Μιχάλης Ρίζος
Δικονομική ενσωμάτωση
Στο δικονομικό αντάρτικο έχουν μπει όλοι οι ενδιαφερόμενοι, επώνυμοι συνδικαλιστές που ξαφνικά βγήκαν από την πολυετή νάρκη της υποταγής, τηλεοπτικά πρωινάδικα, περίοπτοι εργατολόγοι και εκπρόσωποι δικηγορικών εταιρειών και το αστικό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο. Τα κλεμμένα θα τα πάρουμε πίσω μόνο με περήφανους αγώνες, όχι με δικαστικές προσφυγές και παρακάλια για ελεημοσύνη στους εκμεταλλευτές μας!
«Τα δικαστήρια ξαναγράφουν ιστορία», ήταν ο τίτλος συστημικής ιστοσελίδας πριν λίγες μέρες, με αφορμή τα σενάρια και τις εκτιμήσεις για… ανατροπή των μνημονίων και της δημοσιονομικής επιτροπείας μέσω δικαστικών αποφάσεων.
Στο δικονομικό αντάρτικο έχουν μπει όλοι οι ενδιαφερόμενοι! Επώνυμοι συνδικαλιστές που ξαφνικά βγήκαν από την πολυετή νάρκη της υποταγής και θυμήθηκαν την απεύθυνση στους εργαζόμενους, τηλεοπτικά πρωινάδικα που αναλύουν με κάθε λεπτομέρεια τα ποσά των αναδρομικών που θα επιστραφούν, περίοπτοι εργατολόγοι και εκπρόσωποι δικηγορικών εταιρειών που διαφημίζουν την… καλή προσφυγή. Φυσικά από τον χορό δεν θα μπορούσε να λείπει το αστικό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο. Είτε με τις ενέσεις ψευτοαισιοδοξίας του Τσίπρα και του επιτελείου του για το δημοσιονομικό χώρο που δημιουργείται από τα ματωμένα πλεονάσματα είτε με τις αυστηρές προειδοποιήσεις του Κυριάκου για «παροχολογία» και νέα δημοσιονομική βόμβα που απειλεί ξανά να τινάξει στον αέρα την οικονομία.
Τι, αλήθεια, συμβαίνει; Οι ταξικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος και η αντικαπιταλιστική Αριστερά χρειάζεται να ανοίξουν μέτωπο σε ένα πολύ καλά μεθοδευμένο σχέδιο που στοχεύει:
– Να πείθει τον κόσμο ότι με τις δικαστικές διεκδικήσεις κερδίζονται δικαιώματα (μισθούς, συντάξεις, αναδρομικά, επιδόματα) και όχι με τον ταξικό αγώνα. Ότι αξίζει να δίνει αμοιβή-μίζα στη δικηγορική εταιρεία και όχι να χάνει μεροκάματο για την απεργία.
– Να πλάθει την εικόνα της «καλής» δικαιοσύνης σε αντίθεση με τους πολιτικούς και τις κυβερνήσεις που μας τα παίρνουν γιατί «είναι λαμόγια». Ή και το αντίστροφο: της «καλής» κυβέρνησης που θέλει (ειδικά αν είναι «αριστερή») να κάνει κοινωνική πολιτική αλλά δεν την αφήνουν τα δικαστικά κυκλώματα και οι πιέσεις των ξένων. Και στη μια και στην άλλη εκδοχή συσκοτίζεται η ενιαία συγκρότηση και γραμμή της αστικής εξουσίας, παρά το διαφορετικό καταμερισμό ρόλων.
-Να αναπαράγει τη φάμπρικα και τα κέρδη των δικηγορικών εταιρειών.
-Να εκφυλίσει τα ήδη χτυπημένα σωματεία σε παραρτήματα δικηγορικών γραφείων και συλλέκτες προσφορών για προσφυγές. Εξάλλου το μόνιμο ξεπούλημα των αγώνων από ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ πάντα συνοδεύεται από: «το λόγο έχει τώρα η δικαιοσύνη».
-Να εγκλωβίσει την εργατική συνείδηση σε μια νέα, πιο αντιδραστική απ’ ότι στο παρελθόν, φιλολογία του μικρότερου κακού, μπροστά και στις επερχόμενες εκλογές.
-Να διασπά τους εργαζόμενους και τα σωματεία (και να αξιολογεί τους συνδικαλιστές) σε αυτούς που κερδίζουν προσφυγές και σε αυτούς που χάνουν, αναπαράγοντας και τη λογική της επιδοματολογίας, των συντεχνιακών-επαγγελματικών δικαιωμάτων, των ειδικών μισθολογίων.
-Να συνηθίζει τον κόσμο στα ψίχουλα και τις θυσίες για τα ματωμένα πλεονάσματα.
Τι όμως δεν λένε;
Στην εποχή των μνημονίων και της κοινοβουλευτικής δικτατορίας του ολοκληρωτικού καπιταλισμού ακόμα και το εγχώριο αστικό δίκαιο σε πολλές περιπτώσεις έχει τυπική σημασία, είναι άνευ ουσίας. Το ΣτΕ μπορεί να νομοθετεί για την αντισυνταγματικότητα μιας περικοπής, π.χ. των δώρων. Αυτό όμως δε δεσμεύει την κυβέρνηση διότι υπάρχει ανώτερο δίκαιο, «ανώτερο Σύνταγμα», που είναι οι σιδερένιοι δημοσιονομικοί νόμοι της ΕΕ και της ΕΚΤ, των πλεονασμάτων κλπ για να προστατεύουν τα επιχειρηματικά κέρδη και την αποπληρωμή του χρέους. Η (κάθε) κυβέρνηση τι θα κάνει; Θα δίνει μέρος των – αντισυνταγματικών υποτίθεται περικοπών – ως ψίχουλα, στο βαθμό που επιτρέπει ο «δημοσιονομικός χώρος». Δηλαδή, πράγματι οι περικοπές είναι αντισυνταγματικές (η δικαιοσύνη έκανε το αδέκαστο καθήκον της), ωστόσο, αυτό δεν συνεπάγεται καμία πολιτική εφαρμογή πλην των μερισμάτων προς τις «ευάλωτες κοινωνικές ομάδες» ή τις πιο παχυλές επιστροφές σε προστατευμένα τμήματα — όπως οι πρόσφατες αποφάσεις για επιστροφή αναδρομικών στην ελίτ του δημοσίου και τους φορείς του βαθιού κράτους.
Το παράδειγμα με τους γιατρούς του ΕΣΥ είναι χαρακτηριστικό. Όπως καταγγέλλει το Ενωτικό Κίνημα για την Ανατροπή, ενώ ο υπουργός Υγείας ομολογεί πως η περικοπή μισθών το διάστημα 2010-2017 δεν ήταν μόνο άδικη αλλά και αντισυνταγματική, σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ που εκδόθηκε 27/2/18, παραπέμπει το «χρονοδιάγραμμα υλοποίησης» στο απροσδιόριστο μέλλον. Επιστρέφει αναδρομικά μόνο για δύο χρόνια και έτσι διαγράφει οριστικά την επαναφορά των μνημονιακών απωλειών για όλο το προηγούμενο διάστημα, πολύ δε περισσότερο την αύξηση στους βασικούς μισθούς στο εξής. Να θυμίσουμε ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μίλαγε για πλήρη επαναφορά και σκίσιμο των μνημονίων…
Ας μιλήσουμε όμως και για την «ταμπακιέρα»! Η πλήρης επιστροφή των δώρων σε 470 χιλιάδες εν ενέργεια δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους θα κόστιζε 2,8 δισ. ευρώ όταν σύμφωνα με την ICAP, οι 500 πιο κερδοφόρες εταιρείες εμφάνισαν μόνο το 2017 συνολικά κέρδη της τάξης των 12,8 δισ. ευρώ. Ενώ, συγκρινόμενο με το χρέος, το ποσό αυτό θα ισοδυναμούσε με λιγότερο από 0,6% της διαγραφής του. Η σκληρότητα, με μπόλικο θέατρο, της αντεργατικής πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι αποκαλυπτική. Η αναφορές του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Στουρνάρα και του επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, Φρ. Κουτεντάκη, δεν χωρούν παρερμηνεία: «Οι διεκδικήσεις από ακυρώσεις μέτρων του παρελθόντος συνιστούν δημοσιονομική απειλή του μεσοπρόθεσμου προγράμματος και της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους».
Με περήφανους αγώνες, λοιπόν, γιατί νόμος είναι το δίκιο του εργάτη ή με δικαστικές προσφυγές και παρακάλια για ελεημοσύνη στους εκμεταλλευτές μας; Είμαστε οι δημιουργοί του πλούτου, δεν μας ταιριάζουν τα αποφάγια!