Ανάλυση: Σπύρος Μαρκέτος
Τον 20ό αιώνα η άκρα δεξιά συγκαθόρισε την εθνική ιδεολογία και, από το 1909 ως το 1974, συχνά κατεύθυνε τις τύχες της Ελλάδας. Από τον Εθνικό Διχασμό ως την πτώση της Χούντας (1915-1974), είτε πρωταγωνίστησε στην πολιτική ζωή είτε έδρασε στο προσκήνιό της. Ωστόσο ποτέ δεν εξασφάλισε πολιτική ή ιδεολογική ενότητα ούτε ευρύτερη νομιμοποίηση.
Ευρω-φασισμός, η αυταρχική κρυστάλλωση της ΕΕ
Στη διάρκεια του εικοστού αιώνα η άκρα δεξιά κάθε άλλο παρά περιθωριακή ή αντισυστημική ήταν σε όλη την Ευρώπη. Είναι μια από τις πολιτικές δυνάμεις οι οποίες έπλασαν τον καπιταλισμό που γνωρίζουμε σήμερα, και μάλιστα διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο. Θα επηρεάσει ακόμη ισχυρότερα τις δεκαετίες που έρχονται, αν ισχύει η ανάλυση του Ιμάνουελ Βαλερστάιν (η οποία μέχρι στιγμής επιβεβαιώνεται), ότι καταλύθηκε η ηγεμονία του φιλελευθερισμού.
Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, η αμφισβήτηση της φιλελεύθερης ηγεμονίας μετά την παγκόσμια εξέγερση του 1968 άνοιξε το δρόμο για να συγκρουστούν παγκόσμια η αντικαπιταλιστική αριστερά και μια δεξιά, η οποία προσβλέπει σ’ ένα σύστημα που θα συνδυάζει τα χειρότερα στοιχεία του καπιταλισμού με τις πιο αποκρουστικές πλευρές των προηγούμενων εξουσιαστικών συστηματων. Αυτήν τη δεξιά φτιάχνουν σήμερα οι καπιταλιστές, ενώ δικό μας έργο είναι να φτιάξουμε την αντικαπιταλιστική αριστερά. Και να νικήσουμε.
Στο ίδιο πλαίσιο εγγράφονται οι προειδοποιήσεις του γάλλου δημοσιολόγου Εμανουέλ Τοντ για τον παρόντα και άμεσο κίνδυνο του ευρωφασισμού, όπως τον χαρακτηρίζει, πιο ανατριχιαστικό ακόμη και από την άνοδο των απροκάλυπτων νοσταλγών του ναζισμού. Ο Τοντ πρότεινε την έννοια του ευρωφασισμού, με αφορμή την αντιμετώπιση της Ελλάδας από τις ευρωπαϊκές ελίτ, τον Φεβρουάριο του 2012. Ως ευρωφασισμό ορίζει την κρυστάλλωση της ευρωζώνης σ’ ένα ιεραρχικό σύστημα χωρών με επικεφαλής τη Γερμανία και υπαρχηγό τη Γαλλία. Ξεκινώντας από την Ελλάδα στήνεται «από τα πάνω» ένας αυταρχικός μηχανισμός απόσπασης υπεραξίας μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο οποίος καταστρέφει τις δημοκρατικές κατακτήσεις στη μια χώρα μετά την άλλη.
Το ιστορικό συνεχές
Ιστορικά, η αποτυχία της ελληνικής Άκρας Δεξιάς οφείλονταν στην άμεση σύνδεσή της με τις καταστροφές του 1897, του 1922, του 1941-’49 και του 1974.
Η ελληνική άκρα δεξιά συγκροτείται πολιτικά και ιδεολογικά παράλληλα με τους άλλους πολιτικούς χώρους, στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Μετά την πτώση του Όθωνα και καθώς σιγά σιγά ριζώνει ο κοινοβουλευτισμός, οι αντίπαλοι του εκδημοκρατισμού προσπαθούν, όπως έκαναν νωρίτερα και σ’ άλλες χώρες με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Γαλλία, ν’ αποκτήσουν μαζική επιρροή. Βαθμιαία προβάλλει, έχοντας ρίζες πολλαπλές, ένας αντιδημοκρατικός χώρος που εκδηλώνει ακραία εχθρότητα εναντίον των λαϊκών διεκδικήσεων και της πρόδρομης αριστεράς.
Αρχές του εικοστού αιώνα συγκροτούνται τάσεις της ακροδεξιάς, οι οποίες άλλοτε συνεργάζονταν μεταξύ τους και άλλοτε συγκρούονταν στο πλαίσιο του Εθνικού Διχασμού. Μολονότι τα δυο κυριότερα αστικά κόμματα του Μεσοπολέμου, το Φιλελεύθερο και το Λαϊκό, συνολικά δεν ήταν ακροδεξιά, μεγάλο μέρος των στελεχών τους ανήκε στις ακροδεξιές τάσεις. Ακόμη και στη Δημοκρατική Ένωση, του μεταρρυθμιστή σοσιαλιστή Αλέξανδρου Παπαναστασίου, υπήρχαν δηλωμένοι φασίστες και στρατοκράτες όπως ο Πάγκαλος, ο Κονδύλης και ο Χατζηκυριάκος.
Πρώτα-πρώτα, είχαμε μια απολυταρχική ακροδεξιά από στελέχη των παραδοσιακών πολιτικών τζακιών που συσπειρώθηκαν γύρω από τον βασιλιά Κωνσταντίνο προσβλέποντας στην οικοδόμηση μιας απολυταρχικής μοναρχίας. Η τάση αυτή διαλύθηκε με την ήττα και το θάνατο του μονάρχη.
Υπήρχε επίσης μια φιλελεύθερη ακροδεξιά. Κορμός της ήταν πολιτικοί που προωθούσαν τη στυγνή εκμετάλλευση του λαού μέσω της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης και του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, δηλαδή του ευρώ και των μνημονίων εκείνης της εποχής. Ένα μέρος της οργανώθηκε στο Κόμμα Φιλελευθέρων κι ένα άλλο στο Λαϊκό Κόμμα. Τούτη η φιλελεύθερη άκρα δεξιά επιπλέον επιδίωκε τον περιορισμό του εκλογικού δικαιώματος. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους προσπάθησε ν’ αποκλείσει όσους δεν θεωρούνταν Έλληνες, στους οποίους οι βενιζελικοί συμπεριλάμβαναν τους «αλλοεθνείς» ενώ οι Λαϊκοί τους πρόσφυγες.
Τρίτη τάση, η πρωτοφασιστική ακροδεξιά που οργάνωσαν σε αντίπαλους σχηματισμούς στο πλαίσιο του Διχασμού από τη μια μεριά ο Ιωάννης Μεταξάς και από την άλλη οι αντίπαλοί του. Περιλάμβανε το κίνημα των Επιστράτων και αντίζηλα κινήματα βενιζελικών τάσεων. Σ’ αυτήν κινούνταν δυο από τους πρώτους αστούς πολιτικούς που δοκίμασαν να στήσουν μαζικά κόμματα, ο χαρισματικός εκπρόσωπος του πρωτοφασισμού στην Ελλάδα Ίων Δραγούμης και ο σλαβομακεδόνας Σωτήριος Γκοτζαμάνης.
Τέταρτη τάση, μια μιλιταριστική ακροδεξιά που οργανώθηκε με άξονα το στρατό, ο οποίος άλλοτε ήταν διασπασμένος σε αντίπαλες μερίδες, όπως στις περιόδους 1897-1923 και 1932-1935, και άλλοτε δρούσε ενιαία. Αυτή οργάνωσε το Κίνημα στο Γουδί το 1909, επέβαλε το 1922 την πρώτη στρατιωτική κυβέρνηση της χώρας, κι έμεινε στο προσκήνιο ως το 1974. Στο δικό της πλαίσιο κινούνταν βενιζελικοί στρατοκράτες όπως ο Πλαστήρας και ο Γονατάς, όσο και μοναρχικοί όπως ο Στρατάρχης Παπάγος και ο Ναύαρχος Σακελλαρίου, αλλά και πολλοί που μετακινούνταν ανάμεσα στα στρατόπεδα, με γνωστότερους τον Θεόδωρο Πάγκαλο, δηλωμένο μιμητή του Μουσολίνι, και τον Γεώργιο Κονδύλη, ο οποίος είχε πρότυπο τον Χίτλερ.
Πέμπτη, μια θρησκευτικά φονταμενταλιστική και πολιτικά συντηρητική ακροδεξιά, η οποία ενισχυόταν συστηματικά από το εκπαιδευτικό σύστημα και ανέπτυξε πολλαπλές εκδοχές ενός επιθετικού εθνικισμού συντονισμένου με ανάλογα ρεύματα που απλώνονταν τον ίδιο καιρό στην Ευρώπη. Επικαλούμενη τα ιερά νάματα μιας υπερσυντηρητικής εκδοχής της Ορθοδοξίας έστηνε παραθρησκευτικές οργανώσεις και περιστασιακά ανέπτυσσε αντικαπιταλιστικό λόγο.
Αυτές οι τάσεις δεν είχαν πάντοτε διακριτή οργάνωση, και οι εκπρόσωποί τους γενικά δεν αυτοπεριγράφονταν με τέτοιους όρους. Οι κεντρικές ιδέες και πρακτικές που τις όριζαν συχνά συναπαντούνταν στα ίδια πρόσωπα ή πολιτικούς φορείς. Ανάλογα με τη συγκυρία και το πολιτικό πλαίσιο κάποια πρόσωπα ή φορείς πρόβαλλαν τη μια ή την άλλη τάση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έμεναν μόνιμα προσκολλημένα σ’ αυτήν. Για παράδειγμα, ο Ιωάννης Μεταξάς κατά καιρούς παρουσιάστηκε ως απολυταρχικός, μιλιταριστής και πάτρωνας των παλαιοημερολογιτών φονταμενταλιστών, αλλά οι πολιτικές του στοχεύσεις και οι ιδεολογικές του προτεραιότητες δεν μεταβλήθηκαν.
Η άκρα δεξιά λοιπόν σχημάτιζε ένα συνεχές ιδεών και πρακτικών, και τα όρια μεταξύ των φορέων της δεν ήταν πάντοτε ευδιάκριτα. Ωστόσο έμεινε πολιτικά διασπασμένη όλη την περίοδο που εξετάζουμε. Οι ακροδεξιές συσσωματώσεις, στημένες σε πολιτική μάλλον παρά ιδεολογική βάση, δεν μπόρεσαν να ενωθούν μεταξύ τους και συνήθως κινούνταν στο πλαίσιο ενός από τα δυο αντίπαλα αστικά στρατόπεδα. Άλλωστε με εξαίρεση τη φονταμενταλιστική και συντηρητική τάση, η οποία εκπροσωπούσε μάλλον λαϊκά συμφέροντα, μικρό λαϊκό έρεισμα απέκτησαν μέχρι την Κατοχή. Συνδιαμόρφωναν το ίδιο αντιδημοκρατικό κλίμα, είχαν κοινούς στόχους και συχνά αλληλεπικαλύπτονταν, κάποτε όμως είχαν χείριστες μεταξύ τους σχέσεις.
Όσο επικρατούσε σχετική ομαλότητα, δηλαδή μέχρι την ήττα του 1897 και την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, η άκρα δεξιά δεν έβρισκε πολιτικό χώρο για ν’ αποκτήσει μαζικό έρεισμα. Οι συνθήκες που απογείωσαν την επιρροή της, καταρχάς ανάμεσα στα αστικά και τα μικροαστικά στρώματα των πόλεων, δημιουργήθηκαν την πολεμική δεκαετία από το 1912 ως το 1922. Οι πολιτικές ιδέες και τα οργανωτικά μορφώματά της πλάστηκαν εκείνο τον καιρό ψηλαφητά, μέσα από τις ανταγωνιστικές προσπάθειες μαζικής κινητοποίησης βενιζελικών και αντιβενιζελικών. Το έργο που είχε μπροστά της ήταν δύσκολο και χωρίς έτοιμο πρωτόκολλο· αναγκαστικά προχωρούσε μέσα από διαδικασίες δοκιμής και λάθους.
Προκειμένου να εξαπλωθεί και να εδραιωθεί έπρεπε πρώτα πρώτα να εκτοπίσει ή να μετασχηματίσει τον κυρίαρχο στους κόλπους της δεξιάς συντηρητισμό, μια πολιτική στάση με δυσανάγνωστες ιδεολογικές αναφορές. Ο συντηρητισμός αυτός έδινε έμφαση στην κυρίαρχη παραδοσιοκρατική εκδοχή της Ορθοδοξίας, την προάσπιση της κατεστημένης εξουσίας και κατά κανόνα της μοναρχίας και επίσης, από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, στο θεσμό της ιδιοκτησίας κι έναν λιγότερο ή περισσότερο σοβινιστικό εθνικισμό. Ωστόσο, εμφορούνταν συνάμα από μια ισχυρή δημοκρατική διάθεση, ενώ το ιδανικό της δημοκρατίας των μικροϊδιοκτητών, το οποίο συχνά πρέσβευε, συγκρουόταν με τις επιταγές της συγκέντρωσης του κεφαλαίου που επαγόταν η ανάπτυξη του καπιταλισμού. Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο το μεγάλο κεφάλαιο δεν ένιωθε πάντοτε άνετα μαζί του και αναζητούσε εναλλακτικές λύσεις στους Φιλελευθέρους, στους στρατιωτικούς και στις ακροδεξιές εκδοχές του αντιβενιζελισμού.
Τα δυο πολιτικά στρατόπεδα του Διχασμού συμπεριλάμβαναν δημοκρατικές, αυταρχικές και ακροδεξιές πτέρυγες, αν και άνισα μοιρασμένες. Η βενιζελική παράταξη πρωτοστάτησε όχι μόνο στις ανεπαρκέστατες φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις, αλλά και στις επιθέσεις εναντίον των δημοκρατικών κατακτήσεων. Αυτή οργάνωσε τα επτά από τα οχτώ σημαντικά στρατιωτικά κινήματα ανάμεσα στην Επανάσταση του 1922 και το κίνημα-φιάσκο των Βενιζέλου και Πλαστήρα το 1935. Η αυταρχική της ροπή όμως δεν αποτύπωνε κάποια ιδιαίτερα αχαλίνωτη εξουσιαστικότητα των Φιλελευθέρων, αλλά απλώς την κυριαρχία τους στο στράτευμα. Τα ίδια έκαναν με τη σειρά τους, όταν επικράτησαν, και οι αντίπαλοί τους.
Όλοι μαζί, καθώς και τα καπιταλιστικά συμφέροντα τα οποία εξέφραζαν, εμπόδισαν με τις επιλογές τους την Ελλάδα να μπει στη μοιραία δεκαετία του 1940 μ’ έναν ανεκτό βαθμό πολιτικής νομιμοποίησης και κοινωνικής προόδου. Κι έτσι άνοιξαν το δρόμο για τις ρήξεις της Κατοχής και του Εμφύλιου.
Οι πόλεμοι θρέφουν την άκρα δεξιά
Οι στρατιωτικές ωμότητες διαμόρφωσαν όρους για άνθηση του φασισμού
Οι πόλεμοι έγιναν στην Ελλάδα όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη βασικός παράγοντας ανάπτυξης της άκρας δεξιάς. Οι βίαιες πρακτικές που αργότερα θα συστηματοποιούσε ο φασισμός εξαπλώθηκαν στις Νέες Χώρες την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων, κι έπειτα σ’ ολόκληρη την Ελλάδα την πρώτη περίοδο του Διχασμού. Η πολεμική δεκαετία (εικοσαετία στη Μακεδονία, όπου οι σοβαρές συγκρούσεις είχαν αρχίσει από το 1903) προκάλεσε κοινωνικές πολώσεις οι οποίες αντιστρατεύονταν τις λαϊκές επιδιώξεις εκδημοκρατισμού. O πληθυσμός στα θέατρα των επιχειρήσεων υπέφερε πρωτοφανείς ταλαιπωρίες και διώξεις, συνήθως αλλά όχι πάντοτε από τους «εθνικούς εχθρούς», ενώ οι στρατευμένοι συμμετείχαν, με την προτροπή ή την ανοχή των ανωτέρων, σε ωμότητες οι οποίες δικαιολογημένα γεννούσαν φόβους αντιποίνων, όπως άλλωστε και η συστηματική καταστολή και η βίαιη απαλλοτρίωση των «αλλοεθνών».
Ιδίως η εθνικοθρησκευτική καταστολή που συνόδευσε τις πολεμικές επιχειρήσεις, καταστροφική όχι μόνο για τα θύματα αλλά τελικά και για τους ίδιους τους θύτες, στο μέτρο που παγίωσε τις εθνικές εντάσεις, έστρεψε εναντίον των Φιλελευθέρων όσους πληθυσμούς αρνούνταν ή αδυνατούσαν να επενδυθούν το μανδύα της ελληνικότητας. Kαι η πολιτική των μοναρχικών όμως συνεπαγόταν καταπίεση των «αλλοεθνών», η οποία δημιούργησε τις διανοητικές υποδοχές, την παραθεσμική υποδομή και την τεχνολογία του Διχασμού και κατόπιν του φασισμού.
Η καταναγκαστική στράτευση, οι στρατιωτικές ωμότητες και οι λεηλασίες που προκάλεσαν κύματα άμαχων προσφύγων, καθώς και η ενστάλαξη ενός μηδενιστικού μιλιταρισμού στις αντιλήψεις πολλών επιστράτων συνέθεταν μια εφιαλτική εμπειρία, από πολλές απόψεις ανάλογη εκείνης που σε άλλες εμπόλεμες χώρες δημιούργησε τις ψυχολογικές και οργανωτικές υποδομές των πρώτων φασιστικών κινημάτων.
Η Ακροδεξιά «ρίζωσε» στους αστούς μετά το ’30
Ενώ οι νέες συνθήκες ευνόησαν ιδίως την απολυταρχική και τη μιλιταριστική ακροδεξιά, η συντηρητική ακροδεξιά γνώρισε σημαντικές ήττες. Τέτοια ήταν η αναγνώριση του εκλογικού δικαιώματος στους αλλογενείς και τους πρόσφυγες, που οριστικοποιήθηκε το 1923. Επιπλέον ο Διχασμός παγίωσε την πολιτική διάσπαση της άκρας δεξιάς, οδηγώντας άλλα στελέχη της στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο και άλλα στο βενιζελικό. Το πιο σημαντικό πλήγμα όμως της το κατάφερε η αγροτική μεταρρύθμιση, δηλαδή η διανομή των μεγάλων κτημάτων στους φτωχούς αγρότες, η πιο ριζοσπαστική απ’ όλες όσες πραγματοποιήθηκαν δυτικά της Σοβιετικής Ένωσης.
Η μεταρρύθμιση αυτή, καρπός δεκαετιών οργάνωσης κι εξεγέρσεων των φτωχών αγροτών, αλλά και του φόβου της κοινωνικής ανατροπής που κυρίευσε τους αστούς μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, άμεσα κατέστρεψε μια ηγεμονική ομάδα της άκρας δεξιάς, τους γαιοκτήμονες, κι έμμεσα εκτόνωσε τις κοινωνικές πιέσεις που σ’ άλλες χώρες ευνόησαν την εξάπλωση της ριζοσπαστικής αριστεράς, η οποία εξ αντανακλάσεως προκαλούσε άνοδο της άκρας δεξιάς. Τέλος, δίνοντας σε μεγάλα κομμάτια του λαού την ελπίδα ότι οι κινητοποιήσεις μπορούσαν να βελτιώσουν τη θέση τους, έσπασε το ψυχολογικό υπόστρωμα της απόγνωσης, το οποίο τροφοδοτεί τον φασισμό.
Αν η άκρα δεξιά δυσκολεύτηκε να ριζώσει στο λαό, από την άλλη μεριά ευνοήθηκε δραματικά από τη σχετικά πρώιμη εξάπλωσή της στα ανώτερα στρώματα, από τα οποία προέρχονταν σχεδόν αποκλειστικά οι δημόσιοι διανοούμενοι ως τον καιρό του Μεσοπολέμου. Η κρίση του καπιταλισμού δυσχέρανε την κοινοβουλευτική διακυβέρνηση και ο αντικομμουνισμός συσπείρωσε τους αστούς. Η άκρα δεξιά κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή τη δεκαετία του 1930, όταν το πλέγμα εξουσίας αντιλήφθηκε ότι στο δημοκρατικό πλαίσιο θα έχανε τα προνόμιά του.