Το τελευταίο βιβλίο του Γιώργου Ρούση με τίτλο Εργατική τάξη και επανάσταση (εκδ. Γκοβόστη) θέτει μια σειρά ερωτήματα: Είναι νομοτελειακή η ανατροπή του καπιταλισμού; Είναι δυνατή σήμερα η επανάσταση; Υπάρχει σήμερα εργατική τάξη; Ποιό είναι το επαναστατικό υποκείμενο της εποχής μας; Πως θα επανασυγκροτηθεί και πως θα γίνει επικίνδυνο και νικηφόρο;
Αυτά τα ερωτήματα είναι θεμιτά στην εποχή μας. Όπως διαπιστώνει ο συγγραφέας θέτοντας το δάχτυλο επί των τύπων των ήλων, στις αναπτυγμένες και μέσου επίπεδου ανάπτυξης καπιταλιστικές χώρες «πλειοψηφούν τα αστικά κόμματα, κι ακόμα χειρότερα ενισχύεται η ακροδεξιά, ενώ παράλληλα τα πολιτικά υποκείμενα που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν την εργατική τάξη συνήθως είναι και αυτά πλήρως ενσωματωμένα στο κυρίαρχο σύστημα» (σελ. 13). Στο βιβλίο απορρίπτονται τόσο ο ντετερμινισμός της κοινωνικής εξέλιξης, όσο και ο αναπόδραστος επαναστατικός προορισμός της εργατικής τάξης.
Τελικά «για τους κλασσικούς, ανεξαρτήτως από το πόσο βαθιά χαράζει την ανθρώπινη συνείδηση η αντικειμενική πραγματικότητα, εμείς οι ίδιοι είμαστε που επιλέγουμε ανάμεσα στις διάφορες πιθανές λύσεις που μας προσφέρονται και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι κάθε φορά επιλέγουμε το δέον» (σελ. 50). Η εργατική τάξη υπάρχει-τότε και τώρα-αντικειμενικά, «ακόμα κι αν όσοι ανήκουν σε αυτήν δεν έχουν ταξική συνείδηση» (σελ. 56). Εξάλλου πως θα μπορούσε να υπάρχει αστική τάξη χωρίς το «άλλο» της;
Ωστόσο το επαναστατικό δυναμικό της δεν εκδηλώνεται αυτόματα για μια σειρά λόγους που αναλύονται στο βιβλίο. Ο συγγραφέας υπογραμμίζει τις «αναγκαίες μεσολαβήσεις για τη μετατροπή της εργατικής τάξης σε τάξη για τον εαυτό της» (σελ. 151), πρώτα απ’ όλα την ταξική πάλη και την πολιτική της ενοποίηση σε κόμμα που δεν αποτελεί «αυτοσκοπό αλλά ένα από τα μέσα της χειραφέτησης της εργατικής τάξης» (σελ. 158). Αναφέρονται οι απόψεις των Λένιν, Λούξεμπουργκ, Λούκατς, Γκράμσι, Ράϊχ και Μπακούνιν πάνω στις μορφές οργάνωσης, το ρόλο του συνειδητού σε σχέση με το αυθόρμητο καθώς και τη σχέση οικονομικού και πολιτικού αγώνα.
Ο συγγραφέας προτείνει ένα «πόλεμο θέσεων» για την εργατική ηγεμονία-εμπνευσμένο από τον Γκράμσι.
Ο Γιώργος Ρούσης, αναφερόμενος στο σήμερα, αναδεικνύει τη σημασία της «γενικής διάνοιας» ως παραγωγική δύναμη και τις δυνατότητες που δίνονται στο σύγχρονο προλεταριάτο σε αντιπαράθεση με τις απόψεις του Νέγκρι. Εκτός από το παράδειγμα του γαλλικού Μάη εξετάζονται η αντιφατική επίδραση της κρίσης και το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων». Τονίζεται ο περιορισμένος πολιτικά χαρακτήρας των σύγχρονων κινημάτων καθώς «υπάρχει και μια μετατόπιση σε επιμέρους, ξεκομμένα αντιρατσιστικά, οικολογικά, φεμινιστικά, θρησκευτικά ή και εθνικιστικά, κινήματα, τα οποία αντί να συμβάλλουν στην προώθηση της ταξικότητας των αγώνων, και της ενότητας της εργατικής τάξης, μάλλον τον ταξικό αποχαρακτηρισμό τους και τη μερικότητα των αγώνων, αν όχι τον αποπροσανατολισμό τους από τον κεντρικό ανατρεπτικό τους στόχο, ενισχύουν» (σελ. 251).
Ο συγγραφέας, αναζητώντας τρόπους ακύρωσης των τάσεων ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης στο σύγχρονο καπιταλισμό και υπονόμευσης της αστικής ηγεμονίας, προτείνει ένα «πόλεμο θέσεων» για την εργατική ηγεμονία-εμπνευσμένο από τον Γκράμσι-που «καλείται να προωθήσει […] τα θετικά στοιχεία που υπάρχουν στην αυθόρμητη συνείδηση, να την αναπτύξει παραπέρα, να την καταστήσει ομογενή» (σελ 266). Απαραίτητα μέσα γι αυτόν τον πόλεμο είναι το κόμμα, το «μέτωπο» καθώς η συγκρότηση εργατικών θεσμών.
Από το βιβλίο λείπει η πρόσφατη εμπειρία του ελληνικού πολύμορφου λαϊκού κινήματος ενάντια στα μνημόνια από το 2010 και μετά, με τα συμπεράσματα από τα πετάγματα και τις ανεπάρκειές του. Ένα άλλο ερώτημα αφορά στην ταχτική του Ενιαίου Μετώπου και στο τι θα μπορούσε να σημαίνει σήμερα που η εργατική τάξη δεν είναι οργανωμένη σε μαζικά ρεφορμιστικά κόμματα όπως στο μεσοπόλεμο.
Τελικά, για έναν πόλεμο χρειάζεται στρατός και ο στρατός-ιδίως στον κοινωνικό πόλεμο (είτε κινήσεων είτε θέσεων)-χρειάζεται σκοπούς. Το αστικό στρατόπεδο της εποχής μας τους έχει (ιδιωτική ιδιοκτησία, κέρδος, ελεύθερη αγορά, ανταγωνιστικότητα και εθνική ενότητα) και νικάει καθώς αυτούς τους σκοπούς τους διαχέει σ’ όλη την κοινωνία. Αυτό που κυρίως λείπει για να συγκεντρωθεί ο «στρατός» που θα υπονομεύσει την αστική ηγεμονία και τελικά θα επικρατήσει, είναι οι δικοί του σκοποί-κοινωνική ιδιοκτησία, λαϊκές ανάγκες, εργατικός κοινωνικός έλεγχος, αλληλεγγύη και εργατικός διεθνισμός. Αυτοί οι σκοποί, όχι ως αφαιρέσεις και μακροπρόθεσμοι στόχοι, αλλά ως αναγκαίες απαντήσεις στα προβλήματα του σήμερα, χρειάζονται πάνω απ’ όλα σήμερα.
Μπάμπης Συριόπουλος