Βασίλης Ραφαηλίδης
«Το Βήμα», 26-5-1977
Τούτη η κυριολεκτικά εφιαλτική ταινία, που θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κανείς σαν «ιστορικό-πολιτικό-ποιητικό γκρανγκινιόλ» , λειτουργεί σαν γροθιά στα τρυφερά μαλακά των νικητών του Εμφυλίου Πολέμου. Και σαν καθαρτικό για τους πάσχοντες από χρόνια ιστορική δυσκοιλιότητα, προκληθείσα από την υπερκατανάλωση της τυλιγμένης στα δολάρια του σχεδίου Μάρσαλ «ατομικής ελευθερίας», που πρέπει να μεταφραστεί στη γλώσσα της απλής λογικής σαν «δυνατότητα του κλέπτειν νομοτύπως».
Οι Κυνηγοί είναι ένα φιλμ πρόκλησης σοκ, κι αυτό σημαίνει πως αποκλείεται να το οικειοποιηθούν ιδεολογικά οι πάντες, όπως έγινε με το Θίασο, του οποίου «η γοητεία του θεάματος» είχε υπερκαλύψει και απαλύνει την ιδεολογική πρόθεση. Άλλωστε, οι θυελλώδεις μεταμεσονύκτιες συζητήσεις που προκάλεσε χθες τούτη η ελληνική ταινία, η οποία δε χρωστάει τίποτε, ούτε στον Ευριπίδη ούτε στο Κέντρο Κινηματογράφου, προδικάζει και τα μέλλοντα να συμβούν στο διεθνές κοινό και -κυρίως- στο ελληνικό, στο οποίο κατ’ αρχάς και απευθύνεται. Όσο για τους αρνηθέντες τη χρηματοδότηση Έλληνες «αρμοδίους», έπραξαν ευφυέστατα, που δε χρηματοδότησαν «τους δικούς τους» Κυνηγούς: δεν αγοράζει κανείς σκάγια για το τουφέκι του αντιπάλου του.
Το σενάριο της ταινίας δομείται στη βάση ενός εφιαλτικού «ιστορικού λάθους»: το 1977, μια ομάδα κυνηγών βρίσκει στο χιόνι το «φρέσκο» πτώμα ενός αντάρτη του Εμφυλίου Πολέμου, που, καλώς εχόντων των πραγμάτων και χωρίς την επικουρία της «ποιητικής άδειας», θα έπρεπε να είχε σκοτωθεί όχι αργότερα από το 1949. Κουβαλάν τούτο το φάντασμα της ιστορίας στο απόμερο ξενοδοχείο, όπου βρίσκονται και οι γυναίκες τους, και εκεί αρχίζει η σατανική λειτουργία της έκρηξης της ιστορικής μνήμης, με εκρηκτικές δόσεις, σωστά μοιρασμένες, σ’ όλο το μήκος της ταινίας.
Λοιπόν, τούτο το σαιξπηρικό φάντασμα της ιστορίας κάνει την εκδικήτρα του εμφάνιση στην πιο ακατάλληλη για την αστική «ευτυχία» στιγμή: όταν ετοιμάζονται να ξορκίσουν με ευχές τον καινούργιο χρόνο 1977, που δεν είναι παρά ο μαθηματικός πολλαπλασιασμός του παλιού. Δηλαδή, μια ατέρμονη συσσώρευση στιγμών, από την οποία λείπει η «ειδοποιός ιστορική διαφορά», που θα έδινε νόημα στη μετάλλαξη και θα μετέτρεπε το μαθηματικό σε ιστορικό χρόνο.
Με το φάντασμα της ιστορίας (το πτώμα του αντάρτη) κρυμμένο στο παρασκήνιο της ιστορίας, η γιορτή για τους συνενόχους του ιστορικού εγκλήματος θα τελεστεί μεν, αλλά θα μετατραπεί σε «μακάβριο χορό», όπου τώρα τα κατ’ εξοχήν φαντάσματα είναι οι πρώην πανευδαίμονες αστοί, οι από θέση, μα όχι και από πεποίθηση, κυνηγοί των «θηρίων της ιστορίας». Οι οποίοι στο τέλος, όπως όλοι οι κυνηγοί, ακόμη και οι «κυνηγοί κεφαλών», βάζουν τους εαυτούς τους να ποζάρουν καταπτοημένοι στην εξέδρα της ιστορίας για την παραδοσιακή αναμνηστική φωτογραφία (στο φιλμ παίρνει τη μορφή ενός ταμπλό-βιβάν), την οποία σίγουρα δε θα τη βάλουν στο σαλόνι τα παιδιά των παιδιών τους.
Αυτή η καταπληκτική και σαν στόχος και σαν πραγμάτωση και σαν ιστορική και πολιτική σκοπιμότητα ταινία, που σίγουρα είναι η κορυφή του ελληνικού κινηματογράφου, είπαμε ήδη πως δεν έχει καμιά σχέση με τη λεία και χωρίς αιχμηρές γωνίες προβληματική του Θιάσου. Όμως, δεν έχει ούτε μορφική σχέση με κείνη: ο Αγγελόπουλος αρνείται τη σχολαστική καλλιέπεια (που, ωστόσο, αυτή τον έκανε δυστυχώς γνωστό) και την πραϋντική της ιδεολογίας καλλιγραφία και μέσα από μια προσεχτική δουλειά αφαίρεσης του περιττά διακοσμητικού, το ιστορικό σύμβολο αποκτά το πλήρες και το συγκεκριμένο του νόημα, που δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες και «πολλαπλά, διαβάσματα» του φιλμικού κειμένου.
Δεν υπάρχει στο φιλμ παρά ένας και μοναδικός τρόπος λειτουργίας των επί μέρους συμβόλων, πράγμα που σημαίνει πως το «επιμύθιο» της ιστορικής μυθικής αλληγορίας είναι αδύνατο να ’ναι άλλο απ’ αυτό που θέλει ο δημιουργός: όσο λειτουργεί ο θρύλος του Βελουχιώτη (η ενδυματολογική αναφορά σ’ αυτόν είναι σαφής), οι Αριστεροί θα ασκούν άθελά τους, ένα είδος ιστορικής τρομοκρατίας στους Δεξιούς, αφού θα ’ταν αδύνατο να «εκτελεστεί» ο πάντα ζωντανός θρύλος.
Όπως γίνεται στην καταπληκτική σκηνή της «πραγματικής» εκτέλεσης προς την αρχή της ταινίας, τη φευγαλέα κοιταγμένη με κυκλικό πανοραμίκ μέσα από το παράθυρο του προς αγοράν (απ’ τον «νταβατζή» θαυμάσιο Βαγγέλη Καζάν, που, όντας λούμπεν, είναι και ο κατ’ εξοχήν «προαγωγός» και βιαστής της ιστορίας) ξενοδοχείου. Αυτό το ξενοδοχείο θα παίξει το ρόλο της ιστορικής σκηνής, μέσα στην οποία οι αστοί και οι κρατούντες θα παίξουν και συγχρόνως θα ζήσουν την προσωπική του ο καθένας τραγωδία: του νικημένου σαν ιστορική προοπτική νικητή.
Οι ηθοποιοί, όπως πάντα στις ταινίες του Αγγελόπουλου, δεν είναι παρά οι ζωντανές προεκτάσεις του ντεκόρ και συνεπώς η συμβολή τους μετράει μόνο στα πλαίσια μιας ολότητας.
Όπως και να ’ναι θα πρέπει να υπογραμμισθεί η παρουσία της «ρέουσας» φιγούρας του Καζάν κατ’ αρχήν, όπως και της Κοταμανίδου, η οποία στην παντομίμα του θελημένου βιασμού της από τον αόρατο βασιλιά (που παραπέμπει στο βιασμό της ιστορίας από τους κρατούντες) είναι συναρπαστική. Η Χρονοπούλου, ο Παχής, ο Δάνης και οι άλλοι του θιάσου κρατούν τους ρόλους τους ευπρεπώς.
Και μια τελευταία μνεία στη θαυμάσια φωτογραφία του Γιώργου Αρβανίτη: η δουλειά του στην Ιφιγένεια δεν του άφησε κανένα «κουσούρι». Κι εμείς εδώ ξεχάσαμε την ντροπή που νιώσαμε με αυτή την «Ιφιγένεια εν Κάνναις».