Κίμων Ρηγόπουλος
Δυσανασχετούν οι γερομέντορες του Τσίπρα, επειδή τους εμπόδισαν να καταθέσουν στεφάνι στο Πολυτεχνείο. Πνέουν μένεα εναντίον των «ιδιοκτητών» του Πολυτεχνείου, αυτοί που ιδιοκατοίκησαν στο χώρο της λαϊκής απόγνωσης και ελπίδας.
Θεματοφύλακες μιας αποστειρωμένης πολιτικής ορθότητας, που τους ξέβρασε η αλητεία τους στον Μαυρογιαλούρικο δικομματισμό
Πού ήταν όλοι αυτοί; Και πού κρυβόντουσαν τόσο καιρό; Για το γένος των αβύθιστων μιλάω, αν με εννοείτε. Το γένος των με το αζημίωτο. Διασχίζουν με το ύφος του εθνικού ευεργέτη τους δρόμους των καθημαγμένων ντυμένοι με μια σοβαροφάνεια, που είναι το ένδυμα της χαρτζιλικωμένης βαρβαρότητάς τους. Παπαδημούλη μ’ ακούς;
Όλοι αυτοί οι θεματοφύλακες μιας αποστειρωμένης πολιτικής ορθότητας, που τους ξέβρασε η αλητεία τους στον Μαυρογιαλούρικο δικομματισμό, από πού ξεφύτρωσαν; Αλέξη μ’ ακούς;
Αυτοί πού δεν ξέρουν τίποτα για το φόνο αλλά όλα τα σφάζουν και όλα τα μαχαιρώνουν, τι σόι ανθρωπόμορφα είναι;
Χαριεντίζεται ο άχαρος και παίζει εν ου παικτοίς. Στην ορκωμοσία του ως υπουργός Εξωτερικών ο και πρωθυπουργός «πετάει» κι ένα: πάντα ονειρευόμουνα ένα υπουργείο και αυτό το θεωρεί αστείο. Και μένα μου έρχεται στο μυαλό μια παροιμία: Γελάει ο τρελός στ’ αγέλαστα. Και μου έρχεται στο στόμα και μια άλλη: Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί μα η χαρά δεν την αφήνει. Γιατί οι παροιμίες ενίοτε λαϊκίζουν ασύστολα. Γίνονται και υβριστικές οι παροιμίες για να περισώσουν ό,τι δεν ισοπεδώθηκε από την επέλαση της ύβρης.
Έχουν πέσει και πάλι με τα μούτρα στη δουλειά οι με το αζημίωτο. Ξανά μανά εξεταστικές επιτροπές και δώστου άνοιγμα λογαριασμών και «αν έχετε στοιχεία, στον εισαγγελέα» από τους βένετους απέναντι και πάει λέγοντας. Έχουμε πέσει τόσες φορές από τα σύννεφα ώστε αυτό έχει καταντήσει πια ένα ακίνδυνο σπορ. Πέφτεις έχοντας ήδη καταργήσει το νόμο της βαρύτητας. Τόσες φορές έχει παιχτεί αυτό το έργο και όμως κόβει ακόμα εισιτήρια. Πράγμα που κάτι πρέπει να σημαίνει και για τους σινεφίλ πελάτες, βέβαια. Οι παραγωγοί της αθλιότητας δεν έχουν ανάγκη ούτε το remake της ταινίας. Γιατί να μπαίνουν στον κόπο αφού πουλάει η κλασική, αν και φθαρμένη, κόπια τους;
Ενθρονίζονται εν τω μεταξύ η κουτοπονηριά και η ιδιοτέλεια ως τα ανώτατα στάδια της εξυπνάδας. Λυγίζουν οι λέξεις και οι έννοιες. Ακόμα και σε κάποιους αριστερούς εκτός ΣΥΡΙΖΑ, οι ασθματικοί τακτικισμοί επιβίωσης των κυβερνώντων θεωρούνται δείγματα πολιτικής ευστροφίας.
Επιμένουν οι παροιμίες: Αλλιώς μας τα’ λεγες παπά πριν σε χειροτονήσουν, φωνάζουν όσοι δεν έχουν παραδώσει ακόμα τις πινακίδες της μνήμης και της κρίσης τους. Δεν έγινα παπάς ν’ αγιάσω, μα για να καλοπεράσω, έρχεται η απάντηση των με το αζημίωτο.
Ξιφουλκεί εναντίον των Κασιδιάρηδων το Συριζολόι και συγχρόνως τους τρέφει και τους εκτρέφει με την πολιτική του που εκβάλλει στο ναζιστικό ιδεολόγημα: Όλοι τους ίδιοι είναι.
Δυσανασχετούν οι γερομέντορες του Τσίπρα, επειδή τους εμπόδισαν να καταθέσουν στεφάνι στο Πολυτεχνείο. Πνέουν μένεα εναντίον των «ιδιοκτητών» του Πολυτεχνείου, αυτοί που ιδιοκατοίκησαν στο χώρο της λαϊκής απόγνωσης και ελπίδας.
Ξέρουν όμως κι αυτοί από παροιμίες: Γέλασέ τον τον χωριάτη, να τον έχεις πάντα εργάτη, είναι το σύνθημα ενδοσυνεννόησης των με το αζημίωτο.
Εδώ είμαστε. Στο μη περαιτέρω μιας κανονικότητας που σκοτώνει. Και που διαιωνίζεται, δίχως να κοιτάζει τη δικιά σου μελαγχολία, που λέει και ο Σαββόπουλος. Είναι η στιγμή που καμιά παροιμία δεν φαίνεται ικανό αγώι για να κινήσει τον αγωγιάτη. Και η μελαγχολία μάς καθηλώνει, ως ιδανικά θύματα, στο αναπηρικό καροτσάκι του ναρκισσισμού μας. Ίσως… Ίσως να χρειάζεται ένα αίσθημα προσωπικής προσβολής που γιγαντώνεται σε πληθυντική ευθιξία και ταξική φιλοτιμία. Ίσως να είναι ο στίχος του Καββαδία: Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει… Και εμείς, οι από ξένο άγος κηλιδωμένοι, να διαγράψουμε τα αποσιωπητικά και να συμπληρώσουμε τον εμποδισμένο στίχο με γεγονότα. Όχι για να αποκαταστήσουμε το αυτονόητο, όπως μας λένε ή μάθαμε να παπαγαλίζουμε. Αλλά για να το προσεγγίσουμε. Άλλωστε το αυτονόητο δεν είναι μια στατική έννοια, ούτε το ίδιο και το αυτό για την καθεμιά και τον καθένα μας. Έργο δικό μας είναι να επιτρέψουμε στο νοητό να αναπνεύσει, να προλάβουμε τη συρρίκνωση και τον μαρασμό του, απαλλάσσοντάς το από τα ασφυκτικά πολιτικά και κοινωνικά δεσμά του.