσημα επώνυμα. Η εκφωνήτρια της αντίστασης αναμορφώθηκε σε φτωχή παρουσιάστρια. Ωστόσο, η πλειονότητα αυτής της πρωτοπορίας “των άγνωστων στρατιωτών” της ανατροπής, μέσα από τις πολλαπλές αντιθέσεις της, τις απογοητεύσεις, τις αφομοιώσεις και τις εξάρσεις της, έμεινε πιστή (ή μάλλον “άπιστη” και κριτική, άστατη και πάντα ερωτευμένη) απέναντι σ’ αυτό που η ίδια ονόμασε, με την όμορφη ξύλινη γλώσσα της, “ο αγώνας συνεχίζεται”». Αυτά συμπληρώνει ο Κ. Τζιαντζής στο άρθρο.
Αλλά η δεκαετία του ’80 –αν μπορούμε να κάνουμε αυτές τις χρονολογικές κατατάξεις που περιέχουν πάντα ένα βαθμό αυθαιρεσίας, αλλά προσεγγίζουν την κύρια τάση– έχει περισσότερο χρώματα φθινοπώρου, ένα βροχερό τοπίο, αμφίβολο. Και καταλήγει σε μια πανηγυρική κατάρρευση του ρεύματος της «υπαρκτής σοσιαλιστικής» αυταπάτης, συμπαρασύροντας όμως και τα επαναστατικά όνειρα, που συνδέθηκαν με την αυταπάτη αυτή, ακόμα και εκείνα που δεν μπόρεσαν να αποσυνδεθούν αν και το προσπάθησαν.
Αυτή την εποχή η αναζήτηση του Αγγελόπουλου συνάντησε και συμπορεύτηκε με την αναζήτηση του επαναστατικού ρεύματος που έπαιρνε πιο συγκεκριμένες μορφές, κυρίως μέσω της αντιπαράθεσης εντός των γραμμών του ΚΚΕ. Με αυτή την έννοια έγινε και εκφραστής της αμφισβήτησης των κάτω, του ρεύματος που διεκδίκησε να αμφισβητήσει την πορεία της συμβίωσης με το αστικό σύστημα και να ανορθώσει σε ύψος ρεαλισμού και σχεδίου την κομμουνιστική προοπτική, έστω πολυτραυματισμένο και αδύναμο, έστω με τις δυσκολίες και τις αντιφάσεις των αμοιβαίων αναγνωρίσεων και τις δυσπιστίες του έρωτα. Το ρεύμα αυτό χρειάστηκε ως αισθητικό επιχείρημα και βασικό ιδεολογικό βοηθό, τον Αγγελόπουλο, πολυτραυματισμένον κι αυτόν, αλλά εγγύς.
Έγινε μέρος του ρεύματος που ήθελε να διερευνήσει τα αίτια του θανάτου (αυτού του συμβολικού θανάτου που κινδύνευε να γίνει πιο πραγματικός από όλους τους πραγματικούς) και να ξαναβρεί ελιξίρια για την ανανέωση – ανατροφοδότηση του επαναστατικού ονείρου. Δεν αποτέλεσε ακριβώς τον Τυρταίο αυτής της τάσης, δεν έγραφε εξ άλλου παιάνες, αλλά συντέλεσε ουσιαστικά στον προβληματισμό της και πολιτικά, με όλες τις αμφισβητήσεις του, τάχθηκε μαζί της. Μαζί μας. Βρήκαμε σ’ εκείνον έναν εκφραστή σε υψηλό αισθητικό και ιδεολογικό επίπεδο της αναζήτησής μας, βρήκε σε μας ένα νέο δυναμικό ακροατήριο και έναν αποδοτικό συνομιλητή.
Η ηγεσία της διαπιστευμένης Αριστεράς και των δύο επίσημων εκδοχών, περισσότερο από ένστικτο και λιγότερο από γνώση, δεν τον κάλεσε ποτέ στο τραπέζι της, ως ιδεολογικό και πολιτικό συνδαιτυμόνα –πέρα από τις γνωστές δημόσιες σχέσεις– δεν τον κατέγραψε ποτέ ως δικό της. Εξ ου και ο τότε κριτικός του Ριζοσπάστη, θεωρούσε το Ταξίδι στα Κύθηρα μια κακή ταινία, θεμελιώνοντας την κριτική του στη …βαθυστόχαστη παρατήρηση πως ο Αγγελόπουλος είναι ανιστόρητα απαισιόδοξος καθώς δεν βλέπει τις μεγάλες επιτυχίες της Αριστεράς στις δημοτικές εκλογές.
Ακολούθησε εκείνη η εποχή της μεσοβασιλείας, η εικοσαετία 1990-2010, κάτι σαν τους ελληνιστικούς χρόνους της επαναστατικής πορείας, όπου η παλιά επαναστατική δόξα έχει εξατμιστεί (στην περίπτωσή μας έχει γίνει και κακόφημη), το κομμουνιστικό όραμα έχει μετατραπεί σε ουτοπικό ρομαντισμό και οι καινούργιες υποσχέσεις, είτε ακούγονται ως ψίθυρος είτε ως νοσταλγία. Μετά την κατάρρευση του απόρθητου κάστρου του «σοσιαλισμού» και τις πολλαπλές διασπάσεις, έμειναν κάποιοι μαραζωμένοι «επίσημοι» κληρονόμοι να κυκλοφορούν επαγγελλόμενοι μια εξέγερση που και οι ίδιοι δεν πιστεύουν. Κι όσοι ψάχνουν ένα σώμα να ενδυθούν και μια εξέγερση να πιστέψουν, περιφέρονται ρακένδυτοι, με το απομεινάρια της ιστορίας που δεν θέλουν να αρνηθούν (ούτε την ιστορία ούτε τα κουρέλια της), ψάχνοντας ένα νέο βλέμμα, της επανάστασης που οργανώνουν στο καλπάζον μέλλον. Οι επιμένοντες ανορθώνουν ένα ύψος που κανείς δεν μετράει, ξαναφέρνουν στα μάτια τους τη σπίθα μιας ελπίδας, κοινωνούν τα άχραντα μυστήριά τους και καίγονται στην κόλαση ενός μεταμοντέρνου κόσμου που νομίζει πως ευημερεί. Αλλά υπονομεύουν συστηματικά το παρόν και ανοίγουν ξανά τις υπόγειες στοές των επαναστατικών ορυχείων.
Η σταθερή αλήθεια των απέραντων πλάνων
Εκεί ανάμεσα, στις συμπληγάδες αυτών των «ελληνιστικών» χρόνων βρέθηκε ο Αγγελόπουλος. Πολλά βήματα μακριά από τους πριν, λιγότερα βήματα μακριά από τους μετά. Σε ένα μετέωρο βήμα όπως ήταν ο κόσμος που κλήθηκε να περιγράψει. Δεν κινηματογράφησε τις ελεγείες της επανάστασης. Περισσότερο την αυτογνωσία της ήττας. Δεν διείσδυσε στα προγράμματα της ανατροπής. Περισσότερο στην προσδοκία της. Επεδίωξε και μπόρεσε να αποσυνδεθεί από το ρεύμα της ήττας. Δεν έφτασε να εκφράσει το ρεύμα της κομμουνιστικής προοπτικής. Λογικό και επόμενο. Το κομμουνιστικό πρόγραμμα δεν έχει διατυπωθεί, αναζητείται μέσα στο συντρίμμια μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής και στους οδυνηρούς πόνους ενός αφιλόξενου παρόντος. Αλλά ο μετέωρος σκηνοθέτης περιφέρει στην Ευρώπη το σπασμένο άγαλμα του Λένιν και προφητεύει πως θα ξανάρθει, η επανάσταση –την οποία ο Λένιν εξέφρασε για μια ολόκληρη ιστορική εποχή, πριν τον μετατρέψουν σε άγαλμα και μουσείο– «με τα ρούχα και το όνομα ενός άλλου». Και σήμερα, όταν κάποιες κόκκινες σημαίες βγαίνουν από τις γωνίες και ξαναπροφέρονται λέξεις που είχαν γίνει παράνομες, όπως επανάσταση και κομμουνισμός, ο Αγγελόπουλος στην νέα του ταινία έκανε μια ακόμα απόπειρα να εξερευνήσει τους δρόμους των καταπιεσμένων. Να ξαναπιάσει ένα νήμα προς την έξοδο.
Ο Αγγελόπουλος είχε την τιμή και ευφυΐα να αποσυνδεθεί από το ρεύμα της ήττας, δεν είχε το υλικό να συνδεθεί με το ρεύμα της επανάστασης. Το διαισθανόταν αλλά δεν το έβλεπε, το ήθελε αλλά δεν το έβρισκε, το προσδοκούσε και το πίστευε αλλά δεν το άγγιζε. Γι’ αυτό νομίζω πως, πριν απ’ όλα και κυρίως, είναι ο εκφραστής αυτής της τραγικής αντίφασης της εποχής μας. Ας μην ψάχνουμε να βρούμε στον Αγγελόπουλο και στις ταινίες του όλα όσα μας λείπουν ως κίνημα. Αν επιμείνουμε πολύ μπορεί και να τα βρούμε. Δεν είναι σίγουρο όμως πως δεν θα αποτελούν μια ακόμα αυταπάτη, μια ακόμα αντικειμενικοποίηση της επιθυμίας, σαν εκείνου που κλείνει επίμονα τα μάτια και βλέπει όποιες εικόνες θέλει το μυαλό του. Ας τον παρατηρήσουμε με εύνοια και «επιείκεια», και ας τον κατανοήσουμε βαθύτερα ως αυτό που είναι. Κάτι τέτοιο θα μας προσφέρει μεγαλύτερη ευχαρίστηση και περισσότερο κέρδος, ακόμα και πολιτικό. Θα μας προσφέρει μια δυνατότητα ανάγνωσης της πραγματικότητας με τα μάτια ενός ιδιοφυούς ανθρώπου που μας μαθαίνει πώς να κοιτάμε και πώς να διαβάζουμε και τον κινηματογράφο και τον κόσμο.
Κι αυτό το άρθρο δεν είναι μια επιθυμία κατάταξης και ένταξης (μέσα στο ιστορικό πλαίσιο) αλλά μια άσκηση πραγματικότητας, όπου οι ροπές διαμορφώνουν εύθραυστες ισορροπίες κάνοντας τις ζωές των ανθρώπων ευάλωτες και τη σημασία των μεγάλων δημιουργών εξαιρετικά σημαντική, ως ασκό που απελευθερώνει ούριους ανέμους, ικανούς να προωθήσουν την ιστορία.
Υ.Γ. Απέφυγα όσο μπορούσα να παραπέμψω (προκειμένου να ισχυροποιήσω την αλήθεια του άρθρου), στις φράσεις και τις εικόνες από τις ταινίες του Αγγελόπουλου. Και τούτο όχι μόνο γιατί δεν ήθελα να το φορτίσω (κι άλλο) συναισθηματικά, όσο γιατί δεν νομίζω πως στις λέξεις που θα παρέθετα θα βρισκόταν η αλήθεια την οποία υποστηρίζω – η αλήθεια αυτή, κατά τη ματιά μου, υπάρχει παντού στις εικόνες, στα πρόσωπα, στις λέξεις και στα πλάνα του που δεν είναι μακρόσυρτα αλλά απέραντα (και στο απέραντα παρακαλώ ας δοθεί η απέραντη ερμηνεία). Αλλιώς θα μπορούσε κανείς να γράψει ένα παρόμοιο άρθρο, από την αρχή ως το τέλος, με φράσεις από τα σενάρια των ταινιών, χωρίς να χρειαστεί να προσθέσει ούτε ένα και.