Μακεδονικό
Νικόλα Ιγκνατόβσκι
Μέλος της κεντρικής επιτροπής της Λεβίτσα
Σύμφωνα με το νέο σύνταγμα, το κράτος δεν είναι πλέον καρπός του αντιφασιστικού αγώνα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Οι αλλαγές που ψηφίστηκαν οδηγούν σε αναζωπύρωση των εθνικισμών στο Βόρεια Μακεδονία
Την Παρασκευή 11 Ιανουαρίου, το κοινοβούλιο της Δημοκρατίας της Μακεδονίας με πλειοψηφία δύο τρίτων, ψήφισε να αλλάξει συνταγματικά το όνομα της χώρας σε Βόρεια Μακεδονία. Ο λαός παρακολουθούσε με δυσπιστία τα τελευταία απομεινάρια της δημοκρατίας, που ματαιώνονταν από το υποτελές αστικό κοινοβούλιο και την κυβέρνηση, για να ευχαριστήσουν τους ιμπεριαλιστές του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Οι βουλευτές πέρασαν τις συνταγματικές αλλαγές αδιαφορώντας για τη φωνή του λαού που εκφράστηκε με το μαζικό μποϊκοτάζ στο πρόσφατο δημοψήφισμα. Είναι γεγονός, πάντως, ότι οι διαμαρτυρίες κατά των συνταγματικών αλλαγών κατά τις τελευταίες μέρες είχαν υποχωρήσει αριθμητικά, καθώς επικράτησε ένα βαθύ αίσθημα αποστροφής, αλλά και απάθειας για όσα συμβαίνουν στο κοινοβούλιο εδώ και μήνες.
Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης ψηφοφορίας με την οποία άνοιξε η διαδικασία των συνταγματικών αλλαγών, οκτώ μέλη του εθνικιστικού VMRO ψήφισαν υπέρ. Αυτοί οι οκτώ είναι γνωστό ότι αποτελούν μερικά από τα πιο διεφθαρμένα μέλη της προηγούμενης κυβέρνησης Γκρουέβσκι. Για να τους κρατήσει δε υπό έλεγχο κατά την περίοδο μεταξύ των δύο ψηφοφοριών, η κυβέρνηση Ζάεφ ψήφισε μια μορφή γενικής αμνηστίας τόσο για τα σκάνδαλα διαφθοράς της προηγούμενης κυβέρνησης όσο και για την επίθεση των εθνικιστών στο κοινοβούλιο, στις 27 Απριλίου 2018. Αυτή η πράξη της απελπισμένης κυβέρνησης του Ζάεφ διέλυσε κυριολεκτικά και την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, καθώς η αμνηστία κάλυψε μια σειρά εγκλημάτων.
Αλλά η προσπάθεια εξασφάλισης ψήφων δεν τελείωσε εκεί. Οι οκτώ βουλευτές και οι στενοί συνεργάτες τους και οι οικογένειες τους, κατά την περίοδο μεταξύ των ψήφοφοριών έλαβαν κυβερνητικές «προμήθειες» και προστασία, ενώ ετοιμάζεται νέος νόμος που θα δίνει πλήρη αμνηστία, η οποία θα αφορά ακόμη και μελλοντικά κρούσματα διαφθοράς!
Από την πλευρά τους, τα αλβανικά κόμματα DUI, BESA και Αλβανική Συμμαχία, γνωρίζοντας ότι η κυβέρνηση έχει απόλυτη ανάγκη τις ψήφους τους, πέτυχαν επίσης να εξασφαλίσουν αμνηστία για τους ηγέτες τους (κάποιοι υπήρξαν μέλη και της κυβέρνησης Γκρουέβσκι). Είναι επίσης βαθιά διεφθαρμένα και εθνικιστικά μορφώματα, που απαίτησαν περαιτέρω αλλαγές στο σύνταγμα οι οποίες παρέχουν δικαιώματα στην αλβανική μειονότητα όσον αφορά τη γλώσσα, τα δικαιώματα της διασποράς, τα προσωπικά έγγραφα κλπ.
Η κυβέρνηση του SDSM και του Ζάεφ, η οποία ανέλαβε την εξουσία με υποσχέσεις για κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη, έχει αποτύχει σε όλα και αδιαφορεί, γιατί ο μόνος στόχος της είναι να ευχαριστήσει τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Οι συνέπειες της αντιλαϊκής πολιτικής της αρχίζουν, όμως, να γίνονται ορατές. Η πρώτη συνέπεια, αν και πιο ιστορική, θα αποδειχθεί κρίσιμη για την ίδια την μακεδονική κοινωνία. Το ουσιώδες μέρος που απομακρύνθηκε από το σύνταγμα δημιουργεί πλέον την εικόνα ότι η Δημοκρατία της Μακεδονίας, ως κράτος, δεν είναι πλέον αποτέλεσμα του αντιφασιστικού αγώνα κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και της Αντιφασιστικής Συνέλευσης για την Εθνική Απελευθέρωση της Μακεδονίας (ASNOM). Αυτή η διακήρυξη ήταν αναπόσπαστο μέρος του συντάγματος που εξασφάλιζε τα δικαιώματα της αυτοδιάθεσης των εθνοτήτων και άλλων ελευθεριών. Με αυτόν τον τρόπο έχουν αποδυναμώσει το σύνταγμα που είχε κατακτήσει με θυσίες ο λαός. Η νέα αναθεώρηση δίνει σε όλους το δικαίωμα να δηλώνονται ως μέλη των εθνοτικών τους μειονοτήτων, αλλά όταν πρόκειται για εθνοτικούς Μακεδόνες αυτή η δήλωση περιορίζεται στην ιθαγένεια, όπως αποκαλύπτεται από τις επιστολές που ανταλλάσσονται μεταξύ των υπουργείων Εξωτερικών της μακεδονικής και της ελληνικής κυβέρνησης.
Τπ δεύτερο σημαντικό είναι ότι οι παραπάνω αλλαγές οδηγούν στην άνοδο της εθνικο-σοβινιστικής ρητορικής, τόσο στους Μακεδόνες όσο και στους Αλβανούς, καθώς στρέφουν κάθε εθνότητα εναντίον της άλλης. Αυτό, με τη σειρά του, θα οδηγήσει σε ακόμη πιο βαθύ διαχωρισμό στουες κόλπους της εργατικής τάξης της χώρας και έτσι θα είναι ακόμη πιο δύσκολο να οργανωθεί, ενώ θα απαιτείται ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια για να αποκτήσει ταξική συνείδηση. Κι αυτό διότι οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των δύο εθνοτήτων, που αδυνάτισαν κατά τις εκλογές του 2016 και το δημοψήφισμα, έχουν ξανά ενισχυθεί.
Η μόνη θετική εξέλιξη είναι ότι ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων έχει απογοητευθεί από την κυβέρνηση λόγω της διαφθοράς, της αμνηστίας, της αντιλαϊκής πολιτικής, των χαμηλών μισθών κλπ. και έχει αρχίσει να συμμετέχει σε διαμαρτυρίες ενάντια στην κυβέρνηση Zάεφ. Άλλωστε, η πολιτική του VMRO, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, δεν βρήκε λαϊκή στήριξη, καθώς ποτέ δεν υποστήριξε ανοιχτά το μποϊκοτάζ, ούτε τις διαμαρτυρίες μετά το δημοψήφισμα, αλλά προέτρεψε τα μέλη του να «δρουν κατά συνείδηση». Αυτό ήταν σκόπιμο και υποκριτικό και φανερώνει ότι και τα δύο κόμματα δεσμεύονται από τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, αλλά και την διαδικασία ένταξης στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Η άνοδος του εθνικισμού μετά τις συνταγματικές αλλαγές θα ενισχύσει ωστόσο την υποστήριξή προς την δεξιά και σε πιθανές πρόωρες εκλογές, την ερχόμενη άνοιξη μαζί με τις προεδρικές, υπάρχει η πιθανότητα μιας λαϊκιστικής εθνικιστικής κυβέρνησης.
Με βάση όλα αυτά, η Βόρεια Μακεδονία ετοιμάζεται να εισέλθει στο ΝΑΤΟ – παρ’ όλο που η πλειονότητα των πολιτών της είναι αντίθετη για διαφόρους λόγους, ενώ η διαδικασία ένταξης οδήγησε τη δημοκρατία στην πλήρη κατάρρευση. Αν και από το 2009 υπήρχαν συνεχείς κοινωνικές διαμαρτυρίες, δυστυχώς τα αποτελέσματα ήταν ελάχιστα ή μηδενικά. Έτσι, η κοινωνική πλειοψηφία οδηγήθηκε στην απάθεια, οπότε όταν η ψηφοφορία για το σύνταγμα έφθασε, μόνο μια χούφτα ανθρώπων διαμαρτυρήθηκε για να υπερασπιστεί την δημοκρατία που γεννήθηκε από τον αντιφασιστικό αγώνα.
Στις 11 Ιανουαρίου, ο αγώνας για δικαιοσύνη, ισότητα και δημοκρατία θυσιάστηκε στο βωμό του ιμπεριαλισμού.