Γιώργος Παυλόπουλος
Οι τελευταίες εξελίξεις αποδεικνούν, ανάμεσα στα άλλα, πόσο κάλπικες είναι οι διακηρύξεις της Ακροδεξιάς περί «αντισυστημισμού». Την ίδια στιγμή, ωστόσο, οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις δεν δικαιούνται να επικαλούνται το «δημοκρατικό τόξο», μιας και είναι αυτές και τα συμφέροντα του κεφαλαίου που της έστρωσαν το έδαφος, σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.
Το σκάνδαλο στην Αυστρία δεν αποτελεί «πλυντήριο»
Βαρύ, αναμφίβολα, ήταν το πλήγμα που δέχθηκε η ευρωπαϊκή Ακροδεξιά με το σκάνδαλο που αποκαλύφθηκε στην Αυστρία και οδήγησε ήδη στην παραίτηση του αντικαγκελάριου Στράχε. Όσο για τις συνέπειές του, αναμένεται να γίνουν αισθητές και στις ευρωεκλογές. Όχι τόσο επειδή θα αφαιρεθούν 1-2 έδρες από το συγκεκριμένο πολιτικό στρατόπεδο, εξαιτίας της «βουτιάς» που αναμένεται να καταγράψει το ποσοστό του Κόμματος Ελευθερίας. Αλλά, κυρίως, εξαιτίας του αντίκτυπου που είναι πιθανό ότι θα έχουν οι εξελίξεις στην Αυστρία στις άλλες χώρες στις οποίες η Ακροδεξιά τρέφει μεγάλες φιλοδοξίες και θα κρίνουν τελικά τις ισορροπίες στην επόμενη Ευρωβουλή – κυρίως την Ιταλία, τη Γαλλία και φυσικά τη Γερμανία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις (οι οποίες δεν αποκλείεται να πέσουν έξω, ειδικά σε αυτή την αναμέτρηση, όπου βαρόμετρο θα είναι και η αποχή), το νέο σχήμα που έχουν συγκροτήσει ο Σαλβίνι, η Λεπέν και οι ομοϊδεάτες τους αναμένεται να συγκεντρώσει κοντά στις 75 έδρες, σε σύνολο 751. Ο αριθμός αυτός τους χαρίζει σχεδόν σίγουρα την τέταρτη θέση, πίσω από το ΕΛΚ, τους Σοσιαλιστές και τη συμμαχία Μακρόν και Φιλελευθέρων. Ωστόσο, εάν συνυπολογίσουμε τις έδρες που θα πάρουν οι άλλες πολιτικές ομάδες του δεξιού «ευρωσκεπτικισμού», δηλαδή κόμματα όπως αυτό του Φάρατζ στη Βρετανία και το κυβερνόν Κόμμα του Νόμου και του Δικαίου στην Πολωνία, μαζί βεβαίως με τις έδρες των Όρμπαν και του Μπερκουσκόνι που θεωρητικά ανήκουν στο ΕΛΚ αλλά τάσσονται ανοιχτά υπέρ της στενής και οργανικής συνεργασίας με Σαλβίνι, Λεπέν και σία, τότε στην πραγματικότητα η Ακροδεξιά θα είναι πολύ πιο πολυπληθής στην Ευρωβουλή – και με συνολικό αριθμό εδρών ο οποίος δεν θα απέχει πολύ από τους δύο πρώτους.
Ο αναγκαίος αγώνας κατά της Ακροδεξιάς δεν μπορεί να κρύβει τον πραγματικό ένοχο
Υπό αυτό το πρίσμα, ο επικεφαλής της Λίγκας του Βορρά και αναπληρωτής πρωθυπουργός της Ιταλίας επιδιώκει να είναι όσο το δυνατόν πιο ισχυρό το δικό του σχήμα, ώστε κανείς να μην μπορεί να του αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία στις τάξεις των «ευρωσκεπτικιστών». Γι’ αυτό, ακριβώς, τρέμει τις συνέπειες που μπορεί να έχουν οι εξελίξεις στην Αυστρία για τις επιδόσεις του ίδιου και των συμμάχων του.
Δικαίως! Διότι, εκτός όλων των άλλων, το πολύκροτο σκάνδαλο αποκάλυψε πόσο ψεύτικα είναι τα ρούχα του αντισυστημισμού τα οποία φορούν στις δημόσιες εμφανίσεις τους οι εκπρόσωποι της Ακροδεξιάς όλων των εκδοχών στην Ευρώπη. Ή, με άλλα λόγια, πόσο βουτηγμένοι στο σύστημα της οικονομικής-πολιτικής διαπλοκής και των επιχειρηματικών συμφερόντων είναι εδώ και χρόνια, όπως άλλωστε και εκείνοι τους οποίους κατηγορούν ως «συστημικούς». Εξάλλου, στην περιβόητη συνομιλία του Στράχε με την εκπρόσωπο ενός Ρώσου ολιγάρχη το καλοκαίρι του 2017, λίγο πριν τις εκλογές (για την οποία υπάρχουν σοβαρότατες ενδείξεις ότι υποκλάπηκε από τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες, σε συνεργασία με τους «πυρήνες» τους στις αντίστοιχες αυστριακές…) ο ίδιος περηφανεύεται ότι έχει τη στήριξη πολύ ισχυρών Αυστριακών κεφαλαιοκρατών – κάτι που συμβαίνει και με τον Σαλβίνι στη βόρεια Ιταλία. Θεωρούσε δε ότι το μόνο κομμάτι που έλειπε από το παζλ που θα τον έκανε παντοδύναμο ήταν ο έλεγχος της λαϊκιστικής εφημερίδας Κρόνεν, με πάνω από 700.000 φύλλα κυκλοφορίας καθημερινά (σε σύνολο 8 εκατ. κατοίκων!), που θα μπορούσε να επιτευχθεί με ξέπλυμα μαύρου χρήματος και την εξαγορά μερικών δημοσιογράφων.
Την ίδια στιγμή, βεβαίως, βιάζονται και εμφανίζουν απώλεια μνήμης όσοι προσπαθούν να μας πουν ότι μετά την τιμωρία του Όρμπαν και την παραίτηση του Στράχε ενισχύονται τα δημοκρατικά πιστοποιητικά της ΕΕ. Ότι τώρα είναι δήθεν η κατάλληλη στιγμή για να δοθεί το πιο αποφασιστικό χτύπημα στους «λαϊκιστές» και τους «αντιευρωπαϊστές» (στους οποίους εντάσσουν και την μαχόμενη αντικαπιταλιστική Αριστερά), με τη στήριξη των φιλοευρωπαίων όπως είναι ο Μακρόν και η Μέρκελ, ο Σάντσεθ και ο Ρέντσι – κάτι, μάλιστα, που ζήτησαν ευθέως και οι πρόεδροι των ενώσεων βιομηχάνων Γερμανίας, Γαλλίας και Ιταλίας με κοινή δήλωση την οποία έκαναν αυτή την εβδομάδα.
Δυστυχώς γι’ αυτούς, η κατάσταση δεν έχει ακριβώς έτσι. Μήπως δεν είναι όσοι τώρα διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους και καλούν σε συστράτευση του «δημοκρατικού τόξου» οι ίδιοι που έδωσαν τον αναγκαίο χώρο και έστρωσαν το έδαφος στην Ακροδεξιά, τόσο στην κοινωνία όσο και την πολιτική σκηνή, για να κάνει το μεγάλο άλμα; Μήπως δεν είναι η πολιτική τους, της άγριας λιτότητας και της βίαιης αναδιανομής πλούτου υπέρ του κεφαλαίου, που γέμισε με απόγνωση τους λαούς της Ευρώπης; Μήπως δεν είναι η ίδια που εξέθρεψε το τέρας του ρατσισμού και της ξενοφοβίας με την αντιμετώπιση των προσφύγων, τις εγκληματικές συμφωνίες με την Άγκυρα και τις χώρες της βόρειας Αφρικής και την οχύρωση της Μεσογείου και των συνόρων με τα τάγματα θανάτου της Frontex; Μήπως δεν ανήκουν στα λεγόμενα παραδοσιακά κόμματα αυτά που έχουν απλώσει το χέρι στην Ακροδεξιά για να τη βάλουν στην κυβέρνηση μιας σειράς χωρών, ξεπλένοντάς την έτσι στις συνειδήσεις δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων – όπως συνέβη πρόσφατα στην Εσθονία, με τη συμμετοχή στην κυβέρνηση των θαυμαστών της ναζιστικής Γερμανίας; Μήπως δεν είναι, τέλος, τα μίντια που οι ίδιοι ελέγχουν με διάφορους τρόπους, φανερούς και κρυφούς, αυτά που έχουν βάλει πλάτη στην προβολή των «αστέρων» της Ακροδεξιάς, των θέσεων και των επιτευγμάτων τους;
Πίσω από τη βιτρίνα και τις βαρύγδουπες και δραματικές εκκλήσεις, μπορεί κανείς σήμερα να διακρίνει πιο καθαρά από ποτέ τι συμβαίνει. Να διαπιστώσει ότι η πραγματική απειλή – όσο κι αν ουδείς δικαιούται να υποτιμά την Ακροδεξιά και την ανάγκη του καθημερινού αγώνα για τη συντριβή της – είναι η ίδια η ΕΕ, το σύστημά της και οι εκπρόσωποί του.