Γεράσιμος Λιβιτσάνος
Στον πάτο της λίμνης των Πρεσπών βυθίστηκαν ΚΙΝΑΛ, Ποτάμι και Ανεξάρτητοι Έλληνες
Ο Αλέξης Τσίπρας εισηγήθηκε στην Βουλή, τη Συμφωνία των Πρεσπών επικαλούμενος ταυτόχρονα τον Λένιν και την «εθνική γραμμή» των Ν.Δ-ΠΑΣΟΚ. Αυτή έλαβε 153 «ναι» με την συνδρομή 2 βουλευτών των ΑΝ.ΕΛ, 4 της «κεντροαριστεράς» και μιας πρώην υπουργού της Ν.Δ, ενώ μέσα κι έξω από το κοινοβούλιο έκανε αισθητή την παρουσία του ο εσμός της ακροδεξιάς. Ο πρώτος που χαιρέτησε την έγκριση της συμφωνίας, ήταν ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ.
Σε αυτές τις φράσεις μπορεί να συμπυκνωθούν τα γεγονότα της εβδομάδας όπου κυριάρχησε η κυβερνητική επιχείρηση θεσμοθέτησης της συμφωνίας Τσίπρα-Ζάεφ. Μια προσπάθεια που είχε δύο σκέλη: Την υλοποίηση των κυβερνητικών δεσμεύσεων έναντι στο ΝΑΤΟ για ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας (πλέον) και ταυτόχρονα την εμπέδωση του «νέου διπολισμού» με τον οποίο φιλοδοξεί να φτάσει ο ΣΥΡΙΖΑ έως τις εκλογές.
Απουσίασε οποιαδήποτε ουσιαστική συζήτηση για τις σχέσεις τα δεδομένα και τα ζητούμενα των λαών των Βαλκανίων, με βάση τα ταξικά τους συμφέροντα. Δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να βρει …χώρο μέσα σε αυτές τις πολιτικές συνθήκες και δεν ήταν στόχος καμίας από τις εμπλεκόμενες στον κοινοβουλευτικό διάλογο πολιτικές δυνάμεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ …πούλησε τρέλα. Παρουσίασε αφενός τη συμφωνία ως δείγμα «προοδευτισμού» με τον Αλέξη Τσίπρα και κορυφαία στελέχη να μιλούν για θετική αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού με νέες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην σύμπραξη αριστεράς-κέντρου και την δεξιά συντήρηση. Κάτι που πιστοποίησε η πρόσθεση του Θ.Θεοχαρόπουλου -μετά τον Σ.Δανέλλη- στους εν δυνάμει κυβερνητικούς βουλευτές.
Δεν έλειψαν και ισχυρισμοί όπως αυτή της Σίας Αναγνωστοπούλου περί του «αντιιμπεριαλιστικού χαρακτήρα» της συμφωνίας που στο δεύτερο άρθρο της προβλέπει την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ που «κούμπωσε» με την κριτική του πρωθυπουργού προς το ΚΚΕ με την φράση «η εγώ δε διάβαζα τον Λένιν καλά όταν ήμουνα μικρός ή εσείς δεν κάνετε κάτι καλά». Μάλιστα το σύνολο των κυβερνητικών στελεχών επιχείρησε να αποκρύψει τον ρόλο του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε στην όλη υπόθεση. Κοινό στις τοποθετήσεις τους ήταν το σενάριο που ήθελε την αρχική ιδέα να συλλαμβάνουν μετά την εκλογή του Ζ.Ζάεφ, Τσίπρας και Κοτζιάς με στόχο το «κλείσιμο» των μετώπων αφού «ο πραγματικός κίνδυνος» προέρχεται από την Τουρκία.
Από την άλλη όμως ο Αλέξης Τσίπρας και ο Γιώργος Κατρούγκαλος διαβεβαίωναν ότι η συμφωνία ενσωματώνει την «εθνική γραμμή» που χάραξε η υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Καραμανλή, Ντόρα Μπακογιάννη. Μιλούσαν για οικονομική ηγεμονία της Ελλάδας (προφανώς του ελληνικού κεφαλαίου) στην γειτονική χώρα και ορκίζονταν στην (ΝΑΤΟϊκή) «σταθερότητα στην περιοχή». «Με τη Συμφωνία των Πρεσπών οι γείτονές μας δέχονται οριστικά ότι δεν υπάρχει ζήτημα δήθεν μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα» τόνισε ο πρωθυπουργός ενώ ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών εγκάλεσε τις προηγούμενες κυβερνήσεις για άρνηση να πάρουν πρωτοβουλίες για το θέμα τονίζοντας τι δημιουργούνται συνθήκες ειρήνης.
Η Νέα Δημοκρατία παρουσιάστηκε στην υπόθεση αυτή χωρίς να κρύβει τις αντιφάσεις της. Με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να βάλει κατά της συμφωνίας δηλώνοντας όμως ταυτόχρονα ότι θα την εφαρμόσει σε περίπτωση που γίνει πρωθυπουργός. Ο Αντώνης Σαμαράς έκανε για μία ακόμη φορά τον «μακεδονομάχο» μαζί με τους Βορίδη – Γεωργιάδη. Ο Κώστας Καραμανλής έλυσε με μια δήλωση την σιωπή του η οποία ισορρόπησε ανάμεσα στις θέσεις της Ν.Δ και αυτές του προέδρου της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλου.