Ανάλυση; Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Στο εγχείρημα εξωραϊσμού του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού οικοδομήματος, που αποκτά μάλλον χαρακτήρα επιτακτικής ανάγκης, συμμετέχουν ενεργά και με τον τρόπο τους όλες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις. Πρωταγωνιστεί, όμως, η σοσιαλδημοκρατία με το «νέο κοινωνικό συμβόλαιο» που παρουσιάζει ως μοντέλο για το μέλλον, επιρρίπτοντας την ευθύνη για όσα συνέβησαν στους συντηρητικούς – ξεχνώντας τα κυβερνητικά της επιτεύγματα.
Οι βασικοί άξονες του σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος, παρά το προοδευτικό επίχρισμα, ικανοποιούν την ανάγκη του κεφαλαίου για αυξημένη κερδοφορία και εμπέδωση της κυριαρχίας του εν μέσω οξυνόμενων αντιθέσεων.
Διαφορετικό περιτύλιγμα, ίδιο περιεχόμενο
Η αμφισβήτηση ή και αντίθεση των λαϊκών μαζών προς την ΕΕ εντείνεται λόγω της παρατεινόμενης λιτότητας, της ανεργίας και ελαστικοποίησης της εργασίας, του αυταρχισμού, της εντεινόμενης ανισομετρίας, του συγκεντρωτισμού της εμβάθυνσης, των ενδοαστικών ανταγωνισμών. Ο κλονισμός της εμπιστοσύνης των λαϊκών μαζών τροφοδοτεί ακόμη και την τάση αποδέσμευσης από την ΕΕ (βλέπε Brexit). Παρά τις ενδοαστικές οικονομικές, αλλά και πολιτικές αντιθέσεις εντός της ΕΕ, οι πολιτικοί διαχειριστές του κεφαλαίου – νεοφιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες, «σοσιαλιστές», πράσινοι, ακροδεξιοί – συγκλίνουν έστω με ετερόκλητα μίγματα στην κοίτη της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης. Επιχειρούν να αναστηλώσουν το κύρος της ΕΕ και να αποδείξουν ότι μπορεί να «εξανθρωπιστεί» και να «εκδημοκρατιστεί», ότι μπορεί να οφελεί και το κεφάλαιο και το λαό, τα κυρίαρχα έθνη-κράτη αλλά και τα περιφερειακά.
Στην επιχείρηση εξωραϊσμού της ΕΕ πρωταγωνιστούν οι παραδοσιακοί σοσιαλδημοκράτες, αλλά και τα νέα σοσιαλρεφορμιστικά μορφώματα, στρέφοντας τη λαϊκή δυσαρέσκεια κατά του «κακού» της ΕΕ και του καπιταλισμού, δηλαδή του νεοφιλελευθερισμού και των πολιτικών φορέων του. Οι νεοφιλελεύθεροι συμβάλλουν επίσης στην επιχείρηση αναστήλωσης του κύρους της ΕΕ, κατηγορώντας από την πλευρά τους σοσιαλδημοκράτες και «σοσιαλιστές» για κρατισμό, μιλώντας για υπέρβαση της λιτότητας με τις επενδύσεις, με την αύξηση, δηλαδή, της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Ακόμη και τα ισχυρότερα ακροδεξιά κόμματα (Λεπέν, Σαλβίνι, Όρμπαν, Σκανδιναβοί, με λίγες εξαιρέσεις, όπως ο Φάρατζ) συμβάλλουν στην ενσωμάτωση του ακροατηρίου τους στην ΕΕ, αναζητώντας ένα modus vivendi μ’αυτήν. Την τάση διαπραγμάτευσης των Ακροδεξιών με την ΕΕ για την απόσπαση βελτιώσεων επιβεβαιώνει και η ίδρυση αναβαθμισμένης πολιτικής ομάδας της Ακροδεξιάς (Ευρωπαϊκή Συμμαχία των Λαών και των Εθνών).
Στο φόντο των πολλαπλών και σοβαρών κρίσεων…
Στο εγχείρημα εξωραϊσμού και περαιτέρω ενοποίησης της ΕΕ συμβάλλουν και τα κεντρικά ομοσπονδιακά όργανά της. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) πρότεινε στη Σύνοδο Κορυφής, που έγινε στις 9 Μαΐου στο Σιμπίου της Ρουμανίας, δράσεις οι οποίες με φιλολαϊκό μανδύα κλιμακώνουν τις αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις. Έτσι, η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα της ΕΕ εμφανίζεται ως αναγκαία «Αμυντική Συνεργασία» εντός της. Προωθείται η έννοια και η θεσμική συγκρότηση της «Δίκαιης Ευρώπης», που με τον όρο «κοινωνική δικαιοσύνη» προχωρεί στην αποδόμηση των υπολειμμάτων του «κράτους πρόνοιας» όπως σηματοδοτεί ο καθορισμός του κατώτατου μισθού από το κράτος και όχι από τις συλλογικές συμβάσεις, οι «Ειδικές Οικονομικές Ζώνες» κά.
Βασικό άξονα των κατευθύνσεων της Κομισιόν αποτελεί και η «Βιώσιμη Ευρώπη», που στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος, της ενεργειακής ασφάλειας και της «πράσινης πολιτικής», ανοίγει στο περιβάλλον νέα πεδία κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Ακόμη, με τον ευφημισμό «Ευρώπη που ασκεί επιρροή» η Κομισιόν τονίζει την ανάγκη και την προτεραιότητα ενίσχυσης του ρόλου της ΕΕ στους πολιτικούς και στρατιωτικούς ανταγωνισμούς με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Από τις συστημικές πολιτικές δυνάμεις οι σοσιαλδημοκράτες είναι εκείνοι που προωθούν με τη μεγαλύτερη έμφαση ένα ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο «κάθαρσης» όχι μόνο της δικής τους νεοφιλελεύθερης διαχείρισης (σοσιαλφιλελευθερισμός), αλλά συνολικής αναστήλωσης της εικόνας της ΕΕ στις λαϊκές μάζες. Γι’ αυτό, προτείνουν ένα νέο πρόγραμμα διακυβέρνησης της ΕΕ και των χωρών-μελών της που, με πομπώδη και παραπειστική ορολογία, το αποκαλούν «νέο κοινωνικό συμβόλαιο». Αν και ο όρος «νέο», έμμεσα αλλά ρητά, ομολογεί ότι το παραδοσιακό μοντέλο προνοιακού κράτους των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών έχει καταβαραθρωθεί με την επέλαση της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, με κύριους υπεύθυνους τα συντηρητικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία επιχειρεί να μεταθέσει την ευθύνη για την αντιλαϊκή πολιτική της ΕΕ στις συντηρητικές δυνάμεις, ενώ και οι εκπρόσωποί της άσκησαν την ίδια, σε γενικές γραμμές, πολιτική. Με την αποστοίχισή της από τις συντηρητικές δυνάμεις, η σοσιαλδημοκρατία διεκδικεί το χρίσμα της ηγεμονικής προοδευτικής δύναμης που θα προσδώσει φιλολαϊκό και ανθρώπινο πρόσωπο στην ΕΕ, αμβλύνοντας αποφασιστικά τις ανισότητες των χωρών-μελών μεταξύ τους, αλλά και στο εσωτερικό τους. Κατά τη σοσιαλδημοκρατία, η ΕΕ θα ανακτήσει και θα ανατάξει το «προοδευτικό και ανθρώπινο» πρόσωπο της με μια δέσμη φιλολαϊκών μέτρων που εμπεριέχονται στο νέο επίσημο πρόγραμμά της. Ωστόσο, οι βασικοί άξονες αυτού του σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος, παρά το προοδευτικό επίχρισμα, είναι στόχοι που ικανοποιούν στη σύγχρονη πραγματικότητα την ανάγκη του κεφαλαίου για αυξημένη κερδοφορία και εμπέδωση της κυριαρχίας του εν μέσω οξυνόμενων αντιθέσεων.
Συγκεκριμένα, στο «νέο κοινωνικό συμβόλαιο» προτείνονται:
- «Μια Ευρώπη Ισότητας και Δικαιοσύνης». Σύμφωνα με αυτόν τον στόχο, η ανισότητα πρέπει να μειωθεί σημαντικά, ενώ η συγκέντρωση πλούτου και ιδιοκτησίας στα χέρια των προνομιούχων λίγων πρέπει να τερματιστεί! Όμως, στον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ο πλούτος συγκεντρώνεται στα χέρια μιας δράκας μονοπωλίων με προϋπολογισμούς κρατών, που ανταγωνίζονται λυσσαλέα για την επέκταση της ακτίνας δράσης τους και την αύξηση της κερδοφορίας τους. Παράλληλα, η αρχή αυτή προβλέπει δίκτυο κοινωνικής πρόνοιας για ευπαθείς ομάδες, συρρικνώνοντας την έννοια του κοινωνικού κράτους στη νεοφιλελεύθερη λογική των επιδομάτων, που εφαρμόζουν οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, αλλά και οι συντηρητικές.
- «Μια Ευρώπη της αλληλεγγύης για τους πολλούς,όχι για τους λίγους». Με αυτήν την αρχή η σοσιαλδημοκρατία διακηρύσσει ότι η Ευρώπη δεν θα υποκύψει στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις της αγοράς και ότι θα τερματίσει επιτέλους τις πολιτικές της λιτότητας. Παρά τις αυξομειώσεις της όμως, η λιτότητα θα εξακολουθήσει να κυριαρχεί στην Ευρώπη και γενικότερα στον καπιταλιστικό κόσμο. Ο οξύς ανταγωνισμός ιδίως των ηγετικών καπιταλισμών, η αυξανόμενη ανισόμετρη ανάπτυξη, η ανεπαρκής για το κεφάλαιο κερδοφορία, η μείωση του μέσου ποσοστού κέρδους προσδίδουν ιδιαίτερη βαρύτητα στο αντισταθμιστικό μέτρο της μείωσης των εργατικών απολαβών και δικαιωμάτων. Γίνεται ακόμη λόγος για φορολογική δικαιοσύνη. Στην νεοφιλελεύθερη διαχείριση, ανεξαρτήτως κόμματος, αποτελεί θεμελιώδη αρχή η μείωση της φορολογίας,ώστε να αβγατίζουν οι επενδύσεις του κεφαλαίου, ενώ δυσανάλογα με το εισόδημά τους φορολογούνται οι λαϊκές τάξεις κυρίως με τους έμμεσους, αλλά και τους άμεσους φόρους.
Στη διακήρυξη τονίζεται, ακόμη, η ανάγκη για «ένα δυνατό προϋπολογισμό, για να εξασφαλίσει τη συνοχή και την αλληλεγγύη μεταξύ των πολιτών της, των περιοχών και των χωρών». Πρόκειται για θεμελιώδη όρο της σκοπούμενης «εμβάθυνσης» και ενοποίησης της ΕΕ, του μετασχηματισμού της σε ιδιόμορφο ομοσπονδιακό κράτος. Θα συμβεί το ακριβώς αντίθετο: Μια ισχυρότερη κρατική εξουσία, θα ενισχύσει την οικονομική ανισομετρία υπέρ των κυρίαρχων μονοπωλίων και την πολιτική ανισομετρία υπέρ των κυρίαρχων κρατών, ιδίως της Γερμανίας. Σε αυτή την εξουσία που θα αποφασίζει κατά πλειοψηφία και όχι με ομοφωνία, τα επιμέρους κράτη-μέλη και ιδίως τα λιγότερο ισχυρά ελάχιστη επιρροή θα έχουν στο κεντρικό ομόσπονδο κράτος, στα ανεξάρτητα από τις εθνικές βουλές όργανά του, αν δεν συγκροτούν ισχυρούς συνασπισμούς κρατών-μελών κατά του κέντρου. Οι οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές,εθνικές ανισότητες και αντιθέσεις,παρά τα διακηρυσσόμενα δεν θα αμβλυνθούν, αλλά θα οξυνθούν.
- «Μια βιώσιμη Ευρώπη που προστατεύει τον πλανήτη μας». Αυτή η αρχή έμμεσα αναγνωρίζει την ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος απ’την ασύδοτη καπιταλιστική ανάπτυξη. Στη θέση αυτή κυριαρχεί η μελλοντολογία. Θα πρέπει να εφαρμοστούν ριζικά μέτρα σε ευρύ φάσμα τομέων, που η επιβολή τους όμως δεν θα είναι υποχρεωτική, αλλά θα εξαρτάται απ’την «καλή θέληση» του κεφαλαίου. Χαρακτηριστική έκφραση της μη επιβολής αποφασιστικών μέτρων για την αποτροπή της επερχόμενης, κατά τους περιβαλλοντολόγους, μη επιστρεπτής καταστροφής του περιβάλλοντος, αποτελεί η επιβολή απλώς φορολογίας για την εκπομπή του καταστροφικού CO2 (διοξείδιο του άνθρακα) και όχι η δια ροπάλου απαγόρευσή του. Ο ουτοπισμός και η υποκρισία της «φιλοπεριβαλλοντικής» διακήρυξης της ευρωπαϊκής σοσαλδημοκρατίας επιτείνεται απ΄ την άρνηση των δύο πιο ισχυρών και ρυπογόνων οικονομιών, των ΗΠΑ και της Κίνας, να συμμορφωθούν έστω και με τις φορολογικές επιβαρύνσεις που προβλέπει η Συμφωνία των Παρισίων.
- «Ελεύθερη και δημοκρατική Ευρώπη». Στη διακήρυξή της, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία εμφανίζεται ως οπαδός μιας ανοιχτής δημοκρατικής κοινωνίας, όπου τα άτομα έχουν ίσα δικαιώματα και μπορούν να ζουν απαλλαγμένα από διακρίσεις, προκαταλήψεις, σε μια κοινωνία όπου η πολιτιστική ποικιλομορφία αποτελεί μέρος της ταυτότητας της Ευρώπης και προστατεύονται τα δικαιώματα όλων των μειονοτήτων. Αυτές οι διακηρύξεις αποτελούν απλή φιλολογία σε μιαν Ευρώπη-κλειστό φρούριο για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, που τους σωρεύει σε κολαστήρια τύπου Μόριας και τους πνίγει στη Μεσόγειο. Σε μιαν Ευρώπη που ο ρατσισμός, η μισαλλοδοξία, ο φανατισμός, ο σεξισμός, ο αντικομμουνισμός, οι κάθε είδους διακρίσεις κερδίζουν έδαφος, ενώ η άγρια καταστολή, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι σε ημερήσια διάταξη.
- «Ισχυρή και Ενωμένη Ευρώπη» που προωθεί έναν καλύτερο κόσμο. Η ακροτελεύτια θέση του σοσιαλδημοκρατικού μανιφέστου για μιαν Ευρώπη που προστατεύει τα δικαιώματα των πολιτών και εγγυάται μια καλύτερη ζωή για τους πολλούς και όχι για τους λίγους, μόνον ως ειρωνεία μπορεί να εκληφθεί, αφού στην ΕΕ ισχύει και ενισχύεται το ακριβώς αντίθετο.
«Πρόοδος-συντήρηση» και πολιτικό σύστημα
Στόχος η ανασυγκρότηση σε πιο αντιδραστική κατεύθυνση
Η προώθηση του αντιθετικού σχήματος «πρόοδος-συντήρηση» απ’ την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, τόσο σε επίπεδο ΕΕ συνολικά όσο και στις επιμέρους χώρες-μέλη, υιοθετείται με διθυραμβικούς τόνους απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και απ’ το ΚΙΝΑΛ, που όμως στην παρούσα συγκυρία λοξοκοιτάζει σε κυβερνητική συνεργασία με τη ΝΔ. Ωστόσο, η αποδοχή του σοσιαλδημοκρατικού μανιφέστου, αντικειμενικά, στήνει γέφυρα σύγκλισης και συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ, με δοκιμαστικό προπομπό τη «Γέφυρα». Αυτή η πλατφόρμα, ενώ αυτοανακηρύσσεται ως προοδευτική, στην παραγματικότητα στρέφει τον άξονα της πολιτικής στην ΕΕ σε συντηρητική κατεύθυνση. Αυτό στοιχειοθετείται από την ανάλυση των βασικών αξόνων του μανιφέστου του ΕΣΚ, η οποία προηγήθηκε, αλλά και απ’ την ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος σε πιο αντιδραστική κατεύθυνση.
Συγκεκριμένα: Η θεωρούμενη κατ’ εξοχήν προοδευτική αιχμή αυτού του τόξου, οι «σοσιαλιστές» του νότου (Ποδέμος, Μπλόκο, ΣΥΡΙΖΑ) προτείνουν κυβερνητική συμμαχία με συστημικές νεοφιλελεύθερες δυνάμεις, όπως η σοσιαλδημοκρατία, ορισμένους οικολόγους, ακόμη και κεντροδεξιές δυνάμεις, έναντι των οποίων οι «σοσιαλιστές» αυτοπροβλήθηκαν στην κρίση ως εναλλακτική ριζοσπαστική πολιτική πρόταση. Παράλληλα, οι σοσιαλδημοκράτες, αν και αποδέχονται με ενθουσιασμό τη νέα «προοδευτική» πολιτική, στην πραγματικότητα μένουν προσκολλημένοι στους βασικούς άξονες της νέο(σοσιαλ)φιλελεύθερης διαχείρισης, ενώ δεν αποποιούνται τη συνεργασία με κεντροδεξιά κόμματα, όπως ο «μεγάλος συνασπισμός» στη Γερμανία, η προωθούμενη συνεννόηση Μέι-Κόρμπιν για τελωνειακή ένωση Αγγλίας-ΕΕ, η διαφαινόμενη προτίμηση ΚΙΝΑΛ προς τη ΝΔ.
Από την άλλη, η κεντροδεξιά στο βαθμό που αναιρείται η συμμαχία της με τη σοσιαλδημοκρατία, χάνει το όποιο άλλοθι προοδευτικότητας και στρέφεται προς τον ακροδεξιό χώρο, υιοθετώντας θέσεις του, για να απορροφά μέρος του ακροατηρίου του, αλλά ακόμη και για να συνεργάζεται με «γραβατωμένους» ακροδεξιούς. Η ενσωμάτωση των «σοσιαλιστών», ο σοσιαλφιλελευθερισμός της σοσιαλδημοκρατίας, η στροφή της κεντροδεξιάς προς την ακροδεξιά έχουν ως συνισταμένη την προβολή και ανάδειξη της τελευταίας ως «μόνης εναλλακτικής δύναμης».
Το φάντασμα της «αριστερής κυβέρνησης»είναι παρών
Στο νέο μανιφέστο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας για την ηγεμονία μιας προοδευτικής αντινεοφιλελεύθερης πολιτικής, βασικό πολιτικό άξονα αποτελεί η συγκυβέρνηση «σοσιαλιστών», σοσιαλδημοκρατών και Πράσινων, χωρίς να αποκλείεται η συμμετοχή τμήματος της δεξιάς. Το φάντασμα της «αριστερής» κυβέρνησης σε μια νέα εκδοχή πλανάται πάνω από κοινωνίες της Ευρώπης καθημαγμένες απ’ την κρίση. Και μάλιστα, σε μιαν εκδοχή που έχει εφαρμοστεί ήδη και έχει αποτύχει, ενισχύοντας τις σοσιαλφιλελεύθερες, νεοφιλελεύθερες και ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις. Στην Ελλάδα, ο «αριστερός» ΣΥΡΙΖΑ συγκυβέρνησε επί τετραετία με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ, ενώ τώρα προσεγγίζει το σοσιαφιλελεύθερο ΚΙΝΑΛ. Στην Ισπανία, οι Ποδέμος συμμάχησαν με την κυβέρνηση των Σοσιαλιστών, αναιρώντας το αριστερό πρόγραμμά τους. Η αποδοκιμασία των Ποδέμος απ’ τον αριστερό κόσμο για τη συμμετοχή τους στην «αριστερή» κυβέρνηση Σάντσεθ εκδηλώθηκε με την κατάρρευση του εκλογικού ποσοστού τους απ’ το 21,2% στο 14,3%. Αλλά και στην Πορτογαλία η συμμετοχή του Μπλόκου και του ΚΚ στην αριστερή κυβέρνηση υπό την ηγεσία των Σοσιαλιστών δεν απέτρεψε την πολιτική της λιτότητας και γενικά τα αντιλαϊκά μέτρα.
Στην ιστορική πορεία οι αλλεπάλληλες αποτυχίες διαφόρων μορφών αριστερών κυβερνήσεων ν’αλλάξουν την κοινωνία ή να εφαρμόσουν ένα εναλλακτικό προοδευτικό πρόγραμμα στα πλαίσια των βασικών οικονομικών και πολιτικών δομών του συστήματος αποδεικνύει και επιβεβαιώνει την επαναστατική θεωρία. Δηλαδή, ότι μια αριστερή κυβέρνηση μπορεί να υλοποιήσει το πρόγραμμα της κοινωνικής ανατροπής μόνο σε συνθήκες κινηματικής έξαρσης. Με πρωταγωνιστή το κίνημα πρέπει να πραγματοποιήσει ριζικές αλλαγές και να καταλάβει μ’ επανάσταση την εξουσία. Η αυταπάτη ότι μια αριστερή κυβέρνηση μπορεί με όρους συστήματος ν’ αλλάξει το σύστημα, αναπόδραστα οδηγείται σε αποτυχία και ήττα, απ’ την οποία το σύστημα και οι δυνάμεις που το στηρίζουν ενισχύονται.