Γιώργος Μουρμούρης
Οι εφοπλιστές μετατρέπουν ένα πρόβλημα ρύπανσης του αέρα σε αντίστοιχο υδάτων
«Ένα μεγάλο κρουαζιερόπλοιο εκπέμπει στην ατμόσφαιρα, ανά κάθε μία ώρα λειτουργίας των μηχανών του, ποσοστό αιωρούμενων σωματιδίων που αντιστοιχεί σε 50.000 αυτοκίνητα». Αυτό αποκάλυπτε πρόσφατα έρευνα του ευρωπαϊκού οργανισμού Transport & Environment, ενώ η σχετική είδηση έκανε τον γύρο των διεθνών ΜΜΕ. Τι θα γινόταν αν ένα σεβαστό ποσοστό αυτών των σωματιδίων δεν κατέληγε στην ατμόσφαιρα αλλά στη θάλασσα; Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς σοβαρά για… προστασία του περιβάλλοντος, ή θα επρόκειτο ένα τέχνασμα ώστε να μην «πιάνεται» στις μετρήσεις η ατμοσφαιρική ρύπανση των πλοίων;
Το ερώτημα αυτό αντανακλά η συζήτηση γύρω από τα scrubbers, μια τεχνολογία που εμφανίστηκε ως «μάνα εξ ουρανού» για το διεθνές εφοπλιστικό κεφάλαιο, που βρήκε μία αρκετά οικονομικότερη εναλλακτική -από την αγορά καυσίμων με χαμηλότερη περιεκτικότητα σε θείο- για να «πιάσει» τους στόχους της μείωσης εκπομπής βλαβερών σωματιδίων στην ατμόσφαιρα. Έστω και αν αυτό σημαίνει ότι θα τα πετάει στη θάλασσα.
Τι είναι όμως τα scrubbers; Η λογική τους είναι απλή: Θαλασσινό νερό χρησιμοποιείται για να «ξεπλυθούν» τα καυσαέρια πριν απορριφθούν στην ατμόσφαιρα. Από δύο οπές στη γάστρα του πλοίου απορροφάται θαλασσινό νερό το οποίο διοχετεύεται στη τσιμινιέρα. Εκεί «ψεκάζεται» στα καυσαέρια για να συγκρατήσει μέρος των επιβλαβών αερίων. Το καθαρότερο πλέον καυσαέριο εκπέμπεται στην ατμόσφαιρα, ενώ το νερό περνά μια ελαφρά επεξεργασία και στη συνέχεια απορρίπτεται ξανά στη θάλασσα. Υπάρχει και η επιλογή να συλλεχθεί και να δοθεί για περαιτέρω επεξεργασία στη στεριά, όμως κάτι τέτοιο αυξάνει το κόστος. Η εφαρμογή των scrubbers υπολογίζεται ότι κοστίζει περίπου 2-4 εκατ. δολάρια ανά πλοίο. Πρόκειται για ένα υψηλό κόστος, αλλά και πάλι σημαντικά χαμηλότερο από την χρησιμοποίηση επεξεργασμένου καυσίμου με χαμηλότερη περιεκτικότητα σε θείο (0,5% αντί για 3,5%), το οποίο μπορεί να αυξάνει το κόστος κατά 300-500 δολάρια ανά τόνο.
Αποτελεί λοιπόν η απόρριψη του νερού που έχει χρησιμοποιηθεί ως φίλτρο στη θάλασσα μια οικολογική επιλογή; Έρευνα της Γερμανικής Περιβαλλοντικής Υπηρεσίας το 2015, που επικαλείται ο Guardian (σε δημοσίευμα με ημερομηνία 29/10/2018), κρούει «τον κώδωνα του κινδύνου» για τις συνέπειες της χρήσης scrubbers, σημειώνοντας ότι προκαλούν «περιβαλλοντική υποβάθμιση μέσω σύντομης και χωρικά περιορισμένης μείωσης της τιμής του Ph, αύξησης της θερμοκρασίας και της θολότητας του νερού και απόρριψης στη θάλασσα ανθεκτικών υλικών». Σύμφωνα με το δημοσίευμα του Guardian οι ρύποι που απορρίπτονται στο νερό, εκτός από σωματίδια και θείο, περιλαμβάνουν και επικίνδυνα μέταλλα όπως μόλυβδο, νικέλιο και ψευδάργυρο! Όπως αναφέρουν περιβαλλοντικές οργανώσεις σε κοινή τους επιστολή προς τον γενικό γραμματέα του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (International Maritime Organization- ΙΜΟ), τα scrubbers μετατρέπουν ένα πρόβλημα ρύπανσης του αέρα σε πρόβλημα ρύπανσης των υδάτων.
Όσον αφορά το κραταιό ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο που γενικώς δεν… φημίζεται για τις οικολογικές του (και όχι μόνο) ευαισθησίες, κάποιοι εφοπλιστές της ποντοπόρου ναυτιλίας έχουν ήδη αρχίσει να εγκαθιστούν scrubbers στα πλοία τους, προσδοκώντας κυρίως να βρεθούν μπροστά από τους ανταγωνιστές τους που, μη προχωρώντας έγκαιρα στη σχετική επένδυση, ενδέχεται από τις αρχές του 2020, όταν και πρόκειται να τεθεί σε ισχύ η οδηγία του IMO για τα ναυτιλιακά καύσιμα, να βρεθούν αντιμέτωποι με ένα δυσθεώρητο κόστος. Άλλοι δε υποστηρίζουν ότι η εφαρμογή του μέτρου θα αναβληθεί de facto, καθώς λίγα διυλιστήρια παγκοσμίως παράγουν ναυτιλιακά καύσιμα με περιορισμένη περιεκτικότητα θείου. Σε κάθε περίπτωση οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν για μια ακόμη φορά ότι (ναυτιλιακό) κεφάλαιο και προστασία του περιβάλλοντος δεν πάνε μαζί.