Crvena inicijativa Σερβίας (Red Initiative, Κόκκινη Πρωτοβουλία)
Τα εθνικά ζητήματα, όχι μόνο στα Βαλκάνια, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις επαναστατικές και κοινωνικές διαδικασίες γενικά. Η τοποθέτηση απέναντι σε συγκεκριμένα ερωτήματα σε σχέση με το εθνικό ζήτημα είναι απαραίτητη για την περεταίρω ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος. Ο στόχος της δημόσιας τοποθέτησης σε αυτό το ζήτημα δεν είναι μια προσπάθεια να δώσουμε «συμβουλές» στην αστική τάξη που κυβερνά σε Βελιγράδι, Πριστίνα, Βρυξέλλες, Μόσχα ή Ουάσιγκτον, αλλά το να διαμορφωθεί μια στρατηγική γραμμή που θα κάνει δυνατό, από μία οπτική, να ξεπεραστεί η τωρινή κατάσταση της παρατεταμένης σύγκρουσης που χρησιμοποιείται από πολλούς παράγοντες, αλλά όχι από τις ευρείες λαϊκές μάζες στα Βαλκάνια.
Από τότε που ξεκίνησε η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, σε πολλά νέα κράτη, στις πρώην ομοσπονδιακές δημοκρατίες, εμφανίστηκε μια σημαντική αύξηση των εθνικιστικών ιδεολογιών, ως μια ενοποιητική δύναμη περισσότερων από μία αντιδραστικών τάσεων: συντηρητικών, κληρικών, καπιταλιστικών και ούτω καθεξής. Αρχικά, τι είναι εθνικισμός; Ο εθνικισμός είναι μια ιδεολογική τάση που αποτελεί στοιχείο διάφορων αστικών ιδεολογιών. Ο εθνικισμός ερμηνεύει τον κόσμο μέσα από το πρίσμα των εθνικών σχέσεων και ανήκει στις αποκαλούμενες «αστικές» δηλαδή καπιταλιστικές ιδεολογίες, γιατί το έθνος ως εθνοτικός σχηματισμός γεννήθηκε με την εμφάνιση του καπιταλισμού. Τα έθνη ως εθνοτικοί σχηματισμοί δεν υπάρχουν πριν τον καπιταλισμό, υπήρχαν μόνο λαοί. Λαός και έθνος δεν ταυτίζονται, αλλά αυτό δεν το καταλαβαίνουν οι εθνικιστές, είτε λόγω των ορίων της ιδεολογίας τους είτε σκόπιμα. Ο εθνικισμός προβάλλει την ενιαιότητα των συμφερόντων εντός ενός έθνους, το οποίο στην πράξη σημαίνει ότι περιμένουν από τις καταπιεζόμενες μάζες και τις εκμεταλλευόμενες τάξεις να υποστηρίξουν τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, της τάξης που τους εκμεταλλεύεται.
Η κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας και ο πόλεμος που την ακολούθησε δικαιολογούνται ιδεολογικά και καλύπτονται από τους εθνικισμούς – τον Σερβικό, τον Κροατικό, τον Σλοβένικο, τον Βοσνιακό, αυτόν του Μαυροβουνίου, τον Μακεδονικό και τον Αλβανικό. Για όλους τους εθνικιστές, παρόλο που προσπαθούν να εκδηλώσουν μίσος και εχθρότητα ο ένας απέναντι στον άλλο, ο μεγαλύτερος εχθρός για αυτούς είναι η ιδέα της ένωσης, της ισότητας και της φιλίας.
Από όλες τις εθνικιστικές εντάσεις, στη Σερβία, όπου δρούμε ως συλλογικότητα, το αποκαλούμενο και ζήτημα του Κόσοβου λαμβάνει την πιο σημαντική θέση. Για να εξηγήσουμε την στάση μας απέναντι σε αυτό, την οποία τη θεωρούμε διεθνιστική, πρέπει να ξεκινήσουμε από τον τελικό μας στόχο: πρέπει να παλέψουμε ενάντια στην στενότητα του μυαλού, την στενότητα της συνείδησης, και τις συγκρούσεις που δημιουργεί συνεχώς.
Αυτό δεν είναι νέο πρόβλημα για τις κομμουνιστικές οργανώσεις στα Βαλκάνια. εκτός από αυτό, για σχεδόν τρεις δεκαετίες ο εθνικισμός αντιπροσωπεύει τη βασική ιδεολογία της άρχουσας τάξης στη δημιουργία των κρατών που προέκυψαν από τα ερείπια της Γιουγκοσλαβικής κοινότητας. Έχουμε επίσης πολλά παραδείγματα από την ιστορία όπου η σωστή απόκριση σε αυτό το ερώτημα ήταν μεγάλης σημασίας για την επαναστατική διαδικασία. Το πιο σημαντικό παράδειγμα είναι φυσικά η σχέση ανάμεσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας και τον αγώνα της Λαϊκής Απελευθέρωσης (αντάρτικος στρατός κατά τον Β΄ Παγκόσμιο), όπου η σωστή γραμμή απάντησης στο ερώτημα αυτό ήταν κλειδί για τη νίκη εντός των μαζών, και με αυτό, για τη νίκη στο πεδίο της μάχης.
Επομένως ποια είναι η σχέση μας με το αποκαλούμενο ζήτημα του Κοσόβου; Αρχικά, το ζήτημα του Κοσόβου είναι ένα από τα παραδείγματα για το πού οδηγούν οι εθνικιστικές πολιτικές και οι πολιτικές διακρίσεων. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, η εθνικιστική ελίτ από το Βελιγράδι επέβαλε ένα είδους άπαρτχαϊντ στο Κόσοβο απαγορεύοντας στους Αλβανούς να αγοράζουν ακίνητα, καθώς και με πολιτικά μέτρα και πιέσεις από τις αρχές (αλλά και από την Αλβανική εθνικιστική πλευρά που επίσης είχε οφέλη από μια τέτοια ένταση), και ακολούθησαν μαζικές απολύσεις από χώρους εργασίας των αλβανικής καταγωγής πολιτών, που άνοιξε το δρόμο στην εθνική ομογενοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση μέσα στην αλβανική πολιτική δράση.
Αυτή η κατάσταση φυσικά χρησιμοποιήθηκε από τον ιμπεριαλισμό και συνδυάστηκε με τη στρατιωτική επέμβαση. Έγινε έτσι κρίσιμος παράγοντας, όχι μόνο στα κυρίαρχα πολιτικά ρεύματα αλλά και στις σχέσεις των νέο-ιδρυθέντων κρατών. Για αυτό έχουμε μια κατάσταση στην οποία οι Σέρβοι και οι Αλβανοί τρέχουν στις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον για να μιλήσουν μεταξύ τους, κάτω από την πίεση των προβλημάτων τους.
Μετά την στρατιωτική επέμβαση που αναφέρθηκε παραπάνω, οι Αλβανοί εξτρεμιστές εθνικιστές χρησιμοποίησαν την κατάσταση για τους σκοπούς τους και με τη βία άλλαξαν την εθνική σύνθεση του Κοσόβου, κάτι που οδήγησε στην μετακίνηση της Σερβικής κοινότητας και πρακτικά στην εξαφάνιση της κοινότητας των Ρομά/Τσιγγάνων. Αντιμετωπίζουμε αυτό το πρόβλημα με παρόμοια βαρύτητα σε σχέση με τη βία που αντιμετώπισε η αλβανική κοινότητα κατά την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα.
Από αυτήν την άποψη, με τι είδους ενιαία πολιτική είμαστε, λαμβάνοντας υπόψιν όλους τους παράγοντες της πρόσφατης ιστορίας, αλλά και για ποιο σκοπό παλεύουμε;
Πρώτα και κύρια, η πολιτική που επιβάλλεται από τα δυτικά κέντρα εξουσίας και που υποστηρίζεται από συγκεκριμένους οργανισμούς στα Βαλκάνια, ανάμεσα στους οποίους και η Σερβία, σχετικά με την αναγκαιότητα της αναγνώρισης της κρατικής ανεξαρτησίας του Κοσόβου είναι πρακτικά παράλογη. Το Κόσοβο δεν είναι κράτος, είναι προτεκτοράτο και μια ψευδαίσθηση ανεξάρτητης κρατικής οντότητας. Η αναγνώριση του κράτους σε αυτήν την περίπτωση έχει μόνο συμβολική σημασία και όχι αληθινή. Θεωρούμε σημαντικό να το πούμε αυτό, γιατί πρέπει να αναλύουμε και να εκτιμάμε την κατάσταση σωστά ώστε να εξάγουμε σωστή πολιτική.
Από την άλλη οπτική, είναι απαραίτητο να εναντιωνόμαστε και να καταδικάζουμε κάθε επιθετική, προβοκατόρικη, σοβινιστική και επεκτατική πολιτική που υπάρχει στην πολιτική της Σερβίας.
Πιστεύουμε πως το πρώτο βήμα προς τη δημιουργία μιας ίσης κοινότητας των Βαλκανίων είναι οι επαναστάτες, κομμουνιστές και όλοι οι προοδευτικοί άνθρωποι γενικά να παλέψουν και να ξεπεράσουν τον εθνικισμό των μεγάλων κρατών στις περιοχές που ζουν. Το πρώτο καθήκον των κομμουνιστών στη Σερβία είναι το να εναντιωθούν στον σερβικό εθνικισμό. Αντίστοιχα στο Κόσοβο η εναντίωση στον αλβανικό εθνικισμό, στην Κροατία στο κροατικό εθνικισμό και πάει λέγοντας. Επομένως, καταδικάζουμε κάθε πολιτική που προωθεί την επιστροφή του Κοσόβου κάτω από την κυριαρχία της πολιτικής ελίτ του Βελιγραδίου. Επίσης, καταδικάζουμε κάθε πολιτική σκόπιμης και βίαιης αλλαγής της εθνικής σύνθεσης στην εκάστοτε περιοχή.
Είμαστε υπέρ της κοινότητας Σέρβων και Αλβανών στο Κόσοβο σε ίσα, ομοσπονδιακά θεμέλια ανάμεσα σε Σερβία και Κόσοβο πρώτα από όλα. Από αυτήν την άποψη, αντί για πρόβλημα, το Κόσοβο μπορεί να γίνει μία από τις λύσεις. Θεωρούμε πως είναι σωστό αυτή τη στιγμή όλοι να παλέψουμε ενάντια στην εθνική ιδεολογία, ο καθένας ενάντια στη «δική του», και στις εθνικιστικές πολιτικές. Επίσης, πρέπει να βρούμε τη δύναμη να καταδικάσουμε τους εγκληματίες πολέμου που προέρχονται από τη «δική μας» πλευρά. Μια τέτοιου είδους πολιτική όχι μόνο είναι εφικτή, αλλά και απαραίτητη. Σε αντίθεση με τις ελπίδες και τις επιδιώξεις των εθνικιστών και από τις δύο πλευρές, πρέπει να αποδεχθούν το γεγονός ότι, ευτυχώς, είναι αδύνατο να οργανωθούν καταστροφές ή εκδιώξεις ολόκληρων εθνοτικών κοινοτήτων από την περιοχή και πως η μόνη λύση είναι να βρούμε τρόπους να ζούμε μαζί, όπως συνέβαινε στο μεγαλύτερο μέρος της κοινής ιστορίας των δύο κοινοτήτων.
Με τον ίδιο τρόπο, ένα από τα αιτήματα για τα οποία παλεύουμε είναι η επιστροφή όλων των εκδιωγμένων και προσφύγων στα σπίτια στα οποία ζούσαν πριν τον πόλεμο. Από αυτήν την άποψη είναι απαραίτητο να καταδικάσουμε τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις γιατί μπροστά στα μάτια τους και με τη δική τους στήριξη οι σοβινιστές επιτέθηκαν σε και εκδίωξαν μειονότητες – Σέρβους, Ρομά/Τσιγγάνους, Εβραίους, Γκοράνι και άλλους.
Η τωρινή φάση της κρίσης χαρακτηρίζεται από την αδυναμία της ΕΕ να λύσει τη κρίση στην οποία είναι αναμεμειγμένη για πάνω από δύο δεκαετίες. Και οι δύο πλευρές αποδέχθηκαν συγκεκριμένες υποχρεώσεις τις οποίες δεν είναι διατεθειμένες να τηρήσουν. Σε αυτή τη φάση, στο πεδίο ο αλβανικός εθνικισμός είναι πιο επιθετικός λόγω της ευθείας και ανοικτής στήριξης του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ. Για αυτό το λόγο κάποιες πρωτοβουλίες άρχισαν να προσπαθούν να εμπλέξουν και άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στην διαπραγματευτική διαδικασία, πρώτα από όλα τις ΗΠΑ. Αλλά είναι μη ρεαλιστικό να περιμένεις ότι οι ΗΠΑ θέλουν ή μπορούν να λύσουν το αυτό το πρόβλημα στα πλαίσια του υπάρχοντος συστήματος, γιατί έχει φανεί στην πράξη ότι στο καπιταλιστικό σύστημα οι εθνικές αντιθέσεις είναι αδύνατο να λυθούν, γιατί υπάρχουν πολλές επιδιώξεις, εδαφικές, πολιτικές και πάει λέγοντας, από όλους εναντίον όλων, που ποτέ δεν έπαψαν να υφίστανται. Απλά περιμένουν την κατάλληλη για αυτούς στιγμή και δουλεύουν προς την κατεύθυνση του να γίνει αυτή αισθητή.
Για να γίνουν εφικτά όσα λέμε, πρέπει να ηττηθούν δύο πολιτικές: η εθνικιστική πολιτική των συγκρούσεων και η ιμπεριαλιστική πολιτική κυριαρχίας που αναζωπυρώνει και εκμεταλλεύεται μια τέτοια κατάσταση. Όταν οι Αλβανικές μάζες καταλάβουν ότι στο δρόμο για αληθινή ανεξαρτησία εμπόδιο είναι ο δυτικός ιμπεριαλισμός που ως τώρα αντιμετωπίζεται ως σωτήρας, και όταν οι μάζες αρχίσουν την πάλη ενάντια σε αυτόν τον ιμπεριαλισμό, θεωρούμε πως το καθήκον των κομμουνιστών στη Σερβία είναι το να στηρίξουν και να βοηθήσουν τις Αλβανικές μάζες σε αυτόν τον αγώνα.
Το συμπέρασμα είναι: Οι λαοί της Σερβίας, της Αλβανίας, της Κροατίας, της Βοσνίας, του Μαυροβουνίου, της Μακεδονίας και των υπόλοιπων Βαλκανίων μπορούν να ζήσουν σε ένα κράτος, μόνο εάν είναι τα ενοποιημένα Βαλκάνια. Για να το θέσουμε πιο σωστά, όλα αυτά τα «εθνικά ζητήματα», μπορούν να λυθούν με την ήττα των εθνικιστικών πολιτικών, και όλα μαζί με την κοινή δράση της ενωμένης πάλης ενάντια στο μίσος και την καταπίεση.
Ζήτω η κοινότητα των ίσων λαών!
Ενάντια στο εθνικιστικό μίσος!
Crvena inicijativa Σερβίας (Red Initiative, Κόκκινη Πρωτοβουλία)
Κομμουνιστική συλλογικότητα με έδρα τη Σερβία, με σκοπό να επαναθεμελιώσει τη θεωρία και την πρακτική της κοινωνικής χειραφέτησης των εργαζομένων, να ενθαρρύνει και να υποστηρίξει διάφορες μορφές οργάνωσης των εργαζομένων, να διερευνήσει τις νέες προοπτικές της ταξικής πολιτικής, να διαδώσει τη σημασία του αγώνα ενάντια σε όλες τις μορφές ανισότητας, κατά της εκμετάλλευσης, του ιμπεριαλισμού και του εθνικισμού και να συμβάλει στην περαιτέρω ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας και της πολιτικής ανάλυσης