Κώστας Τριχιάς
Πάνω από 157 νεκρούς, τουλάχιστον άλλους τόσους αγνοούμενους και ανυπολόγιστη περιβαλλοντική καταστροφή προκάλεσε η κατάρρευση φράγματος αποβλήτων του εξορυκτικού κολοσσού VALE στην πολιτεία Minas Gerais στη Βραζιλία. Το 2015 υπήρξε ανάλογη τραγωδία με 19 νεκρούς πάλι από την ίδια εταιρεία. Πρόκειται για προμελετημένο έγκλημα, καθώς υπήρχε μελέτη της εταιρείας που έδειχνε ρωγμές!
Η βαρβαρότητα των πολυεθνικών προκαλεί καταστροφές από τη Βραζιλία έως τις Σκουριές
Δύο χωμάτινα φράγματα προβλέπονται και στις Σκουριές με τον επιπλέον κίνδυνο της σεισμογενούς περιοχής
«Αυτοί οι περιβαλλοντικοί περιορισμοί, πάντα μπαίνουν στη μέση, όταν ένας αποφασισμένος πολιτικός θέλει να προχωρήσει μεγάλα έργα υποδομής». Και όμως, αυτή η δήλωση δεν είναι απόσπασμα ενός τυπικού Έλληνα νεοφιλελεύθερου πολιτικού που θέλει να ξεμπερδεύει με την «υπέρογκη γραφειοκρατία» που «μπλοκάρει τις επενδύσεις», είναι δήλωση του νέου προέδρου της Βραζιλίας Μπολσονάρου τον περασμένο Δεκέμβριο. Ο Μπολσονάρου, θυμίζουμε, ήταν ο εκλεκτός του πανίσχυρου λόμπι της βραζιλιάνικης αγροβιομηχανίας, ενώ προωθεί την απόσυρση της χώρας του από τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα. Επίσης στο πρόγραμμά του βρίσκεται η γεωργική και εμπορική εκμετάλλευση περιοχών των αυτοχθόνων που μέχρι τώρα προστατεύονταν από τη νομοθεσία. Η παραπάνω δήλωσή του είναι μάλλον η πιο καίρια εισαγωγή για μια τραγική είδηση, που δεν φάνηκε να απασχολεί ιδιαίτερα τα ελληνικά ΜΜΕ.
Στις 25 Γενάρη, η κατάρρευση ενός μεγάλου φράγματος της εταιρείας VALE στην πολιτεία Minas Gerais στα νοτιοανατολικά της Βραζιλίας, το οποίο συγκρατούσε τα απόβλητα εξορυκτικής δραστηριότητας σιδήρου, είχε ως αποτέλεσμα ένας γιγαντιαίος χείμαρρος λάσπης και νερού να σαρώσει παρακείμενα διοικητικά κτίρια της εταιρείας αλλά και μέρος της περιοχής Μπρουματζίνιου, όπου ζουν περίπου 39.000 άνθρωποι. Η πλήρης εικόνα της καταστροφής δεν έχει ακόμα πλήρως αποκαλυφθεί. Μέχρι στιγμής έχουν επιβεβαιωθεί τουλάχιστον 157 νεκροί –οι περισσότεροι από αυτούς εργαζόμενοι στην εταιρεία που εκείνη την ώρα έτρωγαν το μεσημεριανό τους–ενώ τουλάχιστον άλλοι τόσοι αγνοούνται μέχρι και σήμερα. Η τοξική λάσπη έχει ήδη μολύνει τον ποταμό Paraopeba, ο οποίος είναι ο βασικός τροφοδότης με νερό της περιοχής, ενώ ειδικοί κάνουν λόγο για ανυπολόγιστες ζημιές στο οικοσύστημα. Παράλληλα, η επίδραση στον υδροφόρο ορίζοντα, έχει ήδη δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στους ιθαγενείς της που δεν έχουν νερό να ζήσουν.
Η πολιτεία Minas Gerais –«γενικά μεταλλεία» σε ελεύθερη μετάφραση– έχει παράδοση στη μεταλλευτική δραστηριότητα, με πλήθος μεταλλείων κάθε είδους να είναι ακόμη ενεργά στην ευρύτερη περιοχή. Μάλιστα, το 2015 συνέβη αντίστοιχο περιστατικό, με την κατάρρευση του φράγματος Mariana που κατέληξε στην καταστροφή του χωριού Bento Rodrigues και σε 19 νεκρούς. Χαρακτηρίστηκε, τότε, ως η μεγαλύτερη οικολογική καταστροφή της Βραζιλίας. Μέχρι την επόμενη δυστυχώς…
Θα έλεγε κανείς ότι είναι το πεπρωμένο αυτής της περιοχής με το τόσο χαρακτηριστικό όνομα να υποφέρει από αντίστοιχες τραγωδίες. Ωστόσο, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Μπραζίλια Ντίκραν Μπερμπέριαν, μηχανικός ειδικευμένος στην κατασκευή φραγμάτων, έχει διαφορετική άποψη. Χαρακτήρισε «προαναγγελθείσα τραγωδία» την εν λόγω καταστροφή. «Το φράγμα είχε δώσει ενδείξεις διαρροής στο παρελθόν, δεν βλέπω τίποτα το μη προβλέψιμο, εδώ δεν έχουμε απρόβλεπτους παράγοντες, ηφαίστεια ή σεισμούς που θα μπορούσαν να προκαλέσουν κάτι τέτοιο».
Πολύ σοβαρές είναι οι ευθύνες της βραζιλιάνικης εταιρείας VALE, της μεγαλύτερης παραγωγού σιδηρομεταλλευμάτων στον κόσμο. Στις αρχές του μήνα διέρρευσε εσωτερική μελέτη, η οποία είχε γίνει λίγους μήνες πριν και προειδοποιούσε για τις επιπτώσεις. Η εταιρεία –ιδιοκτησία της οποίας είναι και τα δύο προαναφερθέντα φράγματα– χρησιμοποίησε και στις δύο περιπτώσεις την ίδια τεχνική, την κατασκευή μεγάλων χωμάτινων φραγμάτων για τη δημιουργία λιμνών απόθεσης των αποβλήτων. Μια τεχνική η οποία είναι κατά γενική ομολογία φτηνή αλλά όχι και ασφαλής — όπως αποδείχθηκε με τον πλέον τραγικό τρόπο.
Αντίστοιχο κίνδυνο αντιμετωπίζουμε και στη δικιά μας πολυσυζητημένη «επένδυση» στις Σκουριές Χαλκιδικής. Το έργο απαιτεί την κατασκευή δύο χωμάτινων φραγμάτων ύψους 131 και 143 μέτρων, με συνολικό όγκο 44 εκατομμύριων κυβικών μέτρων. Η ποιοτική διαφορά που κάνει ακόμα πιο επίφοβη την κατάσταση σε σχέση με τη Βραζιλία είναι ότι τα φράγματα αυτά και το τοξικό τους περιεχόμενο θα βρίσκονται σε μια ιδιαίτερα σεισμογενή περιοχή, που μόνο κατά τον 20ο αιώνα έχει δώσει τρεις σεισμούς με ένταση μεγαλύτερη των 7 Ρίχτερ.
Αρκεί μόνο να θυμηθούμε τις αρχές του 2000 στην Ρουμανία, όπου το φράγμα στην Μπάια Μάρε, το οποίο συγκρατούσε τα απόβλητα από την εξόρυξη χρυσού, έσπασε με αποτέλεσμα 100.000 κυβικά μέτρα μολυσμένου με κυάνιο νερού (εκτίμηση για 100 τόνους κυανίου) διέρρευσε αρχικά στην παρακείμενη αγροτική γη και εν συνεχεία στον ποταμό Somes. Η διαρροή μόλυνε την παροχή νερού για πάνω από 2,5 εκατομμύρια ανθρώπους, ενώ στην περιοχή του ατυχήματος όλα τα ζώα πέθαναν και πολλά προστατευόμενα ήδη εξαφανίστηκαν ολοσχερώς. Το περιστατικό αυτό χαρακτηρίστηκε η δεύτερη μεγαλύτερη περιβαλλοντική καταστροφή στον ευρωπαϊκό χώρο μετά το Τσερνόμπιλ.
Όταν στις περισσότερες από τις μεγάλες εκμεταλλεύσεις οι συνθήκες ασφάλειας προσωπικού και περιβάλλοντος αλλά και οι μετέπειτα ενέργειες οικολογικής αποκατάστασης είναι εξαιρετικά ελλιπείς, τότε δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο απλώς για θλιβερές στατιστικές αλλά για την αποτύπωση του βάρβαρου μοντέλου «ανάπτυξης» του σύγχρονου καπιταλισμού. Η εξόρυξη του μεταλλεύματος με όσο το δυνατόν χαμηλότερο κόστος μπαίνει σε απόλυτη προτεραιότητα, σε μια διαδικασία που είναι ιδιαίτερα επικερδής για τον κόσμο των εταιριών και των χρηματιστηρίων όχι όμως και για τις τοπικές κοινωνίες που έχουν «την τύχη» να βρίσκονται σε «ευλογημένους τόπους», στις οποίες προκαλείται δυσβάσταχτο περιβαλλοντικό και κοινωνικό κόστος.
Έχουμε ανάγκη από μια άλλη προοπτική. Με τα μεταλλεύματα που εξορύσσονται με μέτρο και σεβασμό προς το περιβάλλον, για να χρησιμοποιηθούν για κοινωνικές ανάγκες και όχι με τον φετιχισμό της σημερινής του χρήσης. Χαρακτηριστικό είναι πως το 35% του παραγόμενου χρυσού παγκοσμίως χρησιμοποιείται ως επένδυση ασφαλείας-θησαυρισμός και το υπόλοιπο βασικά για παραγωγή κοσμημάτων. Είναι στο χέρι μας να ανατρέψουμε αυτή την κατάσταση με άλλες προτεραιότητες, στοχεύσεις και σχεδιασμό για την παραγωγή αλλά διαφορετική σχέση με το «άλλο σώμα του ανθρώπου» τη φύση.