Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Η απάντηση δεν βρίσκεται στην «παραγωγική ανασυγκρότηση» χωρίς γραφειοκράτες
Η βαθύτερη αιτία των κρίσεων στο τραπεζικό σύστημα είναι η υπερφόρτωσή του από κεφάλαια που καταφεύγουν εκεί λόγω της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους στην παραγωγή
Παρά τις τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις, οι εναπομείνασες τέσσερις ελληνικές τράπεζες έχουν σοβαρές δομικές αδυναμίες, αφού πρέπει μέχρι το 2022 να μειώσουν τα κόκκινα δάνεια απ’ το 45-50% του αποθεματικού τους σε μονοψήφια ποσοστά, κάτι που δεν έχει προηγούμενο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα και προαναγγέλει πρωτοφανούς αγριότητας επίθεση στα λαϊκά νοικοκυριά. Αυτό επιβεβαιώνεται απ’την ψηφισμένη άρση, απ’ την 1η Ιανουαρίου 2019, της εξαίρεσης των κατοικιών με αξία έως 140.000 ευρώ από τις κατασχέσεις. Παράλληλα, η είσοδος της χώρας σε μακρόσυρτο προεκλογικό κύκλο, με τον καθιερωμένο ανταγωνισμό παροχολογίας, καθώς και ο κίνδυνος χρεοκοπίας της Ιταλίας, ενισχύουν την αμφιβολία της διεθνούς «επενδυτικής κοινότητας» για το κατά πόσο η χώρα θα τηρήσει τις ανειλημμένες υποχρεώσεις της και θα πετύχει τους δημοσιονομικούς στόχους των προσεχών ετών.
Αυτές οι αβεβαιότητες, όπως συμβαίνει στα χρηματιστήρια, πυροδότησαν την περασμένη Τετάρτη κύμα πωλήσεων και ραγδαία πτώση των τραπεζικών μετοχών, μέσα σε λίγες ώρες και με αφορμή την εντολή πώλησης μετοχών της Τράπεζας Πειραιώς, που δεν απορρόφησε η εγχώρια κεφαλαιαγορά. Αυτές οι έντονες αναταράξεις στο χρηματιστήριο αποκαθηλώνουν το success story της κυβέρνησης, που διαβεβαιώνει την κανονικοποίηση και αναπτυξιακή πορεία της χώρας, αποδίδοντας την κατάρρευση των μετοχών σε συνηθισμένες επιθέσεις των κερδοσκόπων και, με παγκόσμια πρωτοτυπία, στο «μεγάλο σορτάρισμα» της ΝΔ. Αυτός ο καθησυχασμός είναι μονόπλευρος και επιφανειακός. Διότι τα κερδοσκοπικά παίγνια με την άνοδο και πτώση των μετοχών είναι συστατικά της καπιταλιστικής οικονομίας.
Τα funds ενισχύουν τις προσδοκίες για την άνοδο ορισμένων μετοχών χειραγωγώντας τη μαζική αγορά τους ή τους φόβους για την πτώση άλλων μετοχών, ενισχύοντας τις μαζικές πωλήσεις τους σε χαμηλότερες τιμές. Τα κερδοσκοπικά αυτά παιχνίδια, παρά τη σχετική αυτοτέλειά τους, δεν αποτελούν αυθαίρετη επέμβαση, αλλά αντιστοιχούν, σ’ένα βαθμό, στην οικονομική και πολιτική πραγματικότητα, συγκυριακή και μονιμότερη. Επί παραδείγματι, ο πυρετός της χρηματιστηριακής εκτίναξης το 1999 παρά το όργιο χειραγώγησης είχε ως αντικειμενική βάση τη καλή εικόνα της ελληνικής οικονομίας με την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων και την επικείμενη ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ. Αντίστοιχα, η τελευταία κατολίσθηση του χρηματιστηρίου τη «μαύρη» Τετάρτη είχε και κερδοσκοπική υποκίνηση αλλά είχε και ως αντικειμενική αιχμή την υπερσυσσώρευση των κόκκινων δανείων και την αναιμική πορεία γενικά της ελληνικής οικονομίας. Η μαζική είσοδος κερδοσκοπικών κεφαλαίων το 2015, στην τελευταία ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, θα έπρεπε να είχε καταστήσει πιο προσεκτικούς τους κυβερνώντες, αφού αυτά τα κεφάλαια είναι κατεξοχήν «νομαδικά». Εισδύουν, δηλαδή, μαζικά σε μιαν οικονομία όταν μυριστούν «ψητό», αλλά και αποχωρούν αξίσου γρήγορα και μαζικά, όταν διαισθανθούν κινδύνους και αυξημένη αβεβαιότητα.
Αυτές οι κερδοσκοπικές επιθέσεις μπορούν να αντιμετωπισθούν, εν μέρει όμως, γιατί πέρα από τη συγκυρία, η βαθύτερη αιτία των κρισιακών φαινομένων στο τραπεζικό σύστημα είναι η υπερφόρτωσή του από κεφάλαια που καταφεύγουν σ’αυτό λόγω της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους στην παραγωγή, αναζητώντας υψηλότερα κέρδη με κερδοσκοπικές επιθέσεις,που στον παροξυσμό τους εξελίσσονται σε εκρηκτικές φούσκες.
Η υπερδιόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα σ’έναν καπιταλισμό-καζίνο, η αχαλίνωτη κερδοσκοπία των παραγώγων, η ηγεμονία του πλασματικού πάνω στο πραγματικό κεφάλαιο, η ασυδοσία των golden boys, ο χωρίς εγγυήσεις δανεισμός, δεν αποτελούν εκφάνσεις απλώς του χρηματοπιστωτικού τομέα. Παρά την ενισχυμένη αυτονομία του και την αντεπίδρασή του στην παραγωγή, ο χρηματοπιστωτικός τομέας, σε τελευταία ανάλυση, καθορίζεται απ’την παραγωγή, απ’την αναζήτηση υψηλής κερδοφορίας. Ούτε η αντιμετώπιση της κρίσης, επομένως, συνίσταται στην «παραγωγική ανασυγκρότηση», στην επικράτηση ενός παραγωγικού, δημιουργικού καπιταλισμού, απαλλαγμένου από κερδοσκόπους και γραφειοκράτες, όπως διατείνονται όλες οι εκδοχές του ρεφορμισμού, αλλά με διαφορετικό μείγμα και ο νεοφιλελευθερισμός ούτε στη «διόρθωση» του καπιταλισμού,αλλά στην επαναστατική ανατροπή του.
Γενικότερα η αλληλεπίδραση παραγωγικού και χρηματοπιστωτικού τομέα είναι αναπόφευκτη, με διάφορες μορφές και εντάσεις, και στην κρίση και στην ανάπτυξη, με την εισβολή κεφαλαίων των τραπεζών στην παραγωγή, που αποκτούν έτσι την δυνατότητα επίδρασης στη δράση των επιχειρήσεων, ενώ, απ’ την άλλη, οι επιχειρήσεις, ιδίως οι μεγάλες πολυεθνικές, αποκτούν και χρηματοπιστωτικό βραχίονα. Ωστόσο, το παραγωγικό και χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν είναι απλώς ισοδύναμα και αλληλοεπιδρώντα. Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο έχει αποκτήσει μεν σημαντική αυτονομία, με ορόσημο το 1979 επί κυβέρνησης Κλίντον, όταν καταργήθηκε ο νόμος διαχωρισμού χρηματοπιστωτικών και επενδυτικών τραπεζών, για να αποτρέπεται η επικίνδυνη κερδοσκοπία, νόμος που είχε επιβληθεί μετά τη κρίση του 1929-30. Μετά την αλλαγή του 1979 τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα θεωρήθηκαν αέναη πηγή πλούτου για τις αγορές, ενισχύοντας, συχνά προσωρινά, τα κέρδη και την αυτονομία τους. Κατά βάση όμως οι τράπεζες παραμένουν καπιταλιστικές επιχειρήσεις που εμπορεύονται το χρηματικό κεφάλαιο με σκοπό την απόκτηση κέρδους, το οποίο αποτελεί μέρος της υπεραξίας, που δημιουργείται απ’τους εργάτες στην παραγωγή. Εξάλλου, παρά τις φούσκες μετά το 1990 με κορυφαία αυτή του 2008, τεράστια χρηματικά κεφάλαια που λιμνάζουν λόγω ανεπαρκούς κερδοφορίας καταφεύγουν στο χρηματοπιστωτικό τομέα με κερδοσκοπική προοπτική.
Λογικά, θα περίμενε κανείς ότι μετά τη φούσκα του 2008 που πυροδότησε τη δομική κρίση του συστήματος, θα προτεινόταν απ’ τους πνευματικούς και πολιτικούς γκουρού του καπιταλισμού ένα τροποποιημένο υπόδειγμα λειτουργίας του καπιταλισμού και σοβαροί περιορισμοί της κερδοσκοπίας, όπως συνέβη στη κρίση του 1929-’30 με τη θέσπιση της κεϋνσιανής διαχείρισης (αν και κυρίως εφαρμόστηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο).
Παρά τα μέτρα αντιρρόπησης της κρίσης, δεν εξασφαλίζεται βιώσιμη, ισχυρή ανάπτυξη, αφού ο ΟΟΣΑ προβλέπει για τα επόμενα σαράντα χρόνια ασθμαίνουσα ανάπτυξη της τάξης του 2,5% στον καπιταλισμό. Σημαντική έκφανση και αιτία αυτής της κατάστασης αποτελεί και η ισχύς του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που όχι μόνο δεν περιορίστηκε, αλλά από 11πλάσιο της πραγματικής οικονομίας το 2008 έχει γίνει πλέον 20πλάσιο, ενώ η εκτύπωση χρήματος απ’ τις κεντρικές τράπεζες («ποσοτική χαλάρωση») πλησιάζει τα 5 τρισ. δολάρια. Σε σχέση με τη «βόμβα» του 2008, οι επόμενες φούσκες θα αποτελούν πυρηνική βόμβα. Η πρόσφατη καθίζηση στο ελληνικό χρηματιστήριο αποτελεί απλώς μια περιφερειακή έκφραση αυτής της εξέλιξης.ξέλιξης.