Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Για πολλές δεκαετίες, την πολιτική του ΚΚΕ σφραγίζει το σχήμα των σταδίων, που διαχωρίζει τον άμεσο στόχο –σε συμμαχία με τμήματα της αστικής τάξης– με την εργατική εξουσία και τον σοσιαλισμό. Από το αντιφασιστικό μέτωπο μέχρι το αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό, δημοκρατικό στάδιο και την πραγματική αλλαγή –σε συμμαχία με τις «δημοκρατικές δυνάμεις»– οι θεμελιώδεις σκοποί του ΚΚΕ γίνονταν εικονίσματα.
Η ομιλία του γ.γ. του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα στο Βερολίνο για την επέτειο των 100 χρόνων απ’την ίδρυση του ΚΚΕ (από το 1918 ως το 1924 ΣΕΚΕ) καθώς και άλλα κείμενα και δημοσιεύματα τονίζουν βέβαια τα επαναστατικά χαρακτηριστικά του ΚΚΕ και την ανάγκη ισχυροποίησής τους. Παραδέχονται όμως ταυτόχρονα ότι η στρατηγική του ΚΚΕ έπασχε σε βασικά σημεία, έτσι ώστε να παραπέμπεται η επανάσταση στις καλένδες. Στην ομιλία του ο γ.γ. του ΚΚΕ αναγνωρίζει ότι: «Τα βασικά προβλήματα του ΚΚΕ εστιάζονται: στα δύο στάδια της επαναστατικής διαδικασίας, στην αντίληψη ότι μια κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού μ’ ένα ‘’μεταβατικό πρόγραμμα’’ μπορεί ν’ ανοίξει την επαναστατική διαδικασία, να διαπαιδαγωγήσει επαναστατικά την εργατική τάξη» (Ριζοσπάστης 10-11/11/2018). Αυτός ο λανθασμένος θεωρητικός πυρήνας της στρατηγικής του ΚΚΕ δεν καλύπτει μια περιορισμένη ιστορική περίοδο, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής διαδρομής του.
Από τη δεκαετία του ’20 παρατηρείται στο ΚΚΕ η τάση συμμετοχής ή στήριξης σε αστικές κυβερνήσεις, ως όρος για το άνοιγμα της επαναστατικής διαδικασίας. Ωστόσο, η θεωρία των σταδίων εμφανίζεται ως συγκροτημένη και κυρίαρχη μορφή στην ιστορική 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το 1934 που θεώρησε ότι: «Η επικείμενη επανάσταση των αγροτών και εργατών στην Ελλάδα θα έχει αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα με τάσεις γρήγορης μετατροπής της σε προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση».
Τη θεωρία των σταδίων απέρριψε το ΚΚΕ σε μια διαδικασία που άρχισε στο 15ο Συνέδριο (1996) και ολοκληρώθηκε με το Πρόγραμμα που επεξεργάστηκε το 19ο Συνέδριο (2013).
Από τα στοιχεία που προκύπτουν απ’ τα κείμενα του ΚΚΕ συνάγεται ότι αυτό ακολουθούσε τη λανθασμένη, όπως το ίδιο την εκτιμά, στρατηγική των σταδίων που ακύρωνε τη σοσιαλιστική επανάσταση, από το 1934 ως το 1996 (62 χρόνια) ή απ’το 1934 ως το 2013 (79 χρόνια), όταν το 19ο Συνέδριο ολοκλήρωσε την επεξεργασία του προγράμματος του ΚΚΕ. Η τοποθέτηση λοιπόν ότι το ΚΚΕ στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής του διαδρομής εφάρμοζε λανθασμένη στρατηγική οφείλεται στη δική του ομολογία και όχι σε κακόβουλη «λαθολογία»…
Από τη δεκαετία του ’20 η τάση συμμετοχής σε αστικές κυβερνήσεις
Στη πρώτη σύνοδό του το Εθνικό Συμβούλιο του ΣΕΚΕ (5/6/1919) αποφάσισε τη σύνδεση με τη Τρίτη Διεθνή και απάλειψε την απόφαση του ιδρυτικού Συνεδρίου για την εγκαθίδρυση της «λαϊκής δημοκρατίας» ως μεταβατικό στάδιο από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Στη δεύτερη σύνοδό του (5-12/4/1920) το 2ο Συνέδριο του Κόμματος αποφάσισε την ένταξή του στην Τρίτη Διεθνή και επεξεργάστηκε νέο πρόγραμμα σύμφωνα με τις αρχές και την τακτική της. Στην απόφασή του διακηρύσσεται ότι: «Η μετάβασις από το αστικόν εις το σοσιαλιστικόν καθεστώς δεν δύναται να γίνει με καμμίαν μεταρρύθμισιν της μορφής του πολιτεύματος επί το δημοκρατικότερον, αλλά ότι μόνος διάμεσος σταθμός είναι η δικτατορία της εργατικής τάξεως».
Ωστόσο μετά την ανατροπή της δικτατορίας του Πάγκαλου (22/8/1926) προβλήθηκε από ηγετικά στελέχη του Κόμματος στο Ριζοσπάστη το σύνθημα της «αριστερής δημοκρατίας». Το ζήτημα τέθηκε σε σύσκεψη των στελεχών του κόμματος (5-9/9/1926), αλλά απορρίφθηκε απ’ την πλειοψηφία. Η θέση αυτή ισοδυναμούσε με την αντίληψη της εργατοαγροτικής επανάστασης ως μεταβατικού σταδίου προς τον σοσιαλισμό. Τη θέση για μεταβατική εργατική ή εργατοαγροτική κυβέρνηση είχε επεξεργαστεί το 4ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ) το 1922. Αυτή η θέση, που περιλάμβανε και ριζοσπαστικά στοιχεία (αφοπλισμός φασιστών-ένοπλη εργατική πολιτοφυλακή) εγκαταλείφθηκε στο 5ο Συνέδριο της ΚΔ, ιδίως μετά την παταγώδη αποτυχία της συγκυβέρνησης κομμουνιστών-αριστερών σοσιαλδημοκρατών στη Σαξωνία και Θουριγγία (1923).
Στο 6ο Συνέδριο της ΚΔ (1/9/1928) έγινε επεξεργασία του βαθμού καπιταλιστικής ανάπτυξης των διαφόρων χωρών και προσδιορίστηκαν οι ρυθμοί και η διαδικασία ανόδου του προλεταριάτου στην εξουσία. Το 6ο Συνέδριο χώρισε τις χώρες σε τρεις βασικούς τύπους: χώρες αναπτυγμένου καπιταλισμού, χώρες με μέσο επίπεδο ανάπτυξης και χώρες με περιορισμένη ανάπτυξη του καπιταλισμού. Στη δεύτερη κατηγορία, στην οποία εντάχθηκε και η Ελλάδα, προβλεπόταν ότι η επικείμενη επανάσταση θα έχει αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα με λίγο-πολύ γρήγορη μετεξέλιξή της σε προλεταριακή επανάσταση. Το 4ο Συνέδριο του ΚΚΕ έθεσε το ζήτημα του πρώτου σταδίου της επανάστασης όπως το προσδιόρισε η ΚΔ, αλλά μετέθεσε την «οριστική λύση του ζητήματος αυτού στο 5ο Συνέδριο».
Συμπερασματικά, στη δεκαετία του ’20 εμφανίζεται η τάση συμμετοχής ή στήριξης αστικών κυβερνήσεων και η θέση για αστικοδημοκρατικό μεταβατικό στάδο. Ωστόσο, παρά την ενίσχυση της σταδιολογίας και από την ΚΔ (4ο και 6ο Συνέδριο της ΚΔ) στο ΚΚΕ επικρατεί η αντίληψη ότι η επικείμενη επανάσταση θα είναι σοσιαλιστική.
Η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (1934) σταθμός για τη στρατηγική των σταδίων
Παρά τις σταδιολογικές τάσεις της προηγούμενης δεκαετίας η 6η Ολομέλεια αποτελεί την τομή για την υιοθέτηση της θεωρίας των σταδίων από το ΚΚΕ.
Το ΚΚΕ υιοθέτησε το πρόγραμμα του 6ου Συνεδρίου της ΚΔ, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα εντασσόταν στον τύπο των χωρών με μέσο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού, για τις οποίες προβλεπόταν ένα πρώτο στάδιο αστικοδημοκρατικής επανάστασης. Η επανάσταση θα έπρεπε να λύσει στο πρώτο στάδιο αντιιμπεριαλιστικά καθήκοντα (οικονομική και πολιτική εξάρτηση) και καθήκοντα δημοκρατικά, αντιφεουδαρχικά και αντιμονοπωλιακά (εθνικοποίηση μεγάλων τραπεζών και μονοπωλίων). Το Μάρτη του 1934 συνήλθε το 5ο Συνέδριο του ΚΚΕ, το οποίο επικύρωσε την απόφαση της 6ης Ολομέλειας για τον χαρακτήρα και τις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης στην Ελλάδα.
Το 7ο Συνέδριο της ΚΔ γενικεύει τη στρατηγική των σταδίων
Στις 26 Ιουλίου 1935 συγκαλείται στη Μόσχα το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Κεντρικό θέμα ήταν η επίθεση του φασισμού και τα καθήκοντα της ΚΔ. Η τελευταία καθόρισε ως κύριο τον κίνδυνο του φασισμού και του πολέμου και χάραξε ως πρωταρχικό καθήκον για το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα την πάλη ενάντια στο φασισμό με τη συσπείρωση όλων των αντιφασιστικών δυνάμεων. Κύριος εχθρός ορίστηκε η κοινωνική βάση του φασισμού, η ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου. Το 7ο Συνέδριο κατέληξε στο συμπερασμα ότι «η άνοδος του φασισμού στην εξουσία δεν αποτελεί συνηθισμένη αλλαγή μιας αστικής κυβέρνησης με μιαν άλλη, αλλά ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία». Αυτή η θέση οδηγούσε σε συμμαχία με την πλειοψηφία της αστικής τάξης και με τις αστικοδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις.
Σε αντίθεση με το 6ο Συνέδριο της ΚΔ ο αντιφασιστικός χαρακτήρας του 7ου δεν συνδεόταν ούτε με το πρώτο έστω στάδιο της επανάστασης. Απλώς, το Συνέδριο έθετε ζήτημα κυβέρνησης λαϊκού αντιφασιστικού μετώπου, που «δεν αποκλειόταν σε περίπτωση νίκης κατά του φασισμού να εξελιχθεί σε κυβέρνηση με λειτουργίες δικτατορίας του προλεταριάτου». Έτσι «σωνόταν» η θεωρία των δύο σταδίων, ενός αντιφασιστικού δημοκρατικού, που προέβλεπε απλώς συγκρότηση κυβέρνησης των δημοκρατικών δυνάμεων και όχι οποιασδήποτε μορφής επαναστατική πάλη και ενός σοσιαλιστικού, στο οποίο η μετάβαση θα γινόταν με τη μετεξέλιξη της αστικής δημοκρατίας σε δικτατορία του προλεταριάτου.
Είναι προφανές ότι συμμαχία με την αντιφασιστική αστική τάξη σε καμιά δικτατορία του προλεταριάτου, σε κανένα σοσιαλισμό δεν θα μπορούσε να οδηγήσει, αλλά σε μια βελτιωμένη, το πολύ, μορφή αστικής δημοκρατίας. Καλλιεργούνταν, όχι ρητά συνήθως, η εντύπωση ότι με την αντιφασιστική ενότητα θα διευκολυνόταν η διαμόρφωση μιας αριστερής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, που με την ανοχή έστω των αστών συμμάχων του αντιφασιστικού αγώνα, θα διαφοροποιούσε ειρηνικά το αστικό κράτος και την οικονομία, ώστε να γίνει το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Αυτή η αντίληψη ηττήθηκε πανηγυρικά. Το 1947 εκπαραθυρώθηκαν όλα τα κομμουνιστικά κόμματα απ’τις κυβερνήσεις εθνικής ενότητας στη δυτική Ευρώπη, ενώ στην Ελλάδα οι Άγγλοι και οι Έλληνες αστοί κατέστειλαν με θηριώδη βία το μεγαλειώδες ΕΑΜικό κίνημα.
Υπό την επιρροή της 6ης Ολομέλειας του ΚΚΕ και του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ πραγματοποιήθηκε το 1936 η συμφωνία Βενιζελικών και ΚΚΕ (γνωστή ως συμφωνία Σοφούλη-Σκλάβαινα) για κοινοβουλευτική στήριξη των Φιλελευθέρων από το παλλαϊκό μέτωπο (συμμαχία ΚΚΕ και Αγροτικού Κόμματος), ώστε να σχηματίσουν οι Φιλελεύθεροι κυβέρνηση. Η συμφωνία τελικά ναυάγησε λόγω της οξύτατης αντίδρασης των πολιτικών και στρατιωτικών του συστήματος και του στέμματος.
Τραγικές όμως επιπτώσεις για τον αγωνιζόμενο λαό και την Αριστερά προκάλεσε η συμμετοχή του αριστερού αντιφασιστικού μετώπου στη κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με τη συμφωνία του Λιβάνου (Μάιος 1944). Η συμφωνία καθόλου δεν ανταποκρινόταν στο συσχετισμό δυνάμεων, αφού οι απόντες από την αντίσταση αστοί πολιτικοί πήραν τη μερίδα του λέοντος, ενώ τα μόλις τέσσερα υπουργεία που ανέλαβαν οι κομμουνιστές ήταν επιφορτισμένα με την περιοριστική πολιτική της οικονομικής ανόρθωσης, άρα και αντιδημοφιλή. Το ΚΚΕ εγκλωβισμένο στη πολιτική συνεργασία με τους αστούς πολιτικούς και τους βρετανούς ιμπεριαλιστές, συνυπόγραψε την ακόμα χειρότερη συμφωνία της Καζέρτας (Σεπτέμβριος 1944), που έθετε όλες τις ένοπλες δυνάμεις υπό τις διαταγές του ‘Αγγλου στρατηγού Σκόμπι.
Το ΚΚΕ δεν εκτίμησε σωστά την ευνοϊκή επαναστατική κατάσταση που δημιουργήθηκε με την αποχώρηση των Γερμανών (κενό αστικής εξουσίας), για να καταλάβει την εξουσία. Αρκέστηκε στη διεκδίκηση του πρώτου σταδίου της «επανάστασης»,της λαϊκής δημοκρατίας (λαοκρατίας) που στη καλύτερη περίπτωση θα αποτελούσε αστικό βελτιωμένο εκδημοκρατισμό.
Η λαϊκομετωπική λογική της εθνικής ενότητας και της δημοκρατικής ομαλότητας πρυτάνευσε και στην ηττοπαθή Συμφωνία της Βάρκιζας, που άνοιξε το δρόμο για την ολοκληρωτική κατάκτηση της εξουσίας απ’ τους αστούς και τους ιμπεριαλιστές.
Η μεταπολεμική αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή δημοκρατία
Μετά τον πόλεμο αναπτύχθηκε η λογική της αντιιμπεριαλιστικής αντιμονοπωλιακής δημοκρατίας, η οποία είναι μετεξέλιξη του αντιφασιστικού λαϊκού μετώπου. Στο σχήμα καθορίζεται ως κύριος εχθρός η μονοπωλιακή αστική τάξη και ο ιμπεριαλισμός. Η αστική τάξη διαχωρίζεται σε μονοπωλιακή και μη μονοπωλιακή, σε εξαρτημένη και εθνική αστική τάξη. Η μη μονοπωλιακή και εθνική αστική τάξη θεωρείται ότι μπορεί να μην υποστηρίξει μεν, αλλά τουλάχιστον να δείξει ανοχή στο επαναστατικό κίνημα. Ωστόσο τα μη μονοπωλιακά τμήματα της αστικής τάξης, αν και συμπιέζονται από τα μονοπώλια, στρέφονται στη μεγάλη πλειοψηφία τους στο ισχυρό κεφάλαιο, προσδοκώντας σε κέρδη απ’ την καπιταλιστική ανάπτυξη και τη συμπίεση της εργατικής τάξης.
Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης στρατηγικής επιδιώκεται ο σχηματισμός κυβέρνησης των αντιμονοπωλιακών-αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που με τη λαϊκή στήριξη και την ανοχή έστω της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης θεωρείται ότι μπορεί ν’ αποτελέσει το μοχλό για το ξετύλιγμα της επαναστατικής διαδικασίας των δύο σταδίων. Στο σχήμα αυτό, όπως και στο λαϊκό μέτωπο, η κυβέρνηση αποκτά κυρίαρχη σημασία. Θεωρείται ότι, άπαξ και συγκροτηθεί, θα αποτελέσει το βασικό μοχλό της ενιαίας επανάστασης των δύο σταδίων, με ορισμένους μετασχηματισμούς του βασικού κορμού της και της πολιτικής της.
Γι’αυτό, στα μεταπολεμικά σχήματα της θεωρίας των σταδίων η κυβέρνηση έχει κομβικό ρόλο. Όπως στην πορεία για τη «Νέα Δημοκρατία» στο 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ και η «Πραγματική Αλλαγή» σε επόμενα συνέδριά του.
Σε γενικές γραμμές, θεωρήθηκε ότι με την πρόταξη της αντιμονοπωλιακής αντιιμπεριαλιστικής αλλαγής, ο υποκειμενικός παράγοντας ωριμάζει ταχύτερα. Στην πραγματικότητα όμως ενισχύθηκαν, όπως επιβεβαιώνει η ιστορική εμπειρία, οι αστικές και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις.
Κριτική της αυτοκριτικής του ΚΚΕ
Κατά κανόνα το ΚΚΕ κατακεραυνώνει την κριτική των ιστορικών λαθών του αποδίδοντας στους κρίνοντες στείρα και κακόβουλη λαθολογία, που ταυτίζει την ιστορία του με συσσώρευση λαθών. Αυτή η αντίδραση του ΚΚΕ εκφράζει τη δυσανεξία του στη κριτική και στο διάλογο, αν και δεν λείπουν τα φαινόμενα που καταγγέλλει, κυρίως στον αστικό χώρο. Στην προκείμενη περίπτωση όμως το ΚΚΕ στη θετική προσπάθειά του να απαλλαγεί οριστικά απ’ τη λαθεμένη στρατηγική των σταδίων αντικειμενικά αναπτύσσει μια ακραία λαθολογία σε βάρος του, αφού, όπως προείπαμε, ομολογεί ότι στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής του διαδρομής είχε υιοθετήσει τη λαθεμένη, όπως εκτιμά, στρατηγική των σταδίων.
Παρά τα διαχρονικά και ιστορικά λάθη του ΚΚΕ κανείς δεν μπορεί να το κατηγορήσει ότι υπέστειλε τη σημαία των ταξικών αγώνων. Θετικό είναι επίσης το γεγονός ότι παρά τα λάθη του δεν μετασχηματίστηκε σε κόμμα σοσιαδημοκρατικό, όπως τα μεγαλύτερα κομμουνιστικά κόμματα της ευρωπαϊκής ηπείρου. Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι τα ιστορικά πολιτικά λάθη και η κριτική τους έχει αξία πολιτικής χρήσης, κυρίως, αν γονιμοποιούνται στο παρόν.
Στη μακρόσυρτη σύγχρονη κρίση οξύνεται η αντιλαϊκή επίθεση αλλά αυξάνονται και οι ευκαιρίες αντεπίθεσης από τις ριζοσπαστικές και επαναστατικές δυνάμεις.
Παρά την αυτοκριτική του για τη λογική των σταδίων και τον κυβερνητισμό του παρελθόντος, το ΚΚΕ επίμονα αρνείται την προβολή μιας επαναστατικής τακτικής που να συνδέει το σήμερα με την επανάσταση και την εργατική εξουσία, ενώ βλέπει την κομμουνιστική προοπτική ως αναπαλαίωση του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Αρνείται ως άμεσους πολιτικούς στόχους του κινήματος την έξοδο από την ΕΕ ή τη διαγραφή του δημόσιου χρέους. Υποκύπτει στο σχεδιασμό της ΓΣΕΕ και αρνείται την συνεργασία με ταξικές δυνάμεις για το ξεπέρασμά της, καταπολεμά οποιοδήποτε εργατικό ή λαϊκό αγώνα δεν ελέγχει. Η επαναστατική κατάσταση και η επανάσταση θα προκύψουν «αντικειμενικά». Αυτό που μένει είναι η ψήφιση του ΚΚΕ στις εκλογές. Αναδεικνύει την επιθετικότητα μόνο των γειτονικών αστικών τάξεων και υποβαθμίζει τη σύγκρουση με τον ελληνικό εθνικισμό που επικίνδυνα διογκώνεται. Η έλλειψη ενός κομμουνιστικού κόμματος με επαναστατική πολιτική είναι εκρηκτική και στην Ελλάδα. Γεγονός που κάνει αναγκαία τη συγκρότηση σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος και επίκαιρη τη σχετική πρωτοβουλία του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση.