Επίσημη ιστοριογραφία και ιδιαίτερα η Δεξιά και ακροδεξιά επιχειρούν να ανυψώσουν τον δικτάτορα Μεταξά στο ύψος του «Όχι» που είπε ο λαός στη φασιστική Ιταλία. Το Πριν παρουσιάζει το «κρυμμένο μυστικό» της αστικής πολιτικής: τη συνέχεια του κράτους πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την κατοχή και τον ρόλο του ελληνικού φασισμού.
Ένας πόλεμος αναπόφευκτος για τους αστούς
Μπάμπης Συριόπουλος
Τον Οκτώβριο του 1940 το καθεστώς που προέκυψε από το πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου του 1936 μετρούσε πάνω από τέσσερα χρόνια ζωής. Ενώ ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς ήταν βασιλικός και θαυμαστής της ναζιστικής Γερμανίας, το καθεστώς του ήταν προσδεμένο στη Μ. Βρετανία, συνεχίζοντας την εξωτερική πολιτική της ελληνικής αστικής τάξης και του βασιλιά Γεώργιου. Μετά την κατάκτηση της Αλβανίας από την Ιταλία του Μουσολίνι τον Μάρτιο του 1939 η Ελλάδα δέχτηκε της βρετανικές εγγυήσεις.
Τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου ο ιταλός πρεσβευτής Εμανουέλε Γκράτσι επέδωσε στον Μεταξά τελεσίγραφο που ζητούσε την είσοδο ιταλικών στρατευμάτων στη χώρα. Ο τελευταίος απέρριψε το τελεσίγραφο, λέγοντας στα γαλλικά «αυτό σημαίνει πόλεμο». Αυτή η απάντηση ήταν αναπόφευκτη βάσει των διπλωματικών προσανατολισμών της Ελλάδας στον παγκόσμιο πόλεμο που είχε ήδη αρχίσει. Εξάλλου, η ιταλική επίθεση είχε εκδηλωθεί στα ελληνοαλβανικά σύνορα, πριν τελειώσει η επίσκεψη Γκράτσι, και οι ελληνικές προφυλακές αμύνονταν, πριν πάρουν οποιαδήποτε διαταγή.
Ο ελληνικός λαός «κατανόησε» τον πόλεμο από την ελληνική πλευρά ως ένα δίκαιο αμυντικό πόλεμο ενάντια στη φασιστική Ιταλία που είχε ήδη κατακτήσει Σομαλία, Λιβύη, Ερυθραία, Αιθιοπία και Αλβανία και είχε στείλει χιλιάδες «εθελοντές» να πολεμήσουν υπέρ του Φράνκο στον ισπανικό εμφύλιο. Ο Νίκος Ζαχαριάδης στο γράμμα του «προς τον ελληνικό λαό» από τη φυλακή, τον καλούσε να πολεμήσει ενάντια στον «φασισμό του Μουσολίνι», «αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες».
Οι επιστρατευμένοι γέμισαν με κάθε μέσο τα βουνά της Ηπείρου, σταμάτησαν πρώτα και εκδίωξαν στη συνέχεια τον ιταλικό στρατό από τα ελληνικά εδάφη (23 Νοέμβρη). Η σύγκρουση εξελίχθηκε σε πόλεμο φθοράς στα αλβανικά βουνά. Στις 9 Γενάρη 1940 ο Μεταξάς πέθανε και ο βασιλιάς διόρισε πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Κορυζή (πρώην διοικητή της Εθνικής Τράπεζας), ενώ στην ουσία την εξουσία ανέλαβε το παλάτι. Το Φεβρουάριο μετά από συμφωνία μπήκαν βρετανικά στρατεύματα στην Ελλάδα στα πλαίσια των εγγυήσεων. Τελικά τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στις 6 Απρίλη, με μαζική χρήση τεθωρακισμένων και αεροπορίας απ’ τον βορρά και κατέλαβαν σε τρεις μέρες τη Θεσσαλονίκη.
Τότε εκδηλώθηκαν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο οι φιλογερμανικές διαθέσεις των διοικητών του ελληνικού στρατού, που άρχισαν να πιέζουν για συνθηκολόγηση με τη Γερμανία. Ο υπουργός στρατιωτικών Παπαδήμας εκπροσωπούσε αυτές ακριβώς τις διαθέσεις και ο πρωθυπουργός Κορυζής, υπό αυτή την πίεση, αυτοκτόνησε στις 18 Απρίλη. Σε αυτή τη φάση έντονης σύγχυσης, με τη στήριξη των διοικητών των Σωμάτων Στρατού και του μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα, ο αντιστράτηγος Τσολάκογλου, διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού, στασίασε και υπέγραψε ανακωχή (20/4) πρώτα και παράδοση, στη συνέχεια, του ελληνικού στρατού στον γερμανό στρατάρχη Γιόντλ (21/4) και στον ιταλό στρατηγό Φερρέρο (23/4). Ο βασιλιάς και οι αγγλόφιλοι πολιτικοί έφυγαν για την Κρήτη, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες φαντάροι και ο λαός αφέθηκαν στην τύχη τους. Οι γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα στις 26 Απρίλη και ο Τσολάκογλου ανέλαβε πρωθυπουργός της πρώτης δωσίλογης κυβέρνησης της «Ελληνικής Πολιτείας» στις 30/4. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου παρέδωσε περίπου 2.000 φυλακισμένους κομμουνιστές στις γερμανικές αρχές κατοχής.
Οι έλληνες επίστρατοι είχαν πολεμήσει σε ένα μέτωπο διασπασμένο από βουνά και ποτάμια σε πολλούς μικρόκοσμους που δύσκολα επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Ο πόλεμος αυτός ήταν υπόθεση μικρών μονάδων, διμοιριών και λόχων στον οποίο τον πρώτο ρόλο έπαιζαν η πρωτοβουλία και ο αυτοσχεδιασμός και όχι τα σχέδια μεγάλης κλίμακας. Εκεί έμαθαν μαζί με τους συναδέλφους τους –συνήθως συγχωριανούς τους– και με επικεφαλής τους διμοιρίτες τους –π.χ. δασκάλους ή γεωπόνους– ότι η ιστορία μπορεί να γραφτεί από τους απλούς ανθρώπους, μακριά από τους στρατηγούς και ενάντια στους μίζερους υπολογισμούς του συσχετισμού δυνάμεων.