Νίκος Καπιτσίνης
Τόσο πριν όσο και μετά το δημοψήφισμα ο διχασμός του βρετανικού κεφαλαίου σε σχέση με την παραμονή ή όχι στην ΕΕ είναι εμφανής. Με δηλώσεις και κυρίως χρηματοδοτήσεις στις εκατέρωθεν καμπάνιες, διάφοροι επιχειρηματικοί όμιλοι ή κροίσοι έχουν πάρει θέση σε σχέση με το Brexit. Αξιοσημείωτο είναι πως οι κατευθύνσεις διαφέρουν ανά τομέα επιχειρηματικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο φοβάται πως το Σίτι του Λονδίνου θα χάσει τα προνόμια του ενιαίου χρηματοπιστωτικού χώρου της ΕΕ κι επομένως την πρωτοκαθεδρία του ως τέτοιου στην Ευρώπη. Στην άλλη πλευρά υπάρχουν επιχειρηματίες στη μεταποίηση (ο ιδιοκτήτης της Dyson, ο οποίος όμως αποφάσισε τη μεταφορά της έδρας της εταιρίας στη Σιγκαπούρη) ή στις υπηρεσίες (ο ιδιοκτήτης της αλυσίδας εστίασης Wetherspoon).
Αυτός ο διχασμός απεικονίζεται και στα δύο αστικά κόμματα εξουσίας. Σχεδόν σε όλες τις ψηφοφορίες, η κυβέρνηση ηττήθηκε εξαιτίας των διαρροών από το ίδιο το κόμμα των Τόρις. Το αποκορύφωμα ήταν η ψηφοφορία της επέκτασης του άρθρου 50, η οποία πέρασε από τη Κοινοβούλιο με τις ψήφους των Εργατικών, ενώ 188 Συντηρητικοί το καταψήφισαν. Παρ’ όλο δε που διενεργήθηκαν εκλογές, ψηφοφορίες δυσπιστίας, αποχωρήσεις από τα δύο κόμματα, δεν έχουν έρθει σε καμία συμφωνία ακόμη.
Τέλος, φαίνεται πως αποχώρηση από την ΕΕ με εργατικά ωφέλιμους όρους δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί όταν γίνονται διαπραγματεύσεις με την Κομισιόν και τα άλλα κράτη-μέλη ώστε να τα βρουν μεταξύ τους δύο αντιδραστικές πλευρές. Ούτε όταν οι διαπραγματεύσεις επικεντρώνονται στο θέμα των εμπορικών σχέσεων και παραμερίζουν όλα τα υπόλοιπα, πολύ σοβαρά θέματα. Ούτε, επίσης, όταν υπάρχει η τρομακτική απουσία του εργατικού κινήματος που θα διατυπώσει και θα επιβάλει τους δικούς του όρους, αλλά και η εξίσου σημαντική απουσία της ριζοσπαστικής ανατρεπτικής Αριστεράς.