«Κι ο φτωχός μεσ’ τον τεκέ, κι ο βαρώνος στο σαλόνι»
Γεννημένος στο Κιλκίς το 1938 σε ηλικία 17 χρονών κατέβηκε στη Θεσσαλονίκη για να εργαστεί ως βοηθός μηχανουργού στο Βαρδάρι, ενώ τα βράδια άρχιζε να παίζει σε διάφορα κουτούκια της πόλης.
Η καθοριστική συνάντηση του με τον βιρτουόζο του μπουζουκιού Γιώργο Καμπουρέλο τον έφερε επαγγελματικά στο πάλκο όπου έπαιξε δίπλα στη Σωτηρία Μπέλλου, την Πόλυ Πάνου, τον Πάνο Γαβαλά, τον Βαγγέλη Περπινιάδη, την Βίκυ Μοσχολιού κά, ώσπου σε ένα υπόγειο της οδού Δαγκλή δημιουργήθηκε το θρυλικό τρίο Λιλή-Καμπουρέλος-Σωκράτης.
Συνδυάζοντας τα ήθη των ρεμπέτικων κουτουκιών, όπως η παραγγελιά, με των νυχτερινών κέντρων, όπως το σπάσιμο των πιάτων και τα λουλούδια, στο «Μινουί» σύχναζαν μεροκαματιάρηδες, φυλακόβιοι, παλιοί κουτσαβάκηδες, φαντάροι, αλλά και φοιτητές, διανοούμενοι και πολιτικοί.
Το ετερόκλητο αυτό πλήθος έδενε ένα πρόγραμμα ρεμπέτικων, παλιών λαϊκών, αλλά και πολιτικών τραγουδιών, σε μια ατμόσφαιρα επιβλητική που απαιτούσε υποταγή στον «χώρο» και όπου το «δήθεν» και η επίδειξη χρήματος εξοβελίζονταν με ειρωνείες του πάλκου προς την πίστα.
Με μια ενορχήστρωση «μικτή», με δύο μπουζούκια, μπαγλαμά, ακορντεόν, αλλά και ντραμς και αρμόνιο για να ξεσηκώνουν, «Ο Βαρώνος» (σε στίχους και μουσική του Σωκράτη) και «Τα χιόνια», ακούγονταν μαζί με τον «Επιτάφιο» και το «τραγούδι του νεκρού αδελφού», με τέτοιο τρόπο που συνδύαζε την ψυχαγωγία με την κριτική στην εξουσία και όπου καθοριστικό ρολό έπαιζε η σκηνική παρουσία της Λιλής αλλά και η σειρά των τραγουδιών.
Ο Σωκράτης, όπως και το «Μινουί» – μόνιμο στέκι των παιδιών της ΚΝΕ που δεν υπάκουσαν στην κυβέρνηση Τζαννετάκη – θα μείνουν άσβηστα στη μνήμη μας για την αυθεντικότητα τους.
Βασίλης Τσιράκης