Διονύσης Τζαρέλλας
-Καταδικάζετε τη βία απ’ όπου και αν προέρχεται;
-Εξαιρετικά βίαιη η ερώτησή σας, δε βρίσκετε;
Η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 υπήρξε αδιαμφισβήτητα ένα κορυφαίο γεγονός, το οποίο εγκαινίασε την εποχή της κρίσης και δέκα χρόνια μετά εξακολουθεί να αποτελεί ένα σημείο αναφοράς, έμπνευσης και προβληματισμού. Η εξέγερση του Δεκέμβρη, έφερε δυναμικά στο προσκήνιο το ζήτημα της βίας ως δομικού στοιχείου της καπιταλιστικής κοινωνίας και της ισχύος του αστικού κράτους από τη μια και της επαναστατικής (αντι)βίας ως αναγκαίας και θεμιτής μορφής πάλης των καταπιεσμένων από την άλλη.
Η εν ψυχρώ κρατική δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου θα καταγραφόταν ως κακιά στιγμή κάποιου μπάτσου ή ακόμα πιο χυδαία ως νόμιμη άμυνα, όπως προσπάθησε αρχικά ο πάντα πρόθυμος ιδεολογικός μηχανισμός των ΜΜΕ, παραποιώντας ακόμα και το ντοκουμέντο της δολοφονίας. Θα αποτελούσε μια ακόμα θλιβερή στιγμή στο μακρύ κατάλογο των ατιμώρητων δολοφονιών από τους ένστολους πραιτωριανούς, που ενσαρκώνοντας πρακτικά το σκληρό πυρήνα του κράτους και το μονοπώλιο της βίας, νιώθουν ασφαλείς ακόμα και να δολοφονούν. Ωστόσο, η αντίδραση εκατοντάδων ανθρώπων από τις πρώτες κιόλας στιγμές, με την άμεση χωρική επέκταση των ταραχών και των διαδηλώσεων εκτός της περιοχής των Εξαρχείων, εμπόδισαν κάθε απόπειρα λήθης και ελεγχόμενης διαχείρισης της δολοφονίας.
Οι επόμενες μέρες με τις σφοδρές συγκρούσεις, τις καταλήψεις και τις συνελεύσεις, η είσοδος των μαθητών στο προσκήνιο με τις πολιορκίες των αστυνομικών τμημάτων, η παρουσία ενός μαχόμενου πολυεθνικού προλεταριάτου, η πανελλαδική επέκταση της εξέγερσης, πιστοποιούν ότι εκείνες τις εβδομάδες, εκτός από βιωματικό σχολείο για όσες και όσους ήταν στους δρόμους, πραγματοποιήθηκε μια εξέγερση. Τρία και πλέον χρόνια μετά το φάντασμα του Δεκέμβρη θα επανέλθει με πολύ μεγαλύτερη μαζικότητα και σε τελείως διαφορετικές συνθήκες, στις εξεγερμένες ώρες της 12ης Φεβρουαρίου του 2012.
Σύσσωμη η αστική διανόηση και το πολιτικό προσωπικό αντιλήφθηκαν την κρισιμότητα των γεγονότων και την ανάγκη εκ νέου εμπέδωσης και αποδοχής του κρατικού μονοπωλίου της βίας. Τηλεαστέρες δημοσιογράφοι, ακροδεξιοί παλιάς και νέας κοπής, κοινωνιολογούντες ακαδημαϊκοί, αγανακτισμένοι νοικοκυραίοι, «ευαίσθητοι» σοσιαλδημοκράτες απαιτούσαν την καταδίκη της βίας, χώριζαν αυθαίρετα ειρηνικούς από βίαιους διαδηλωτές, τάχα νοιάζονταν για τη νέα γενιά και τα αδιέξοδά της, διαμαρτύρονταν για τις «καταστροφές» και την αμυντική στάση της αστυνομίας, προσδοκώντας ακόμα και στην επέμβαση του στρατού. Αυτοί οι χυδαίοι και οκνηροί εκπρόσωποι της αστικής σκέψης που στον αξιακό κώδικά τους η επίθεση στη βιτρίνα μιας τράπεζας είναι εξίσου βία με τη δολοφονία ενός 16χρονου, που παρουσίαζαν την κρατική βία με τους τόνους των δακρυγόνων και τις εκατοντάδες συλλήψεις και τραυματισμούς ως μη βία και που ταύτιζαν την αστυνομία με τη δημοκρατία, αποτέλεσαν το πιο λαμπρό υπόδειγμα της αστικής άποψης για τη βία. Για την αστική σκέψη, βία είναι ό,τι απειλεί συμβολικά ή πραγματικά τα συμφέροντά της.
Το παζλ συμπλήρωσαν διάφοροι πασιφιστές που αρέσκονταν να διακρίνουν τη βία μόνο όταν εκείνη έπαιρνε τη μορφή της αντιβίας, χαμένοι σε ανόητες ταυτολογίες στο βολικό έδαφος της δειλής ουδετερότητας. Τέλος, θλιβερό συμπλήρωμα του κόμματος της τάξης εκείνες τις όμορφα ταραγμένες μέρες υπήρξε η ηγεσία του ΚΚΕ από την τουλάχιστον άστοχη δήλωση της ΓΓ του, ότι στην «πραγματική λαϊκή εξέγερση δε θα σπάσει ούτε ένα τζάμι», μέχρι το χυδαίο διήγημα στο Ριζοσπάστη και τις δηλώσεις στελεχών του που είχαν πολλά να πουν για την αντιβία των εξεγερμένων αλλά τίποτα για την κρατική καταστολή.
Η βία είναι μέσο, όχι αυτοσκοπός
Η αδιέξοδη φετιχοποίηση των ταραχών
Σε αντίθεση με τις κραυγές των οπαδών της τάξης η βία του Δεκέμβρη δεν ήταν τυφλή και άστοχη: οι κατασταλτικές δυνάμεις, οι ναοί της κατανάλωσης και οι τράπεζες υπήρξαν οι βασικοί στόχοι των εξεγερμένων. Ωστόσο, καθώς η αντιβία παρέμεινε ανοργάνωτη, δίχως κλιμάκωση και περαιτέρω πολιτική στόχευση δεν άργησε να μετατραπεί σε ένα επαναλαμβανόμενο τελετουργικό διαμαρτυρίας που δεν μπόρεσε να υπερβεί το στενό αντικατασταλτικό ορίζοντα. Σε συνδυασμό με την ατολμία/αδυναμία των συνειδητών δυνάμεων να ηγηθούν και απόντος ενός διακριτού πολιτικού υποκειμένου που θα έφερε ένα συνειδητό σχέδιο αντιπαράθεσης με το αστικό κράτος, η εξέγερση ηττήθηκε και η αντιβία φετιχοποιήθηκε και εκφυλίστηκε.
Οι εξεγέρσεις, αντίθετα με τις αυταπάτες πολλών, δεν διαρκούν αιώνια. Η βία από μόνη της δεν παράγει πολιτική και ιδιαίτερα σε συνθήκες πύκνωσης του χρόνου, η αντιβία για να επεκτείνει την κριτική της, πρέπει να υποταχθεί ως μέσο σε μια πολιτική στρατηγική. Η βία για την επαναστατική σκέψη είναι μέσο οργανικό συνυφασμένο με το στόχο και όχι αυτοσκοπός και η εμμονή σε αυτή, συχνά κρύβει το πολιτικό αδιέξοδο όσων την ασκούν. Η φετιχοποίηση των ταραχών αδυνατεί να μετατρέψει τη δίκαια οργή σε συνειδητή επαναστατική δύναμη.
Σε μια εξέγερση σπάνε πολλά τζάμια, όμως ταυτόχρονα οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις υπερβαίνουν κατά πολύ τις σπασμένες τζαμαρίες, δεν ηδονίζονται στο θέαμα της καταστροφής, αλλά συνδυάζοντας την ψυχραιμία με το πάθος, την καταστροφή με τη δημιουργία, εξαπολύουν τα βέλη της βίας και της κριτικής τους, στην καρδιά των καπιταλιστικών σχέσεων.