Ένας διαρκής αγώνας για λευτεριά και αξιοπρέπεια, μια πραγματική εποποιία αλύγιστων αγωνιστών-καθημερινών ανθρώπων αναδεικνύεται από τις σελίδες του βιβλίου του Θεσσαλονικιού αγωνιστή Μόρφη Στεφούδη, που έζησε από κοντά συγκλονιστικά γεγονότα. Αξίζει να διαβαστεί, ειδικά από τη νέα γενιά.
Στο βιβλίο του Μόρφη Στεφούδη Κει π’ ανθίζουν τα χαμόγελα, είν’ ο δικός μας κόσμος (εκδ. ΚΨΜ, 2019) καταγράφονται μνήμες από τη δράση της Αριστεράς από την Κατοχή μέχρι και τις μέρες μας. Ο Θεσσαλονικιός αγωνιστής έρχεται από τη γενιά των Λαμπράκηδων, που η νιότη τους σφραγίστηκε από τα πέτρινα χρόνια της σκληρής μετεμφυλιακής περιόδου. Αν και δεν είναι βιβλίο ιστορίας, είναι ένα βιβλίο «αυτογνωσίας» που μας βοηθά να διαβάσουμε την ιστορία.
Ξεχωρίζουν τα γεγονότα που σφραγίζουν τη ζωή του συγγραφέα. Η αγωνιστική συμμετοχή της οικογένειάς του στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και στον ΔΣΕ σημαδεύεται από το χαμό της μάνας του Μαρίας, που δολοφονήθηκε από ΜΑΫδες στα Κερδύλια έπειτα από προδοσία, ενώ ο πατέρας του Χριστόδουλος παρέμεινε για χρόνια στις φυλακές. Αποτυπώνεται η απόφαση μιας γενιάς ανθρώπων γεννημένων στη σκληρή φτώχεια να παλέψουν για επιβίωση και για μια καλύτερη ζωή, μετά τη διπλή εμπειρία του ελληνοϊταλικού πολέμου και τη διαφυγή της κρατικής ηγεσίας στο Κάιρο στο ξεκίνημα της Κατοχής. Αυτή η «αποκοτιά» δεν συγχωρέθηκε ποτέ από την άρχουσα τάξη.
Η δεκαετία του 1960 αποτυπώνεται με συγκλονιστικές προσωπικές περιγραφές, ειδικά από τις τραγικές στιγμές όπου δολοφονούνται στη Θεσσαλονίκη από κράτος και παρακράτος το πρωτοπόρο στέλεχος της Νεολαίας ΕΔΑ Στέφανος Βελδεμίρης στις εκλογές του 1961 και ο βουλευτής Γρηγόρης Λαμπράκης δυο χρόνια μετά. Ο Βελδεμίρης, στενός φίλος του Στεφούδη, δολοφονείται μπροστά στα μάτια του από τον αστυνομικό Σπύρο Φιλίππου, που έμεινε ατιμώρητος.
Ο συγγραφέας μέσα από τη δική του εμπειρία στρέφεται ενάντια στην επιλογή της ηγεσίας να γίνεται ουρά της Κεντροαριστεράς. Όπως και διαφωνεί με τη στροφή που απαλλάσσει τη Δεξιά από τις ενοχές της, θυμίζοντας πως η Παπαρήγα σε ημερίδα της Βουλής απάλλασσε τον Καραμανλή για τη δολοφονία Λαμπράκη. Η ηγεσία της Αριστεράς και της ΕΔΑ, και των δύο ρευμάτων που κατόπιν διασπάστηκαν σε ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτ., βυθισμένη στις κοινοβουλευτικές αυταπάτες και στον κυβερνητισμό, δεν έβλεπε τα σημάδια. Ήταν για το συγγραφέα «μεθυσμένη» από την εκλογική επιτυχία της ΕΔΑ το 1958 και είχε «έρωτα» για την Ένωση Κέντρου, ελπίζοντας να γίνει κυβερνητικός εταίρος.
Νέοι άνθρωποι, χωρίς την ηττοπάθεια της προηγούμενης φάσης, δεν παραδέχονταν
ότι δεν θα χαρούν τη ζωή επειδή ήταν «χαρακτηρισμένοι»
Αυτό που έβγαζε τους ηττημένους από το περιθώριο ήταν η ασυμβίβαστη λογική και η σύγκρουση με το καθεστώς των Πέτρινων Χρόνων.
Για τους Λαμπράκηδες και τη νεολαία της ΕΔΑ η ανάταση του λαϊκού κινήματος ήταν αποτέλεσμα της λαχτάρας μιας γενιάς να ζήσει σπάζοντας τα όρια της περιθωριοποίησης που επέβαλλε το μετεμφυλιακό καθεστώς. Νέοι άνθρωποι, χωρίς την ηττοπάθεια της προηγούμενης φάσης, δεν παραδέχονταν ότι δεν θα χαρούν τη ζωή επειδή ήταν «εγνωσμένων κοινωνικών φρονημάτων». Διαμόρφωσαν ένα μαχητικό και ριζοσπαστικό ρεύμα που έγραψε ιστορία στα Ιουλιανά του 1965. Τότε που η ΕΔΑ με τα «5 σημεία» της και την αποδοχή από πλευράς της του πολιτεύματος (του βασιλιά δηλαδή) έδειξε ότι ούτε την επιθετικότητα του αντιπάλου αντιλαμβανόταν ούτε αποφασιστικότητα να συγκρουστεί κλιμακώνοντας είχε. Είχε ανοίξει ο δρόμος για τη δικτατορία του 1967.
Το βιβλίο διαπερνά ακόμα η συμμετοχή του συγγραφέα ως εργάτη στις προσπάθειες για ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος και χειραφέτηση από τον εργοδοτικό και κρατικό συνδικαλισμό. Καταγράφεται η σκληρή μάχη για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλισμού κόντρα στο καθεστώς του «μακρηθοδωρισμού» μετά τον Εμφύλιο με τις 115 ΣΕΟ (Συνεργαζόμενες Εργατοϋπαλληλικές Οργανώσεις), που έφτασαν τις 1.000 πριν τη δικτατορία του 1967, μέχρι τους συντονισμούς πρωτοβάθμιων σωματείων στις μέρες των μνημονίων.
Αυτά ξεδιπλώνονται μέσα από τις μνήμες της πολιτικής δράσης, πολλές φορές στην παρανομία, τις δυσκολίες της βιοπάλης, τις φωτεινές στιγμές της φιλίας, της συντροφικότητας, του έρωτα και των οικογενειακών δεσμών.
Οι άνθρωποι δεν παρουσιάζονται αλάνθαστοι και ατρόμητοι. Έχουν αδυναμίες, αντιφάσεις, με όρια και δισταγμούς. Μέσα από τη συλλογική πάλη φανερώνουν δύναμη και ψυχικό μεγαλείο. Αν και τους καθηλώνει ο φτωχός θεωρητικός εξοπλισμός, δεν είναι άβουλα στρατιωτάκια, έχουν άποψη, όσο επέτρεπαν οι πολεμικές συνθήκες, η παρανομία, οι δυσκολίες.
Ως καταστάλαγμα αυτών των εμπειριών ο συγγραφέας καταθέτει την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό, αυτό που ονομάστηκε ελληνικός, τρίτος δρόμος, ευρωκομμουνισμός και σφράγισε την πολιτική τακτική της Αριστεράς για δεκαετίες, από την ΕΔΑ και την Αλλαγή του ΚΚΕ μέχρι την «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κόσμος αλλάζει για το συγγραφέα με την πάλη για την ανατροπή που συνδέει τον αγώνα για το ψωμί με την άλλη κοινωνία.
Γιώργος Κρεασίδης