Κίμων Ρηγόπουλος
Έρχεται το Πάσχα των εκλογών και όλο και κανένα κοψίδι θα περισσέψει, σκέπτονται οι ποντικοί του ναυαγίου. Στο μελλοντικό μουσείο του καιροσκοπισμού θα είναι τα προσωποποιημένα ομοιώματά του. Κυρίες και κύριοι, σας παρουσιάζω τον θίασο «Προοδευτική Συμμαχία».
Στέκονται εκεί. Σαν τις σημαίες που περιμένουν υπομονετικά σε υποστολή μέχρι η μυρωδιά του κέρδους να σπάσει τα ρουθούνια τους και να τους υποχρεώσει σε έπαρση. Οι «νεκροζώντανοι στο Κύτταρο», που θα έλεγε κάποτε και ο Σαββόπουλος. Παρελαύνουν μ΄εκείνο το επαγγελματικό χαμόγελό τους. Ένα χαμόγελο που μορφάζει ενθουσιασμό και δουλικότητα όταν ο συνομιλητής τους κομίζει ή υπόσχεται πως κομίζει γι΄αυτούς κάτι συγκεκριμένο και απτό. Καμιά γενική γραμματεία υπουργείου, καμιά βρωμοδουλίτσα στα γρήγορα, κανένα στασίδι στα φίλα προσκείμενα ΜΜΕ κ.ο.κ.
Κυρίες και κύριοι, σας παρουσιάζω τον θίασο «Προοδευτική Συμμαχία». Οι παραστάσεις του θα κρατήσουν μέχρι τις εθνικές εκλογές και μετά τα μέλη του θιάσου θα διασκορπιστούν στους πέντε ανέμους. Διότι έτσι είναι η «κεντροαριστερά», ένα άγημα αποστράτων που όταν μυρίσουν ψητό ζώνονται τ’ άρματα και βαράνε στο ψαχνό. Έρχεται το Πάσχα των εκλογών και όλο και κανένα κοψίδι θα περισσέψει, σκέπτονται οι ποντικοί του ναυαγίου. Στο μελλοντικό μουσείο του καιροσκοπισμού θα είναι τα προσωποποιημένα ομοιώματά του. Άνθρωποι που παρακολουθούν από απόσταση ασφαλείας την τραγωδία και την αντιμετωπίζουν ως προσοδοφόρο αστικό δραματάκι. Κύμβαλα αλαλάζοντα και μονίμως τυρβάζοντα περί άλλα. Είναι τα κομφετί του αποκριάτικου δικομματισμού. Οι πολλών χρήσεων τενεκέδες που ζουν από τις υπερωρίες στη δυστυχία των άλλων. Τι σημασία έχει αν εκεί έξω πέφτουν κορμιά; Αυτοί δεν ξέρουν τίποτα για το φόνο.
Στην κακοστημένη φαρσοκωμωδία του δικομματισμού παίζουν το ρόλο του ανύπαρκτου κέντρου σε μιαν ανύπαρκτη κεντροαριστερά. Η αβάσταχτη γελοιότητα της σοβαροφάνειάς τους εξορίζει τη σοβαρότητα. Είναι οι «αποδοκιμάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται», τα απολιθώματα του πλέον μακρόβιου και διαχρονικού κόμματος με την αρχαϊκή επωνυμία «Εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν». Αυτή η εργαστηριακή διασταύρωση Μπίστη- Τζουμάκα μπορεί βέβαια να μη δημιουργεί τριγμούς στο πολιτικό σκηνικό, δημιουργεί όμως στομαχικές παρενέργειες και αναγούλα. Είναι οι καλοπληρωμένοι ατακαδόροι μιας αντιαισθητικής επιθεώρησης για να μη φαίνεται ότι ο πρωταγωνιστής μονολογεί.
Στην κακοστημένη φαρσοκωμωδία του δικομματισμού παίζουν το ρόλο του ανύπαρκτου κέντρου σε μιαν ανύπαρκτη κεντροαριστερά
Εθίζεται ο κόσμος στο τίποτα των τιποτένιων. Θεωρεί ότι υποχρεωτικά αυτοί που πολιτεύονται είναι κάτι έξω απ’ αυτόν και τις ανάγκες του. Εμπεδώνει με τη δοκιμασμένη μέθοδο του μιθριδατισμού, ότι ο ζωτικός χώρος του έχει καταληφθεί από παχύδερμα που ήρθαν για να μείνουν. Συμπεραίνει εν τέλει, ότι η πολιτική είναι ένα παιχνίδι ατέρμονο και αδιέξοδο για τους «απ’ έξω» και παίζεται στο γήπεδο της ιδιοτέλειας και της κουτοπονηριάς. Το έσχατο διά ταύτα του παραλοϊσμένου συνοψίζεται στο: στάχτη και μπούρμπερη κι ας αποφασίσει ο Ύψιστος ή ο Δαρβίνος για την τύχη μου.
Ζούμε την παράνοια σαν αδιαπραγμάτευτη κανονικότητα. Το τέως παιδί που πρωθυπουργεύει ηρωοποιεί την Δούρου ως άλλη Μπουμπουλίνα «βαλλόμενη πανταχόθεν». Ο ίδιος εμφανίζεται σχεδόν ισαπόστολος του Ρήγα Φεραίου κραδαίνοντας τη Χάρτα του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών στα Βαλκάνια. Στα κανάλια παίζεται η Novartis σε συνέχειες. Αν είναι σκάνδαλο, σκευωρία ή σκανδαλοσκευωρία. Αν το αυγό την κότα ή η κότα το αυγό και πιάσε το αυγό και κούρευτο. Κάθε προσπάθεια να ενταχθούν οι πάνω, κάτω και γύρω απ’ το τραπέζι δοσοληψίες στο υπαρκτό σκάνδαλο του καπιταλισμού αντιμετωπίζονται περίπου ως παλαιολιθικές αναφορές. Το δευτερεύον φλυαρεί και πρωτεύει. Η σύγχυση, και μόνο αυτή, μοιράζεται αφειδώς ως παραισθησιογόνο μέσα στα συσσίτια των απόρων. Η απορία των «αναγκεμένων» αρνείται να μετασχηματιστεί σε απόφαση ανατροπής και σε βοήθα σύντροφέ μου μη φαγωθούμε μεταξύ μας. Τα αμορτισέρ του «κεντροαριστερού» εσμού έχουν σκουριάσει αλλά επιμένουν, διότι «έξις δευτέρα φύσις» και business as usual. Η προστυχιά φοράει τα καλά της και επιθεωρεί της Ελλάδας την «ολόμαυρη ράχη» για να εμπορευτεί τα κουφάρια της. Το έθνος των εργαζομένων «φαίνεται» να έχει παραδοθεί στις διαθέσεις του εχθρού. Ίσως πάνω σ’ αυτό το «φαίνεται» μπορούμε να χτίσουμε την αντίστασή μας, αφού συχνά τα φαινόμενα απατούν. Και αυτό που «φαίνεται», το συμπαγές ψέμα δηλαδή, μπορεί εξαιτίας μας να νοτίσει και να αποσαθρωθεί.
«Αν εξαπατήσεις κάποιον, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι χαζός. Σημαίνει ότι δεν αξίζεις την εμπιστοσύνη του», μας είχε πει κάποτε ο Μπουκόφσκι. Για να αποδειχτεί αυτό όμως, οφείλουν οι «εξαπατημένοι» να ορθωθούν σε κάτι ποιοτικά άλλο και διαφορετικό από μοιραίους ικέτες στην κοιλάδα των δακρύων. Να ορθωθούν σε τάξη.