Γερμανία-Γαλλία
Γιώργος Παυλόπουλος
Η κυβερνητική αστάθεια στο Βερολίνο αποδυναμώνει την Μέρκελ και δίνει στον Γάλλο πρόεδρο τη δυνατότητα να κάνει σχέδια όχι μόνο για το ξεπέρασμα της δικής του κρίσης, αλλά και για ηγεμονία στην ΕΕ
Στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος, λέει η γνωστή παροιμία. Φαίνεται δε ότι στην περίπτωση της ΕΕ και του Μακρόν, αυτή ταιριάζει… γάντι, καθώς ο πρόεδρος της Γαλλίας επιχειρεί να εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες των εταίρων του όχι απλώς για να ξεπεράσει τις δικές του και την ήττα του από την Λεπέν, αλλά και για να προωθήσει δυναμικά τα συμφέροντα της γαλλικής αστικής τάξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ειδικά μετά την νέα κρίση που ξέσπασε στο Βερολίνο, όπου οι συνέπειες στο πολιτικό σύστημα από το τσουνάμι των πρόσφατων ευρωεκλογών δεν έχουν αποκαλυφθεί σε όλη τους την έκταση, ο Μακρόν μοιάζει να θεωρεί ότι οι συνθήκες είναι οι καλύτερες δυνατές για να σημειώσει σοβαρές επιτυχίες – αποδεικνύοντας, έτσι, ότι στο τέλος δεν νικούν πάντα οι Γερμανοί!
Αυτή τη φορά, στο επίκεντρο των αναταράξεων που σημειώνονται στην ισχυρότερη χώρα της ΕΕ βρίσκονται οι Σοσιαλδημοκράτες. Το 15,8% που συγκέντρωσαν στις ευρωεκλογές, με αποτέλεσμα να χάσουν την δεύτερη θέση από τους Πράσινους και μάλιστα με διαφορά 5 ποσοστιαίων μονάδων, δίνει στην κρίση τους υπαρξιακά χαρακτηριστικά, καθώς αυτό που κυριολεκτικά διακυβεύεται είναι το μέλλον τους ως κόμματος. Η δε παραίτηση της προέδρου τους, Αντρέα Νάλες – της «τελευταίας σοσιαλδημοκράτισσας», όπως την χαρακτήρισε το περιοδικό Der Spiegel – αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου των διεργασιών που συντελούνται στην ηγεσία και τη βάση.
Βεβαίως, οφείλουμε εξαρχής να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Παρά τις σκέψεις και τα σχέδια γύρω από μια ριζική ανανέωση του πολιτικού σκηνικού της Γερμανίας, που θέλει τους Πράσινους να αναλαμβάνουν τον ρόλο που έπαιζαν μέχρι σήμερα οι Σοσιαλδημοκράτες, το SPD ούτε έχει πεθάνει ούτε έχει πει την τελευταία του λέξη, όπως εσπευσμένα και αβίαστα σπεύδουν κάποιοι να συμπεράνουν. Κι αυτό, όχι τόσο εξαιτίας της μακράς ιστορίας του ή και των ριζών που έχει στη γερμανική κοινωνία, αλλά κυρίως λόγω των ισχυρών και οργανικών δεσμών που έχει οικοδομήσει όλες τις προηγούμενες δεκαετίες με την αστική τάξη και το κεφάλαιο της χώρας. Προφανώς δε και με τα συνδικάτα, τα οποία μπορεί να χάνουν διαρκώς μέλη, όμως δεν παύουν να αποτελούν ένα καθοριστικό κρίκο στην αλυσίδα της διαμεσολάβησης ανάμεσα στο σύστημα εξουσίας και τους εργαζόμενους, που διασφαλίζει «κοινωνική ειρήνη» ακόμη και σε πολύ δύσκολες περιόδους – με τα απαραίτητα, φυσικά, ανταλλάγματα…
Οι Σοσιαλδημοκράτες μπροστά στην απειλή να πεταχτούν στα σκουπίδια της ιστορίας
Κάτι ανάλογο ισχύει και με τις προβλέψεις για το μέλλον της κυβέρνησης Μέρκελ, πολλές από τις οποίες την θέλουν να μην… βγάζει τη χρονιά. Αν και αυτό κάθε άλλο παρά αποκλείεται, η τροπή που θα πάρουν οι εξελίξεις θα κριθεί αποκλειστικά από τις επιλογές στα κονκλάβια της αστικής τάξης – οι οποίες, στη συνέχεια, θα αποτυπωθούν στην εκλογή της νέας ηγεσίας του SPD (πιθανώς το φθινόπωρο) και την απόφαση για συνέχιση ή μη της συνεργασίας με τους Χριστιανοδημοκράτες. Ακόμη και στο σενάριο του διαζυγίου, πάντως, δεν οδηγεί αυτομάτως σε κάλπες, μιας και υπάρχει πάντα η εναλλακτική της συμμαχίας με τους Φιλελεύθερους και τους Πράσινους, σε ένα συνασπισμό τύπου «Τζαμάικα» – αν και η αλήθεια είναι ότι οι δεύτεροι θα πιέσουν για εκλογές, ώστε να αποτυπωθεί η δυναμική τους (ορισμένες δημοσκοπήσεις τους φέρνουν πρώτους) και να διαπραγματευτούν από καλύτερες θέσεις.
Σε κάθε περίπτωση, η ουσία είναι ότι όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά, κάτι που στερεί από την Μέρκελ την ιδιότητα της «σιδηράς καγκελαρίου», η οποία κάνει ό,τι θέλει και στις Βρυξέλλες. Με δεδομένο, επίσης, το γεγονός ότι η Βρετανία είναι με το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω, ενώ η Ιταλία βρίσκεται σε τροχιά ρήξης με την Κομισιόν και δεν αποκλείεται να οδηγηθεί επίσης σε εκλογές, εύκολα εξηγείται το γιατί ο Μακρόν κάνει φιλόδοξα σχέδια. Αρχικά για την τοποθέτηση στην προεδρία της Κομισιόν και (γιατί όχι;) της ΕΚΤ, του Συμβουλίου και της Ευρωβουλής ανθρώπων της δικής του εμπιστοσύνης και όχι των επιλογών του Βερολίνου. Στη συνέχεια δε για να ακολουθήσει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα μια κατεύθυνση πιο βολική για τα Παρίσι – αν και σίγουρα ακόμη πιο αντιδραστική.