Κώστας Παλούκης
Εθνικό ταμπού
Η παρουσία του φασισμού στην Ελλάδα αποτελούσε για δεκαετίες ένα ιδεολογικό ταμπού καθώς κυριαρχούσε ένα δημοκρατικό αφήγημα. Το ελληνικό έθνος θεωρείται από την φύση του δημοκρατικό και αντιστασιακό και ως εκ τούτου αντιφασιστικό. Ενσωματώνονται ως αντιφασιστικές μάχες του λαού τόσο ο ελληνοϊταλικός πόλεμος όσο και η εθνική αντίσταση. Παράλληλα, προβάλλεται ο δημοκρατικός χαρακτήρας του ελληνικού μεσοπολέμου. Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός αντιμετωπιζόταν ως μια εξαίρεση στην πανευρωπαϊκής κλίμακας ροπή προς τον φασισμό. Το ίδιο το καθεστώς του Μεταξά «αποφασιστικοποιείται» και παρουσιάζεται σαν μια απλή δικτατορία που δεν είχε στην πραγματικότητα τα τυπικά φασιστικά χαρακτηριστικά. Οι δοσιλογικές οργανώσεις παρουσιάζονταν ως μειοψηφική εξαίρεση απέναντι στην πάνδημη αντιφασιστική ομοθυμία, ενώ οι δραστηριότητες των εμφυλιοπολεμικών και μεταπολεμικών ομαδοποιήσεων υποβαθμίζονται ιδεολογικά πίσω από τον όρο «παρακράτος». Οι ρητορικές της κρίσης μετέβαλλαν αυτές τις προσλήψεις. Η αναπαράσταση της αντιφασιστικής δημοκρατικής κοινωνίας δεν ήταν πια χρήσιμη ούτε νομιμοποιητική για το μνημονιακό καθεστώς. Στο δημόσιο διάλογο επικρατεί ένας ακροδεξιός αυταρχικός λόγος, φοβικός απέναντι στα δημοκρατικά, κοινωνικά και δημόσια αγαθά, βαθιά ρατσιστικός, ομοφοβικός και γενικά αντεπαναστατικός. Η τομή αυτή δεν προκάλεσε μόνο αυτήν την αντίδραση στο παρόν, αλλά αποτράβηξε το δημοκρατικό και προοδευτικό πέπλο, απογύμνωσε το ίδιο το παρελθόν από ιδεοληπτικές αναπαραστάσεις. Γι’ αυτό το λόγο, στην κορύφωση της πρόσφατης πολιτικής κρίσης ιστορικά στοιχεία του παρελθόντος αναδεικνύονταν συχνά πεδίο σύγκρουσης και αντιπαράθεσης των συμβολικών ρητορικών. Ο φασισμός ξαφνικά δεν ήταν ένα φάντασμα, αλλά μια πραγματική απειλή με παρελθόν, παρόν και ενδεχομένως μέλλον. Σε αυτό το κείμενο παρουσιάζονται στοιχεία αυτού του «μαύρου νήματος».
Ο φασισμός στην Ελλάδα προέκυψε κυρίως από μεσαία και ανώτερα αστικά στρώματα
Ο ελληνικός μεσοπόλεμος είχε μια ιδιαιτερότητα, τον «εθνικό διχασμό». Αυτή η ιδιαιτερότητα γέννησε δύο διακριτούς αστικούς πόλους με τη δική τους αριστερά, κέντρο και δεξιά. Ως εκ τούτου, ο ελληνικός μεσοπόλεμος γέννησε δύο φασιστικές γενεαλογίες οι οποίες όμως μπόρεσαν να συντεθούν και ενοποιηθούν κάτω από το μεταξικό καθεστώς. Η πιο σοβαρή περίπτωση προέκυψε από τον βενιζελικό πόλο και ήταν τα «τρία έψιλον», δηλαδή η Εθνική Ένωσις Ελλάς. Δημιουργήθηκε το 1927 στην Θεσσαλονίκη από μικρασιάτες πρόσφυγες. Η ιδεολογία της ήταν ταυτόχρονα αντισημιτική και αντικομμουνιστική συνδυάζοντας αυτά τα δύο σε μια ενιαία πρόσληψη του εσωτερικού εχθρού, κάτι που παραμένει μια κοινή ανάγνωση στο χώρο της άκρας δεξιάς. Ιδρυτής της ΕΕΕ και πρόεδρός της ήταν ο έμπορος Γεώργιος Κοσμίδης, ένας τουρκόφωνος πρόσφυγας, γραμματέας της ο τραπεζικός Δ. Χαριτόπουλος, ενώ τη δράση της προπαγάνδιζε ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας Μακεδονία της Θεσσαλονίκης, Νίκος Φαρδής. Η εφημερίδα Μακεδονία αποτελούσε τον βασικό πυλώνα του βενιζελισμού στην Θεσσαλονίκη, με εκδότη τον Ι. Βελλίδη. Με άλλα λόγια, η εμφάνιση του φασισμού στην Ελλάδα προέκυψε σε μεγάλο βαθμό από μεσαία και ανώτερα αστικά στρώματα και με την ξεκάθαρη υποστήριξη του πολιτικού, δημοσιογραφικού και οικονομικού συστήματος. Οι τριεψιλίτες συμμετείχαν σε επίσημες παρελάσεις σε εθνικές εορτές και είχαν αναπτύξει παραστρατιωτική δράση με τους «Χαλυβδόκρανους». Η κρίσιμη περίοδος δράσης τους ήταν η περίοδος 1929-1933. Με την υποστήριξη της εφημερίδας Μακεδονία πρωτοστάτησαν στον εμπρησμό της εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ τον Ιούλιο του 1931, ενώ τον Αύγουστο οργάνωσαν πορεία μέχρι τα ελληνοσερβικά σύνορα. Τον επόμενο χρόνο πραγματοποιήθηκε δίκη με κατηγορούμενους τον Ν. Φαρδή και μέλη της ΕΕΕ, οι οποίοι αθωώθηκαν. Οι τριεψιλίτες, βέβαια, αφού αποδόθηκαν καθαροί στην κοινωνία μετά τη δίκη της Βέροιας, στράφηκαν εναντίον των κομμουνιστών και των εργατικών συνδικάτων, όπως άλλωστε τους παρότρυναν κι οι υπεύθυνοι πολιτικοί ηγέτες.
Στις 17 Αυγούστου 1932 μέλη της οργάνωσης έκαναν ένοπλη επιδρομή στο σωματείο καπνεργατών κι έπειτα οικοδόμων Θεσσαλονίκης τραυματίζοντας σοβαρά τον γραμματέα του Χρ. Παπαδόπουλο και τον οικοδόμο Χ. Σταμπουλίδη, ο οποίος ξεψύχησε την επόμενη μέρα. Στην Καβάλα, την Θεσσαλονίκη και άλλες μακεδονικές πόλεις με έντονη κομμουνιστική δράση, πολύ συχνά εργοδότες και ο ιδιαίτερα βιομήχανοι ενίσχυαν φασιστικές ομάδες. Στην Βέροια, η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στα 1931 προκάλεσε την αντίδραση των βιομηχάνων. Ιδρύθηκε η Εθνική Αντικομμουνιστική Οργάνωση και ο βιομήχανος Λαναράς κάλεσε τον αρχηγό της, πρώην καπετάνιο οπλαρχηγό, στη Νάουσα για να τρομοκρατήσει τους εργάτες. Με την άνοδο του φασισμού στη Γερμανία οι τριεψιλίτες ενθαρρύνθηκαν και ενεργούσαν αλλεπάλληλες επιθέσεις εναντίον εργατών και κομμουνιστών.
Στην Αθήνα, η κατάσταση ήταν εντελώς αντεστραμμένη πολιτικά. Η Εθνική Ένωσις Ελλάς συνδεόταν κυρίως με το αντιβενιζελικό κόμμα. Ο κύριος εκφραστής τους ήταν η εφημερίδα Ελληνική η οποία δημοσίευε τις προκηρύξεις και ενθάρρυνε την αντικομμουνιστική δράση των εθνικιστών. Τον Αύγουστο του 1931 και με αφορμή τον φόνο του αστυνομικού Γυφτοδημόπουλου από τον Μιχάλη Μπεζεντάκο, η εφημερίδα μέσα από τις προκηρύξεις της ΕΕΕ καλούσε στην εφαρμογή του νόμου του Λιντς απέναντι σε κάθε κομμουνιστή. Στην πράξη η επιρροή της οργάνωσης στην Αθήνα ήταν μικρότερη καθώς δραστηριοποιούνταν άλλες μικρότερες φασιστικές ομάδες. Η πιο μεγάλη παρέμβαση έγινε τον Ιούνιο του 1933, τρεις μήνες μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και την ανάληψη της διακυβέρνησης της Ελλάδας από τους αντιβενιζελικούς. Το πρωί της 25ης Ιουνίου κατέφτασαν από τη Θεσσαλονίκη δύο τρένα με περισσότερους από 1.500 χαλυβδόκρανους. Στην Αθήνα τα μέλη της ΕΕΕ κατευθύνθηκαν σε παράταξη στο άγαλμα του Αγνώστου Στρατιώτη. Στην τελετή κατάθεσης στεφάνων παραβρέθηκαν ο υπουργός Εσωτερικών και πρωθυπουργός επί κατοχής Ι. Ράλλης, ο πρόεδρος της Γερουσίας Στ. Γονατάς, ο Μητροπολίτης Βέροιας Πολύκαρπος και άλλοι παράγοντες. Η αστυνομική δύναμη είχε κινητοποιηθεί για την περιφρούρηση της ΕΕΕ. Ωστόσο, για δύο ημέρες το κέντρο της Αθήνας μετατράπηκε σε πεδίο μάχης, καθώς μέλη του ΚΚΕ και της ΚΟΜΛΕΑ συγκρούονταν με τους τριεψιλίτες και τις αστυνομικές δυνάμεις. Κατά τις συγκρούσεις αυτές σκοτώθηκαν από τα πυρά των χαλυβδόκρανων ο αρχειομαρξιστής Θωμόπουλος και ο κομματικός Ταμπούκης, δεκάδες άλλοι τραυματίστηκαν, ενώ η Αστυνομία συνέλαβε 200 εργάτες. Αργότερα, οι τριεψιλίτες προσπάθησαν να οργανωθούν σε κόμμα και παρότι αυτό οδήγησε στη διάσπασή τους, εξακολουθούμε να τους βρίσκουμε στο πλευρό της χωροφυλακής στην καταστολή της εργατικής εξέγερσης τον Μάη του 1936, στο κάψιμο των «κομμουνιστικών» βιβλίων μπροστά στον Λευκό Πύργο τον Αύγουστο του ίδιου έτους, ενταγμένους στην ΕΟΝ, κατόπιν ανασυγκροτημένους κι αναβαθμισμένους σε ταγματασφαλίτες στο πλευρό των ναζί κι εντέλει συνεργάτες της αστυνομίας και του στρατού στα χρόνια του Εμφυλίου (παρότι πολλοί απ’ αυτούς ήταν καταδικασμένοι ως δοσίλογοι).
Η συγκρότηση της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ) το Νοέμβριο του 1936 συνιστά ένα από τα βασικά στοιχεία που ανατρέπουν την άποψη ότι το καθεστώς Μεταξά είναι μια καλή δικτατορία, εξαίρεση στο φασιστικό ευρωπαϊκό κανόνα. Με την ΕΟΝ το καθεστώς στόχευε στο να αποκτήσει το μαζικό λαϊκό έρεισµα που στερούνταν. Πρότυπο αγωγής της ΕΟΝ ήταν η «σπαρτιατική» οργάνωση και διαπαιδαγώγηση των νέων. Στα 1939-1940 συμμετείχαν πολλοί νέοι ηλικίας 8 έως 25 ετών. Αναφέρονται 750.000 μέλη το 1939, 1.250.000 το 1940.
Με την ονομασία «Τάγματα Ασφαλείας» είναι γνωστοί οι ένοπλοι σχηματισμοί που συγκροτήθηκαν το 1943-44 από τις γερμανικές αρχές κατοχής για την καταπολέμηση των ανταρτών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Σκοπός του εγχειρήματος ήταν η υπόθαλψη του ενδοελληνικού εμφυλίου έτσι ώστε να αυξηθεί η ευστοχία των κατασταλτικών μέτρων εναντίον του ΕΑΜ και, το κυριότερο, «να εξοικονομηθεί γερμανικό αίμα». Τα «ευζωνικά» τάγματα συγκροτήθηκαν με απόφαση της κυβέρνησης Ράλλη. Πολλά τάγματα συγκροτήθηκαν «εθελοντικά», με πρωτοβουλία στελεχών του διαλυμένου ελληνικού στρατού και άλλων «εθνικοφρόνων» τοπικών παραγόντων. Ταυτόχρονα, δρούσαν «εθελοντικές» αντιεαμικές ένοπλες ομάδες που συγκροτήθηκαν αυτόνομα, κυρίως στην Αττική. Τέλος, μονάδες «εθνικιστών» της Βόρειας Ελλάδας συγκροτήθηκαν απευθείας από τους Γερμανούς, έξω από τον έλεγχο της κυβέρνησης Ράλλη. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ο «Εθελοντικός Ελληνικός Στρατός» (ΕΕΣ) του συνταγματάρχη Πούλου, ο οποίος χαρακτηρίζεται για τον αμιγώς εθνικοσοσιαλιστικό πολιτικό του λόγο.
Από τα Τάγματα Ασφαλείας στη δολοφονία του Λαμπράκη
Στα Τάγματα Ασφαλείας ή στα άλλα αντικομμουνιστικά αντιεαμικά σώματα στρατολογούνταν κυρίως λούμπεν στοιχεία: άνθρωποι πολύ φτωχοί προκειμένου να επιβιώσουν, εγκληματικοί τύποι για ξεκαθάρισμα προσωπικών διαφορών και ατομικό πλουτισμό, συγγενείς εκείνων που σκοτώθηκαν από τον ΕΛΑΣ. Στην Αθήνα, τα ευζωνικά τάγματα συμμετείχαν ενεργά στα «μπλόκα» του 1944, με σκοπό την κατατρομοκράτηση του πληθυσμού και την καταστροφή της πολιτικής υποδομής του ΕΑΜ, αλλά και στη συγκέντρωση εργατών για αναγκαστική εργασία στα γερμανικά εργοστάσια. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των Ταγμάτων Ασφαλείας υπήρξε η παραδειγματική αγριότητα που επέδειξαν στην πράξη, αγριότητα που ξεπερνούσε συχνά κατά πολύ την αντίστοιχη των γερμανών συναγωνιστών τους. Εκτός από συλλήψεις και φονικά, η παρουσία τους συνεπάγεται την πλήρη αποδιάρθρωση όλων εκείνων των δημιουργικών κοινωνικών πρακτικών που συνόδευαν την ανάπτυξη του ΕΑΜ. Ο Ξενοφών Γιοσμάς, αποκαλούμενος και φον Γιοσμάς λόγω της δοσιλογικής δράσης του, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση ανθρώπου που συνδέει τον δοσιλογισμό με τον μεταπολεμικό παρακρατικό μηχανισμό. Το 1943 σε συνεργασία με την γερμανική Μυστική Αστυνομία Στρατού οργάνωσε τις «Αντικομμουνιστικές Ομάδες Ασφαλείας» και στη συνέχεια εντάχθηκε ως Καπετάν Παρμενίων στην «Εθνική Αντικομμουνιστική Οργάνωση Κατερίνης, Πιερίων και Ολύμπου» (ΕΑΟ). Με την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς, διέφυγε στην Γερμανία και κατόπιν στην Βιέννη όπου συμμετείχε στην τελευταία κατοχική κυβέρνηση Τσιρονίκου που μεταφέρθηκε εκεί, ως υπουργός Προπαγάνδας. Τον Νοέμβριο του 1945 καταδικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσίλογων ερήμην σε θάνατο ως συνεργάτης των Γερμανών.
Τα Δεκεμβριανά αποτέλεσαν τη στιγμή γένεσης του νέου εμφυλιοπολεμικού σκηνικού. Οι ταγματασφαλίτες ουσιαστικά μετατράπηκαν από φασίστες σε υπερασπιστές της δημοκρατίας απέναντι στον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό.
Για πολλές δεκαετίες, η ταυτότητά τους και η μνήμη τους παρέμεινε αυτολογοκριμένη. Ωστόσο, αυτός ο κόσμος αποτέλεσε τη μάζα υποστήριξης του παρακρατικού καθεστώτος της Δεξιάς. Στη Θεσσαλονίκη στελέχωσαν πολύ συγκεκριμένα επαγγέλματα με λούμπεν χαρακτηριστικά, όπως τους φορτοεκφορτωτές. Οργανώσεις με αιχμή τον αντικομμουνισμό και τον φιλομοναρχισμό αλλά και φτωχοί πολίτες που αναζητούσαν διέξοδο στα προβλήματα στέγασης και εργασίας, συντονίζονταν από εκπροσώπους των σωμάτων ασφαλείας και καθοδηγούνταν από άτομα, όπως δοσίλογοι που βρήκαν καταφύγιο από τη μνήμη της προηγούμενης δράσης τους στη συνεργασία με την αστυνομία, εντασσόμενοι στο πλέγμα εξουσίας. Η οργάνωση «Καρφίτσα» ήταν η παρακρατική ομάδα που έδρασε τη δεκαετία του ’60 ως μαχητικό τμήμα της οργάνωσης του Γιοσμά: «Σύνδεσμος Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος». Η δράση του μηχανισμού κορυφώθηκε με τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη το 1963.