Ανάλυση: Αντώνης Δραγανίγος
Οι νέες προκλήσεις βαθαίνουν τη συζήτηση και την αντιπαράθεση μεταξύ των τριών ρευμάτων της αριστεράς: το ρεύμα του κομμουνιστικού ρεφορμισμού του ΚΚΕ, το ρεύμα αναπόλησης ενός «τίμιου ΣΥΡΙΖΑ» με κύριο εκφραστή την ΛΑΕ και το ρεύμα της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής και σύγχρονα κομμουνιστικής αριστεράς, με βασικό πυλώνα την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Το αστικό δίπολο και η κοινή στρατηγική
Σε διαδικασία βαθύτερης μετάλλαξης βρίσκεται το αστικό πολιτικό σκηνικό στην χώρα μας. Με καταλύτη την Συμφωνία των Πρεσπών επιταχύνθηκε η διαδικασία (ανα)συγκρότησης των δύο βασικών αστικών πόλων. Μετά και τον πρόσφατο ανασχηματισμό η κυβέρνηση της «πρώτης φοράς αριστεράς» αποτελεί ένα άθροισμα που αρχίζει από την πάλαι ποτέ ρεφορμιστική αριστερά, περνάει από το ΠΑΣΟΚ, ιδιαίτερα το εκσυγχρονιστικό/σημιτικό και φτάνει στην καραμανλική δεξιά. Μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» με πρωθυπουργό τον Τσίπρα. Πρόκειται για τον αστικό «δημοκρατικό» πόλο, που ασκεί δεξιά πολιτική με «κοινωνική ευαισθησία» και κάποιες δόσεις κοσμοπολίτικου αντιεθνικισμού, πάντα ενταγμένου στους σχεδιασμούς του ιμπεριαλισμού (ΝΑΤΟ, ΕΕ) και του ελληνικού κεφαλαίου.
Ο άλλος ο δεξιός/ακροδεξιός, εθνικιστικός και ακραιφνής νεοφιλελεύθερος πόλος αποτελεί μια σύνθεση πολιτικών γραμμών Μακρόν και Σαλβίνι. Συνδυάζει τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό με τον εθνικισμό και τον ρατσισμό. Προβάλλει το δόγμα της «μηδενικής ανοχής» του νόμου και της τάξης. Περιλαμβάνει τα θρησκόληπτα, ρατσιστικά ρεύματα μέχρι και τα ακροδεξιά και ανοιχτά φασιστικά μορφώματα.
Και οι δύο αυτοί πόλοι έχουν, παρά τις υπαρκτές διαφορές και αντιπαραθέσεις τους, κοινή στρατηγική. Η κοινή πολιτική βάση του νέου αστικού διπολισμού είναι η μακρόχρονη σταθεροποίηση του ευρωμνημονιακού καθεστώτος, έστω και με επιμέρους παραχωρήσεις που θα εκτονώνουν προσωρινά την λαϊκή οργή, η προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και η συμμετοχή στον «σκληρό πυρήνα της ΕΕ», η πλήρης στρατηγική σύμπλευση με τα επικίνδυνα σχέδια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και του ΝΑΤΟ (ευρωνατοϊκή ολοκλήρωση των Βαλκανίων, προώθηση του επιθετικού άξονα Ελλάδας – Ισραήλ – Αιγύπτου – Κύπρου κ.α.) με έπαθλο την αναβάθμιση της θέσης της ελληνικής ολιγαρχίας στην περιοχή.
Όρος για την αντεπίθεση της αριστεράς είναι η ρήξη και με τις δύο αστικές επιλογές: και με τον εθνικισμό και με τον κοσμοπολιτισμό της ΕΕ και του ΝΑΤΟ
Έχουμε μπει σε μια νέα πολιτική φάση με πιο βαθιά και «δύσκολα» διλήμματα. Μια νέα βουτιά στις καπιταλιστικές οικονομίες φαίνεται στον ορίζοντα. Ο τρόπος με τον οποίο (δεν) «ξεπεράστηκε» η κρίση του 2008, με όλα τα στοιχεία που την προκάλεσαν να παραμένουν αγέρωχα στη θέση τους και μάλιστα να ενισχύονται, πηγαίνει μαζί με την όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, των πολεμικών προετοιμασιών και των πολεμικών κινδύνων.
Οι διαχωριστικές γραμμές μέσα στην κοινωνία και μέσα στην αριστερά αλλάζουν και από πολλές απόψεις βαθαίνουν. Τα ρεύματά της μετασχηματίζονται. Τα ζητήματα που σήμερα μπαίνουν στην ημερήσια διάταξη δεν είναι προσωρινά. Θα σφραγίσουν μια ολόκληρη περίοδο.
Έτσι το ερώτημα «πώς θα εξασφαλίσουμε ψωμί και δουλειά, ειρήνη και δημοκρατία», με άλλα λόγια πως θα κατακτήσουμε αιτήματα και δικαιώματα ζωής, πώς θα συγκρουστούμε και θα ανατρέψουμε την αστική πολιτική και την καπιταλιστική επίθεση μπαίνει με διαφορετικούς όρους στην άνοδο και στην υποχώρηση του κινήματος, στην περίοδο της αμφισβήτησης των μνημονίων και στην περίοδο της σχετικής (και προσωρινής έστω) σταθεροποίησης του ευρωμνημονιακού καθεστώτος.
Πράγματι μέσα στην θυελλώδη άνοδο των αγώνων τα πιο ριζοσπαστικά ακόμα και αντικαπιταλιστικά συνθήματα φάνταζαν «εφικτά». (πχ η διαγραφή του χρέους) ενώ η διαγραφόμενη πολιτική λύση της «κυβερνώσας αριστεράς» φάνταζε όχι σαν το «ταβάνι», αλλά σαν το «πρώτο σκαλοπάτι» αυτής της πορείας.
Σήμερα η μαχόμενη, η ανατρεπτική αριστερά είναι υποχρεωμένη να αποδείξει από την αρχή όχι μόνο την αναγκαιότητα (αυτό μεγάλα τμήματα του λαού εξακολουθούν να το υιοθετούν) αλλά και την δυνατότητα ενός δρόμου ρήξης. Να το αποδείξει στηριγμένη γερά στα κοινωνικά και ταξικά συμφέροντα, στους αγώνες για τα δικαιώματα σε στενή σύνδεση με τους αντικαπιταλιστικούς στόχους μάχης που κινούνται ενάντια στο σύστημα και βλέπουν έξω από αυτό.
Αντίθετα δεν έχουν νόημα λογικές σαν της ΛΑΕ που επικεντρώνουν στην έξοδο από την ευρωζώνη σαν τμήμα ενός σχεδίου για την «αύξηση της ρευστότητας και των επενδύσεων» στην οικονομία και μιας φιλολαϊκής ανάπτυξης του καπιταλισμού χωρίς ρήξη με το κεφάλαιο και την ΕΕ. Η λογική αυτή, ενός πιο συνεπούς ΣΥΡΙΖΑ, ηχεί σήμερα σαν ένας μακρινός απόηχος μιας πολιτικής λαθεμένης από τη ρίζα της. Στον κόσμο της αριστεράς υπάρχουν τάσεις που υπερβαίνουν αυτές τις επιλογές, με βάση και την πικρή πείρα της εφαρμογής της.
Από την άλλη πλευρά η λογική του ΚΚΕ «παλεύω σήμερα αποκλειστικά για τα άμεσα αιτήματα της ζωής των εργαζόμενων και προβάλλω την ανάγκη μιας άλλης εξουσίας», χωρίς εκείνους τους πολιτικούς στόχους που αμφισβητούν σήμερα την κυρίαρχη πολιτική και δημιουργούν ρήγματα είναι οικονομίστικη και πιο μακριά από τις ανάγκες του κινήματος περισσότερο από ποτέ. Σήμερα στην περίοδο των κατακερματισμένων αγώνων και της έλλειψης συνολικού κινήματος χρειάζεται συνειδητή προσπάθεια υπεράσπισης των πολιτικών στόχων της ανατροπής και σύνδεσης του «αγώνα για το ψωμί» με τον αγώνα για την διαγραφή του χρέους, την έξοδο από την ΕΕ κλπ και όχι αποσύνδεσή τους, στην προοπτική της άλλης εξουσίας, της εξουσίας των εργαζόμενων.
Αλλά αν η διαπάλη γύρω από το πώς θα πάρουμε πίσω τα κλεμμένα και θα καταργήσουμε το ευρωμνημονιακό καθεστώς αποτελεί εξέλιξη των αγώνων της προηγούμενης δεκαετίας, η διαπάλη γύρω από τα «εθνικά ζητήματα» έρχεται από το μέλλον. Η συμφωνία των Πρεσπών είναι καταλύτης και για την αριστερά.
Το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κράτησαν εξ’ αρχής στάση αντιιμπεριαλιστική και διεθνιστική. Αποκάλυψαν ότι το βασικό της περιεχόμενο αφορά την ευρωνατοϊκή ολοκλήρωση των Βαλκανίων και σε αυτά τα πλαίσια την επιδίωξη της ελληνικής αστικής τάξης για αναβάθμιση του ρόλου της στην περιοχή. Αναγνώρισαν το δικαίωμα του γειτονικού λαού στον αυτοπροσδιορισμό αντιμετωπίζοντας τα εθνικιστικά ιδεολογήματα. Κατήγγειλαν τα εθνικιστικά συλλαλητήρια και έδωσαν σοβαρή μάχη ενάντια στις εθνικιστικές καταλήψεις. Ανέπτυξαν διεθνιστική δράση με την Levica και ανέλαβαν σημαντικές πολιτικές πρωτοβουλίες, ανάμεσα σε αυτές και την κοινή εκδήλωση στη Φλώρινα, μέσα στην εθνικιστική φρενίτιδα.
Η ΛΑΕ, με απανωτές ενέργειες και δημοσιεύματα στελεχών της, κολάκευε συστηματικά το κλίμα «εθνικής παλιγγενεσίας» και τα εθνικιστικά συλλαλητήρια. Αν και μίλαγε για τον ρόλο του ΝΑΤΟ, έβαλε στο κέντρο της προσοχής της τη μάχη ενάντια στον «αλυτρωτισμό των γειτόνων». Στελέχη της πήραν μέρος μέχρι και σε πάνελ σε ακροδεξιά κανάλια. Έγινε έτσι ουρά του εθνικιστικού ρεύματος.
Το ΚΚΕ, παρά τις αναφορές του για το ρόλο του ΝΑΤΟ, της ΕΕ και τα οικονομικά συμφέροντα των καπιταλιστών στην περιοχή, έβλεπε την Συμφωνία σαν επικύρωση του «αλυτρωτισμού των γειτόνων», αναποδογυρίζοντας την πραγματικότητα της κυριαρχίας του ελληνικού καπιταλισμού στη Βόρεια Μακεδονία, εμφανίζοντας μυωπική οπτική για αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα. Έτσι δεν μπόρεσε να σταθεί απέναντι στο εθνικιστικό ρεύμα.
Τα πρόσφατα συλλαλητήρια για το προσφυγικό που στήριξε στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου μαζί με την αστική τάξη των νησιών αυτών (ξενοδόχοι κλπ), την εκκλησία και όλο τον αντιπροσφυγικό συρφετό, αποτελούν μια πολύ σοβαρή υποχώρηση στην πίεση της αντίπαλης ιδεολογίας στην πιο αντιδραστική εκδοχή της.
Από την άλλη πλευρά τόσο ρεύματα της αριστεράς όσο και πλήθος διανοούμενων που πήραν θέση υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών στο όνομα του «αντιεθνικισμού», στήριξαν αντικειμενικά την κυβέρνηση αλλά και την είσοδο της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Η μάχη ενάντια στον «εθνικισμό» χωρίς τον «αντιιμπεριαλισμό» οδήγησε σημαντικά τμήματα της ευρωπαϊκής αριστεράς να στηρίξουν το ιστορικό έγκλημα του ΝΑΤΟ στην Γιουγκοσλαβία. Είναι λοιπόν εξαιρετικά λαθεμένη η στάση όσων υποτιμούν την κύρια αυτή πλευρά ή όσων αναζητούσαν «θετικά σημεία στην Συμφωνία των Πρεσπών»
Αν η υπόθεση του «μακεδονικού» ήταν πολύ σημαντική, ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός, ιδιαίτερα γύρω από τις ΑΟΖ στο μέτρο που οξυνθεί, θα φέρει τα πάνω κάτω στην ελληνική κοινωνία και την αριστερά. Όταν η αστική τάξη επιδιώκει να συσπειρώσει γύρω της το σύνολο του λαού αναγορεύοντας σε «οικονομικά σύνορα» τα βάθη της Μεσογείου, τότε η διαρκής υπόκλιση στο σχήμα «η Ελλάδα έχει δίκιο και αμύνεται η Τουρκία επιτίθεται και διεκδικεί» χωρίς να αποκαλύπτεις συγκεκριμένα, πειστικά και αποφασιστικά τον άδικο, επιθετικό και επικίνδυνο χαρακτήρα της πολιτικής των αστικών τάξεων και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, κινδυνεύει να σε μετατρέψει σε ουρά της δικής σου αστικής τάξης στην πιο επικίνδυνη περιπέτεια των επόμενων χρόνων.
Ανεξαρτησία της αριστεράς από την αστική πολιτική
Αυτοτέλεια της αντικαπιταλιστικής αριστεράς από το ρεφορμισμό
Έτσι φαίνεται ότι οι δύο μεγάλοι πόλοι του αστικού πολιτικού συστήματος πιέζουν και επιδρούν και στην αριστερά. Επιδρά και το «κοσμοπολίτικο»- «δημοκρατικό» αλλά και το «εθνικό» και εθνικιστικό ρεύμα. Αλλά και αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Από το ξέσπασμα της κρίσης και μετά, η αντικαπιταλιστική αριστερά ήρθε αντιμέτωπη με το αντινεοφιλελεύθερο ρεύμα που εμφανιζόταν σαν πειστική και ρεαλιστική απάντηση στην επίθεση του «νεοφιλελευθερισμού». Αυτό το ρεύμα που είχε λαϊκά χαρακτηριστικά αλλά αστική ηγεμονία επικράτησε, με αποτέλεσμα το κύμα των «σοσιαλιστικών» και «αριστερών» κυβερνήσεων, μεταξύ αυτών και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στην χώρα μας. Ένα τμήμα όσων διαχωρίστηκαν από την κύρια «μήτρα» επηρεάζονται από το «κοσμοπολίτικο/ ευρωπαϊκό» ενώ ένα άλλο από το «εθνικιστικό / δεξιό» ρεύμα.
Σήμερα υπάρχει μεγάλη δυνατότητα ένα σημαντικό τμήμα του δυναμικού που διαχωρίστηκε να στραφεί αριστερά αντικαπιταλιστικά. Αυτό όμως δεν είναι βασικά ζήτημα «καλών προθέσεων» και προτάσεων ενότητας. Αλλά είναι πρώτα από όλα ζήτημα συσχετισμού δυνάμεων και ολοκληρωμένης και πειστικής διαπάλης με τις απόψεις που «τραβάνε τον κόσμο» αυτόν «προς τα πίσω», προς τις νέες μορφές των αστικών και μικροαστικών ρευμάτων που αναπτύσσονται σήμερα.
Για μια ακόμη φορά αποδεικνύεται ότι σε τελική ανάλυση η στρατηγική και πολιτική ανεξαρτησία της ανατρεπτικής αριστεράς και από τα δύο ρεύματα της ρεφορμιστικής αριστεράς είναι, σε τελική ανάλυση, μάχη για την ανεξαρτησία της αριστεράς από την αστική πολιτική. Η με άλλα λόγια είναι μάχη για την συγκρότηση πολιτικά και στρατηγικά και την ηγεμονία της εργατικής πολιτικής απέναντι στις πολυποίκιλες επιδράσεις της αστικής πολιτικής μέσα στο στρατόπεδο των καταπιεσμένων, τη μικροαστική πολιτική και τον εργατικό ρεφορμισμό.
Κομμουνιστική στρατηγική, επαναστατική ηγεμονία
H ανατροπή των συσχετισμών υπέρ της αντικαπιταλιστικής αριστεράς προϋποθέτει περισσότερο από ποτέ τη συγκρότηση του «δικού μας ρεύματος», δηλαδή της κομμουνιστικής πρωτοπορίας και ενός συνεκτικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος και μετώπου με επαναστατική ηγεμονία.
«Κομμουνιστική συγκρότηση» δεν σημαίνει παπαγαλία του κομμουνισμού, αλλά εκείνο το «ζωντανό σώμα» θεωρίας, πολιτικής και οργάνωσης που κάνει την πιο βαθιά και ρηξικέλευθη κριτική στον καπιταλισμό και ανοίγει στους εργαζόμενους ορίζοντες κοινωνικής απελευθέρωσης. «Επαναστατική ηγεμονία» δεν σημαίνει παπαγαλία τη «επανάστασης», αλλά επιμονή στον επαναστατικό δρόμο, στο πρόγραμμα σύνδεσης του σημερινού αγώνα με την επαναστατική προοπτική και οικοδόμηση ενός ελκτικού, μαζικού και δημοκρατικού μετώπου (υπόθεση στην οποία το τελευταίο διάστημα έχουμε σημαντικά προβλήματα).
Απεναντίας, το τελευταίο διάστημα έχουμε απόπειρες και πρωτοβουλίες για μέτωπα όχι μόνο χωρίς αλλά και με άρνηση της αναγκαιότητας στρατηγικής στόχευσης (στο όνομα του «αντισεχταρισμού» φυσικά). Ακόμα και ο Οκτώβρης αντιμετωπίζεται ως «βαρίδι»! Πρόκειται σε τελική ανάλυση για ιδεολογική εσωτερίκευση των αρνητικών συσχετισμών.
Φυσικά καθαρές καταστάσεις δεν υπάρχουν στην ζωή. Ανάμεσα στο αντικαπιταλιστικό επαναστατικό και στα ρεφορμιστικά ρεύματα υπάρχει μια ολόκληρη παλέτα ενδιάμεσων καταστάσεων, τάσεων και ξεχωριστών αγωνιστών που αναζητούν. Αποτελεί πρόκληση για την επαναστατική αριστερά να κερδίσει τους αγωνιστές αυτούς, βοηθώντας με την αταλάντευτη επιμονή πάνω στα ζητήματα που χωρίζουν την εργατική αντικαπιταλιστική από τη ρεφορμιστική πολιτική, την ενωτική της τακτική και τις πρωτοβουλίες της, να διαλέξουν χαράκωμα, ξεπερνώντας την αυταπάτη της «ανασύνθεσης» των διαφορετικών γραμμών μέσα στην αριστερά. Αυτή η πολιτική θα μας φέρει πιο κοντά στο πιο μάχιμο και ριζοσπαστικό κομμάτι, που είναι διατεθειμένο να σπάσει τα παλιά όρια.