Ψυχοθεραπευτής, κοινωνιολόγος, συγγραφέας
Η συνάντηση με τους «πολυφωνικούς» ήρωες της Μικρής Άγνωστης Λύπης (εκδόσεις Αρμός) ήταν αποκαλυπτική. Για όλα τα δύσκολα εσωτερικά ταξίδια στις μνήμες και τα συναισθήματα που όλοι μας κουβαλάμε και δύσκολα ονοματίζουμε. Ο Ηλίας Γκότσης, συγγραφέας του βιβλίου, κοινωνιολόγος-οικογενειακός και συστημικός θεραπευτής, μας μιλά γι’ αυτό το ταξίδι. Αλλά και για την αναπόφευκτη σύνδεση και συνάντηση με το συλλογικό όραμα και αφήγημα στην πορεία της συμφιλίωσης με το παρελθόν μας.
Συνέντευξη στην Ματίνα Παπαχριστούδη
Η Μικρή Άγνωστη Λύπη σας ταξιδεύει ένα χρόνο τώρα στις ζωές των αναγνωστών της. Πως νιώθετε τώρα που είπατε δυνατά την ιστορία σας;
Μέσα από την συγγραφή είχα μια μοναδική ευκαιρία να αρθρώσω μιαν αφήγηση, στην οποία είχα τον έλεγχο της δομής της. Εκτιμώ ότι καθώς αυτή γίνεται δημόσια ενδεχομένως αυτή η δομή τροποποιείται, αλλά βρίσκω εξαιρετικό το γεγονός ότι κάθε αναγνώστης/τρια έχει την ευκαιρία να τροποποιήσει και ενδεχομένως να νοηματοδοτήσει εκ νέου την ιστορία μου.
Το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται «πολυφωνικό», με την έννοια ότι μιλάνε πολλές φωνές της ζωής ενός προσώπου. Μπορείτε να μας το εξηγήσετε αυτό;
Η ιδέα του πολυφωνικού εαυτού είναι κεντρική στην εργασία μου ως ψυχοθεραπευτή. Εκτιμώ ότι όλοι μας έχουμε εσωτερικεύσει, άλλοτε συνειδητά και άλλοτε ασυνείδητα, ένα πλήθος φωνών που συνδέονται μ σημαντικούς άλλους και την ευρύτερη κοινότητα. Η αναγνώριση, ο διάλογος και η διαλεκτική μεταξύ αυτών των φωνών μας κάνει ίσως λίγο σοφότερους σχετικά με την ταυτότητά μας και η λογοτεχνία αποτελεί πάντα ένα προνομιακό πεδίο για την ανάδυση του πολυφωνικού εαυτού.
Απώλεια, μνήμες, μάχη με το παρελθόν μας, εφιάλτες αλλά και συγχώρεση, άφεση και συμφιλίωση. Τελειώνοντας το βιβλίο σας είχα την εντύπωση πως πήρα μέσα μου τις φωνές των ηρώων σας και ένιωσα τη λύτρωση τους. Έχει νόημα τελικά το ταξίδι στις δικές μας επώδυνες μνήμες;
Η συμφιλίωση είναι ένας δρόμος για την αποδοχή και την αξιοπρέπεια όλων των εσωτερικών μας πλευρών, ακόμα και αυτών που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν αποτρόπαιες ή μη επιθυμητές. Εννοώ ότι αν κατανοήσουμε σε βάθος τις πραγματικές ανάγκες μας, ίσως οι εφιάλτες μας ή οι απώλειες να μην μας οδηγήσουν στο θυμό ή στη βία, αλλά στη δημιουργικότητα. Ωστόσο, η κατάδυση στις επώδυνες μνήμες χρειάζεται πλαίσιο και κυρίως την αίσθηση ότι δεν είμαστε μόνοι σε αυτό το ταξίδι, αλλιώς γίνεται δυσβάσταχτη και οδυνηρή.
Κουβαλάμε όλοι μας «μικρές άγνωστες» σε εμάς, λύπες. Τις ακουμπάμε στους γύρω μας, τις κοινωνούμε ή γίνονται φωνές μέσα μας, σκληρά άγνωστα συναισθήματα;
Νομίζω πως όλες οι εκδοχές είναι πιθανές και όλοι είμαστε «εκτεθειμένοι» σε αυτές. Η μικρή άγνωστη λύπη είναι άλλοτε τρυφερή και γίνεται ένας δρόμος για την σύνδεση και την συνάντηση με τους άλλους ανθρώπους, άλλοτε όμως την βιώνουμε ως σκληρή και επιθετική.
Σε πολλά σημεία του βιβλίου τοποθετείτε ως «φόντο» στις ζωές των ηρώων σας την κοινωνική πραγματικότητα. Η οικονομική κρίση που αποτυπώνεται σε ανθρώπινα κουφάρια, η εξέγερση των νέων που κατεστάλη από τη «μέση» φοβισμένη κοινωνία το 2008, αναφορές στο πολιτικό παρελθόν της Ελλάδας. Ποιος είναι ο ρόλος αυτής της κοινωνικής πραγματικότητας στις επιλογές των ηρώων;
Χαίρομαι για την ευκαιρία που μου δίνετε να αναφερθώ σε μια διάσταση του βιβλίου που συχνά υποτιμάται, καθώς αυτό που προκρίνεται ως μια «κυρίαρχη» πλευρά είναι οι επιδράσεις της απώλειας. Όταν αποφάσισα να γράψω αυτό το βιβλίο ήθελα να το τοποθετήσω σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, στο οποίο ένοιωθα να μετέχω άλλοτε με την ενεργητική δράση και άλλοτε με την σιωπή μου. Το βιβλίο διερευνά τα αφηγηματικά μοντέλα όταν οι άνθρωποι ή οι κοινωνίες βιώνουν μια κρίση και παρατηρούμε ότι η αφήγηση οργανώνεται για να περιγράψει την κρίση και όχι για να προτείνει πρακτικές για το μέλλον, για να ξεπεράσει ουσιαστικά την κρίση. Σε αυτή την μορφή της αφήγησης δεσπόζει η ρετροτοπία, δηλαδή μια λατρεία ή μια καθήλωση, προς το παρελθόν και η επίδραση του φαντασιακού υποχωρεί.
Στο βιβλίο επιχείρησα να μιλήσω για την σημασία της αποδόμησης της κυρίαρχης αφήγησης και την δυνατότητα να αναδυθούν εναλλακτικές αφηγήσεις και έκρινα ότι αυτό θα ήταν δυνατό μονάχα αν συνέδεα το προσωπικό με το κοινωνικό και το πολιτικό πλαίσιο. Έτσι, στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ο αφηγητής δίχως όνομα, (ένας όρος που παραπέμπει στον Μούζιλ), δίχως μια δικιά του ιστορία, αναζητά, για να την καταχραστεί, μια γοητευτική αφήγηση, στο καινούργιο κοινωνικό περιθώριο που δημιουργείται μέσα στην οικονομική κρίση, ικανή να γοητεύσει ή να διακινήσει συναισθηματικά τους υποψήφιους αναγνώστες. Στο δεύτερο μέρος, ο Μιχάλης, ένας από τους κεντρικούς ήρωες, αναζητά επίσης μια αφήγηση, μέσω της οποίας μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση και έλεγχο στην δυνατότητά του να δημιουργήσει ή να παράγει μια δική του ιστορία.
Νομίζω πως το διακύβευμα και στις δυο περιπτώσεις παραμένει το ίδιο: Πώς θα θέσουμε ένα όριο στην επίδραση που ασκεί στις ζωές μας μια πραγματικότητα που μας ξεπερνά, πολύ περισσότερο όταν αφηνόμαστε στην ετερονομία.
Βασικό ζητούμενο να θέσουμε ένα όριο στην επίδραση που ασκεί στις ζωές μας μια πραγματικότητα που μας ξεπερνά
Μπορεί ένα άτομο, ένας ήρωας, ένας άνθρωπος να βρει τη λύτρωση μόνος του, αποκομμένος από το κοινωνικό σύνολο, το συλλογικό όραμα και συλλογική πράξη;
Νομίζω πως ήδη από την προηγούμενη απάντηση εκτιμώ ότι η πραγματική και δεσπόζουσα απώλεια είναι η αποσύνδεση από ένα συλλογικό φαντασιακό, από μια εμπειρία που θέτει τον/ην άλλο/η ως ύπαρξη στο κέντρο της προσοχής μας. Η ιδέα μιας ασυνέχειας, που έρχεται μετά από μια αποδοχή και συμφιλίωση (αλλά όχι συνθηκολόγηση) με την ήττα μου φάνηκε εξαιρετικά σημαντική και αυτός είναι ο λόγος που στο τελευταίο μέρος οι ήρωες αποδέχονται και αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο, αλλά όχι μόνο.
Θα συνεχίσετε το ταξίδι της συγγραφής; Ετοιμάζετε κάποιο άλλο βιβλίο;
Ήδη ολοκληρώθηκε και θα κυκλοφορήσει το Σεπτέμβριο, από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, ένα επιστημονικό βιβλίο, το οποίο έχει ως τίτλο Η Γραμματική των αποθεμάτων. Αυτό το βιβλίο είναι ένας διάλογος με την Μικρή Άγνωστη Λύπη, καθώς διερευνά τις ρωγμές μέσω των οποίων οι άνθρωποι αναλαμβάνουν την ευθύνη και τον έλεγχο των αφηγήσεών τους. Ελπίζω πως μέσα στον επόμενο χειμώνα θα κατορθώσω να τελειώσω κάποια διηγήματα, τα οποία επεξεργάζομαι εδώ και δυο χρόνια.