Ανάλυση
Μπάμπης Συριόπουλος
Η πτώση ή η καθήλωση των μισθών, η διάδοση της ελαστικής και ανασφαλούς εργασίας στην ΕΕ δεν έγινε, φυσικά, ούτε μόνο λόγω αλλαγών στην τεχνολογία και στην οικονομία. Η υπονόμευση της σταθερής εργασίας και των μισθών ήταν σχεδιασμένη από τις κυβερνήσεις προς όφελος του κεφαλαίου. Σε αυτόν τον σχεδιασμό, η ίδια η ΕΕ με τις κατευθύνσεις της παίζει κυρίαρχο ρόλο.
Πρώτη προτεραιότητα, ο εσωτερικός εχθρός
Η συζήτηση για τη θέση της εργασίας και των εργαζομένων στην ΕΕ, για το ύψος των μισθών και τον βαθμό εκμετάλλευσης, για τις εργασιακές σχέσεις και τα εργατικά δικαιώματα, έχει δύο πλευρές: Πρώτον, την πραγματικότητα στις χώρες της ΕΕ και, δεύτερον, τον ρόλο της ίδιας της ΕΕ με τις ρυθμίσεις και τις αποφάσεις της που παίζουν όλο και πιο αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της πραγματικότητας. Αυτή η συζήτηση αποκαλύπτει την αντιδραστική-αντεργατική ουσία της σημερινής «ενωμένης Ευρώπης», σε αντίθεση με την παρουσίασή της ως προπύργιο του διαφωτισμού και προμαχώνα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η στοχευμένη παρέμβαση της ΕΕ για την ανασυγκρότηση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού απέναντι στον εσωτερικό αντίπαλό του, την εργατική τάξη, είναι το κλειδί για την εξήγηση και των υπόλοιπων πλευρών της πολιτικής της: Της αλλεργίας της απέναντι στη δημοκρατία, τη λαϊκή βούληση και τα δημοψηφίσματα, της αυταρχικής κατασταλτικής της θωράκισης, της αντιμεταναστευτικής της πολιτικής. Η εναρμόνιση του θεσμικού-νομικού πλαισίου με τις ανάγκες του κεφαλαίου δεν επιβάλλεται στις κυβερνήσεις των χωρών-μελών παρά τη θέλησή τους. Εξάλλου, οι τελευταίες παίρνουν μέτρα σε αντίστοιχη κατεύθυνση με δική τους πρωτοβουλία, ανάλογα βέβαια με τις συνθήκες της ταξικής πάλης σε εθνικό επίπεδο. Οι παρεμβάσεις της ΕΕ συντονίζουν, νομιμοποιούν και θωρακίζουν απέναντι στο εργατικό κίνημα αυτές τις ρυθμίσεις, «απενοχοποιώντας» τις εθνικές κυβερνήσεις.
Η κατίσχυση απέναντι στον εσωτερικό εχθρό είναι η πρωταρχική προϋπόθεση για την επιτυχία στους εμπορικούς πολέμους με τους ανταγωνιστές της ΕΕ σε παγκόσμιο επίπεδο (ΗΠΑ, Κίνα κτλ.).
Η κατάσταση στην Ευρώπη αντανακλά την ήττα του εργατικού κινήματος και την επέκταση της ελαστικής και ανασφαλούς εργασίας.
Το 25% των πολιτών της ΕΕ ζουν κάτω απ’ το όριο της φτώχειας. Από το 2005 μέχρι το 2015, η εισοδηματική ανισότητα μεγάλωσε με βάση και τα επίσημα στοιχεία. Η αναλογία του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% σε σχέση με αυτό του φτωχότερου 20% ανέβηκε το 2015 στο 5,2 από 4,7 το 2005. Στη Μεγάλη Βρετανία δε, η αναλογία είναι 17 και αυτό έχει μεγάλη σημασία για τις λαϊκές διαθέσεις απέναντι στην ΕΕ. Στις χώρες που χτυπήθηκαν περισσότερο από την κρίση παρατηρείται επίσης αύξηση αυτού του δείκτη ανισότητας.
Η ανεργία, με τα επίσημα στοιχεία, κινείται κατά μέσο όρο στο 8-10% και φτάνει μέχρι το 20%. Η αναιμική ανάκαμψη έχει οδηγήσει στη μείωσή της, ωστόσο οι μισθοί εξακολουθούν να πέφτουν και σε ονομαστικές και σε πραγματικές τιμές (με τον συνυπολογισμό του πληθωρισμού). Οι Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς κάνουν λόγο για το «παράδοξο μιας ανάπτυξης στην ευρωζώνη με χαμηλούς μισθούς». Πράγματι, μετά τη σχετική άνοδο μέχρι το 2015, οι μισθοί έμειναν έκτοτε καθηλωμένοι, ενώ οι τιμές σε τρόφιμα και ενέργεια έχουν ανέβει. Σε κάθε περίπτωση, η απόσταση από το προ κρίσης επίπεδο (πριν από το 2008-9) είναι πολύ μεγάλη.
Ισοπεδώνονται συστηματικά δικαιώματα και κατακτήσεις
Κανένα παράδοξο, βέβαια, δεν υπάρχει. Αυτή η κατάσταση αντανακλά την ήττα του εργατικού κινήματος και την εΙσοπεδώνονται συστηματικά δικαιώματα και κατακτήσειςπέκταση της ελαστικής και ανασφαλούς εργασίας. Η αύξηση της απασχόλησης που εμφανίζουν τα στοιχεία είναι «κούφια». Οι ώρες ανά εργαζόμενο δεν αυξάνονται αλλά μειώνονται – φυσικά, όχι λόγων κατακτήσεων για μείωση του εργάσιμου χρόνου στην πλήρη απασχόληση, αλλά εξαιτίας της ραγδαίας αύξησης του ποσοστού της μερικής απασχόλησης πανευρωπαϊκά μετά το 2009. Στη Γερμανία, ηγέτιδα δύναμη στην ΕΕ, υποτιθέμενο παράδεισο και γη της επαγγελίας για τους ξεριζωμένους από τον πόλεμο και τη φτώχεια πρόσφυγες, η ζώνη της «κανονικής» εργασίας μειώθηκε από 80% (στο σύνολο της μισθωτής εργασίας) το 1991 στο 69% το 2019. Όσο για τη ζώνη της μερικής επισφαλούς εργασίας είναι ενδεικτικό ότι τέσσερα εκατ. Γερμανοί παίρνουν 400 ευρώ μισθό ενώ νοικοκυριά που περιλαμβάνουν συνολικά 30 εκατ. ανθρώπους βλέπουν τα εισοδήματά τους να μειώνονται σταθερά από το 1990. Το 1998, το 65% των εργαζόμενων καλύπτονταν από κλαδικές συμβάσεις, ενώ το 2014 μόνο το 43%, προς όφελος των επιχειρησιακών και των ατομικών με χειρότερους εννοείται όρους.
Κομβικό σημείο σ’ αυτή την πορεία ήταν η λεγόμενη «Ατζέντα 2010» που εφαρμόστηκε από το 2002 από τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Σρέντερ και οι «μεταρρυθμίσεις Χαρτς» από το όνομα του στελέχους της Φολκσβάγκεν, Πέτερ Χαρτς, που τις εμπνεύστηκε. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις καθιέρωσαν τα mini-jobs (μικρές δουλειές) των 400 ευρώ, μείωσαν τη χρονική διάρκεια χορήγησης του επιδόματος ανεργίας και θέσπισαν την αυστηρή παρακολούθηση των ανέργων από τις αρμόδιες υπηρεσίες για να διαπιστώνεται αν δείχνουν τον ανάλογο ζήλο στην αναζήτηση εργασίας. Η κεντρική ιδέα ήταν ότι «το κοινωνικό κράτος δεν εξασφαλίζει πλέον την άνετη διαβίωση, αλλά απλώς τη διαβίωση». Από τότε, η οικονομική βοήθεια προς τους μακροχρόνια ανέργους δεν υπολογίζεται σύμφωνα με το μισθό που έπαιρναν πριν απολυθούν, αλλά ανάλογα «με τις ανάγκες τους». Σαν σκηνές από ταινία προσεχώς, δηλαδή, που αποτυπώνει την πλήρη κατεδάφιση των μεταπολεμικών κατακτήσεων του εργατικού κινήματος πανευρωπαϊκά.
Όσο για την Ελλάδα, σύμφωνα με το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, μετά το 2010 έχουν υποχωρήσει και οι μισθοί και η παραγωγικότητα της εργασίας. Ωστόσο, ενώ η μείωση μισθού και ημερομισθίων την περίοδο 2010-2018 είναι περίπου 20%, η μείωση της παραγωγικότητας την ίδια περίοδο είναι 6%. Η μεγάλη αυτή διαφορά πήγε εξ ολοκλήρου στο επιχειρηματικό κέρδος. Για του λόγου το αληθές, το 2018 το 42% του συνόλου των μισθωτών (811.000) έπαιρνε κάτω από 700 ευρώ μισθό, ενώ το 22,13% (422.150) κάτω και από 300 ευρώ. Η μερική απασχόληση κατά τη δεκαετία 2008-2018 ανέβηκε από 8,2% στο 13,7% των μισθωτών ,ενώ κατά τους πρώτους οχτώ μήνες του 2018 το 61% των προσλήψεων αφορούσε θέσεις μερικής και εκ περιτροπής εργασίας. Οι αλλαγές στον εργασιακό χάρτη της χώρας δεν έγιναν βέβαια από μόνες τους. Η μείωση του βασικού μισθού από τα 751 ευρώ στα 586 νομοθετήθηκε το 2012 με το δεύτερο μνημόνιο, μαζί με την κατάργηση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων προς όφελος των επιχειρησιακών και των ατομικών, καθώς και τις αλλαγές στη μεσολάβηση και διαιτησία. Η ΕΕ έπαιξε καθοριστικό ρόλο, όπως όλοιι γνωρίζουν, στη δραματική χειροτέρευση της θέσης των εργαζόμενων.
Στη Γαλλία, επίσης, έχουν γίνει διαδοχικές αλλαγές στην κατεύθυνση της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας, είτε με το νόμο για την «πρώτη πρόσληψη» είτε με τον εργασιακό νόμο του Μακρόν παρά τις αντιστάσεις. Η γαλλική εργατική νομοθεσία αποτελούνταν από 3.000 σελίδες και είχε χαρακτηριστεί «ζουρλομανδύας» για τις επιχειρήσεις. Έτσι, ο πρόεδρος της χώρας αποφάσισε να χαλαρώσει αυτόν το ζουρλομανδύα, ανάμεσα στα άλλα μειώνοντας τις αποζημιώσεις για τις απολύσεις.
Σε όλα τα παραπάνω, η ΕΕ έχει κυρίαρχο ρόλο. Ήδη, με τη «Λευκή Βίβλο» της ΕΟΚ από το 1992 έχει δρομολογηθεί αυτή η κατεύθυνση, ενώ ακολούθησε η «στρατηγική της Λισαβόνας» το 2000, και η «στρατηγική-Ευρώπη 2020» το 2010. Η τελευταία ορίζει σαφώς ότι «οι πολιτικές ευελιξίας με ασφάλεια είναι το καλύτερο μέσο εκσυγχρονισμού των αγορών εργασίας», ενώ προτάσσεται «η αποκέντρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων ή η αναθεώρηση των υφιστάμενων συμβατικών ρυθμίσεων» και «η μεγαλύτερη συμβατική “ποικιλία” για την αντιμετώπιση των εδαφικών και τομεακών ιδιαιτεροτήτων». Συστήνεται, επίσης, η «εσωτερική ευελιξία» εντός των επιχειρήσεων με μορφές που «περιλαμβάνουν την προσαρμογή της οργάνωσης της εργασίας ή του χρόνου εργασίας (π.χ. ρυθμίσεις εργασίας με μειωμένο ωράριο)». Η «έκθεση Σέρκας» (πήρε το όνομά της από τον Ισπανό σοσιαλιστή που τη συνέταξε) προβλέπει σπάσιμο του χρόνου εφημερίας του εργαζόμενου σε «ενεργό» και «ανενεργό». Ο πρώτος θα θεωρείται εργάσιμος και θα πληρώνεται, ενώ ο δεύτερος κατά τον οποίο ο εργαζόμενος βρίσκεται σε επιφυλακή θα θεωρείται χρόνος ξεκούρασης και δεν θα πληρώνεται. Επιπλέον, με ατομική συμφωνία, ο εργοδότης θα μπορεί να απασχολεί τον εργαζόμενο πάνω από 48 ώρες τη βδομάδα (μέχρι 13 τη μέρα) με περίοδο αναφοράς για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας τους 12 μήνες, που μπορούν να επεκταθούν σε τρία χρόνια, εννοείται χωρίς υπερωρίες.
Η μακρά ιστορία της ΕΕ δείχνει ότι συχνά στις αντεργατικές ρυθμίσεις πρωταγωνιστούν σοσιαλιστές και σοσιαλδημοκράτες παρά τους μύθους που ερμηνεύουν το νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα της επικαλούμενοι την ηγεμονία των δεξιών νεοφιλελεύθερων κομμάτων.
Ντάμπινγκ στις αμοιβές και απολύσεις εγκύων
Εικόνες εργασιακού Μεσαίωνα, με τη βούλα των Βρυξελλών
Δύο περιπτώσεις συγκεκριμένης παρέμβασης από την ΕΕ αξίζουν ιδιαίτερης αναφοράς. Η πρώτη είναι η περίφημη οδηγία Μπολκενστάϊν, με τις παραλλαγές της. Η συγκεκριμένη οδηγία, που είχε προκαλέσει σοκ το 2004, αφορούσε τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών και προέβλεπε στην πρώτη της εκδοχή ότι μια επιχείρηση κράτους της ΕΕ που απασχολεί εργαζόμενους από άλλη χώρα επιτρέπεται να τους πληρώνει με τους όρους αμοιβής της χώρας προέλευσής τους. Μετά τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν, η μορφή με την οποία υιοθετήθηκε η οδηγία το 2006 είχε όρους που τροποποιούσαν το περιεχόμενό της, κρατώντας την ουσία της: Την «ελευθερία παροχής υπηρεσιών» από επιχειρήσεις χωρίς ανεπιθύμητους περιορισμούς σε ζητήματα εργατικών δικαιωμάτων, δημόσιου συμφέροντος ή προστασίας του περιβάλλοντος.
Σήμερα βρίσκεται στο τελικό στάδιο μια πολύ σημαντική τροποποίηση της οδηγίας Μπολκενστάϊν, σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε δημόσια αρχή (κυβέρνηση, τοπική αυτοδιοίκηση) οφείλει να κοινοποιεί προς έγκριση στην Κομισιόν τους όρους παροχής υπηρεσιών που θεσπίζει στην επικράτειά της και μάλιστα τρείς μήνες πριν τους εφαρμόσει. Η τελευταία, λοιπόν, θα μπορεί να χώνει τη μύτη της σε τομείς όπως παιδική φροντίδα, πολεοδομικός σχεδιασμός, διαχείριση απορριμμάτων, ύδρευση και ενέργεια που βρίσκονται στη δικαιοδοσία δήμων και περιφερειών, όποτε θεωρεί ότι παραβιάζεται η «ελεύθερη παροχή υπηρεσιών» από τις επιχειρήσεις.
Η δεύτερη περίπτωση αφορά την προστασία των εγκύων από απόλυση. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε στις 22 Φεβρουαρίου 2018, μετά από προσφυγή ισπανικής εταιρείας, ότι μπορούν να περιλαμβάνονται και έγκυες σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η προστασία δεν ισχύει για την εργαζόμενη αν η επιχείρηση τεκμηριώσει (οικονομικά ή τεχνικά) τους λόγους των ομαδικών απολύσεων και τα «αντικειμενικά» κριτήρια επιλογής των υπό απόλυση εργαζόμενων…
Το αντεργατικό πρόσωπο της Ακροδεξιάς στην ΕΕ
Σε δύο χώρες της ΕΕ ψηφίστηκαν πρόσφατα δύο παρόμοιοι νόμοι για τις υπερωρίες. Οι κυβερνήσεις αμφότερων κινούνται στον ακροδεξιό χώρο. Στην Αυστρία, τον Ιούλιο του 2018, με ψήφους από τους Χριστιανοδημοκράτες του καγκελάριου Κούρτς και τους συγκυβερνώντες ακροδεξιούς του Κόμματος των Ελευθέρων, εγκρίθηκε νόμος που επιτρέπει την παράταση του εργάσιμου χρόνου από τον εργοδότη ως τις 12 ώρες τη μέρα και τις 60 τη βδομάδα. Αν και ο «κανονικός» χρόνος εργασίας παραμένει ίδιος, ο εργαζόμενος δύσκολα θα μπορεί να αρνηθεί τις υπερωρίες. Οι εργοδότες πανηγύριζαν, ενώ κατά του νόμου διαδήλωσαν 100.000 άτομα στη Βιέννη.
Στη δε Ουγγαρία του διαβόητου Όρμπαν, ψηφίστηκε το Δεκέμβριο του 2018 ο «νόμος της δουλείας», που αυξάνει τον επιτρεπόμενο όγκο υπερωριών από 250 σε 400 ώρες (7.7 τη βδομάδα). Οι σχετικές διαπραγματεύσεις θα γίνονται μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη χωρίς τη μεσολάβηση των συνδικάτων, ενώ ο εργοδότης μπορεί να υπολογίζει τα υπερωριακά ωρομίσθια σε βάθος τριετίας. Και στην Ουγγαρία ο νόμος προκάλεσε μαζικές διαδηλώσεις για πολλές εβδομάδες.
Οι περιπτώσεις των δύο κυβερνήσεων που διευκολύνουν τις υπερωρίες μέχρι τελικής πτώσεως είναι ενδεικτικές για τον πραγματικό χαρακτήρα της δήθεν αντισυστημικής ακροδεξιάς στην ΕΕ. Παρά την αντιευρωπαϊκή ρητορεία και την ανάδειξη σε πρώτο ζήτημα της «απειλής» των μεταναστών, ο κύριος εχθρός αποδεικνύεται ότι είναι η εργαζόμενη πλειοψηφία στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Οι θεσμοί της ΕΕ, προστάτες της δημοκρατίας και του διαφωτισμού και ανάχωμα στο ακροδεξιό σκοτάδι κατά τα άλλα, έκαναν την… πάπια απέναντι στο πραγματικό αντεργατικό πρόσωπο της ακροδεξιάς – ακριβώς γιατί αυτή είναι κι η δική τους πολιτική.