γράφει ο Μπάμπης Συριόπουλος
Ο Στάνλεϊ Αρονόβιτς εξετάζει τη διαδικασία ενσωμάτωσης της Αριστεράς, των συνδικάτων και των νέων κοινωνικών κινημάτων στις ΗΠΑ και την μετατροπή τους σε λόμπι εντός του συστήματος. Αναζητεί μια νέα ταξική πολιτική πέρα από τις θεωρίες του «πλήθους» και των «βιολογικών ταυτοτήτων».
«Οι διαιρέσεις μεταξύ μαύρων και λευκών, γυναικών και αντρών, νέων και μεγαλύτερων απέτρεψαν τη γνήσια ενότητα»
Ο Στάνλεϊ Αρονόβιτς είναι γνωστός αμερικανός μαρξιστής, με πολιτική δράση. Ο ίδιος δεν θεωρεί τον εαυτό του «δογματικό μαρξιστή», ωστόσο δηλώνει την πίστη του «στα ζητήματα που έθεσαν οι θεμελιωτές του ιστορικού υλισμού». Το βιβλίο του «Ταξικές υποθέσεις, εξουσία και κοινωνικό κίνημα» (εκδόσεις «Αλεξάνδρεια») είναι γραμμένο το 2003 και εξετάζει το ζήτημα της ύπαρξης των τάξεων και της ταξικής πάλης, των κοινωνικών αγώνων, καθώς και την προοπτική της κοινωνικής απελευθέρωσης από τα δεσμά του κεφαλαίου στο σύγχρονο καπιταλισμό στον 21ο αιώνα. Ο συγγραφέας επικεντρώνει στις ΗΠΑ, η οπτική του όμως είναι παγκόσμια.
Εξαρχής αντιμετωπίζει τις αντιλήψεις, εξαιρετικά διαδεδομένες στις ΗΠΑ και όχι μόνο, περί εξαφάνισης των τάξεων, ισότητας των ευκαιριών και συγχώνευση της συντριπτικής πλειοψηφίας σε μια τεράστια μεσαία τάξη. Όπως λέει χαρακτηριστικά «η ιδεολογία της επιχειρηματικότητας είναι συνυφασμένη με τα όνειρα και τις προσδοκίες μεγάλων τμημάτων του αμερικανικού λαού» (σελ. 3). Απέναντι σε αυτή την κυρίαρχη αντίληψη αντιτάσσει τα πραγματικά δεδομένα για την ύπαρξη ταξικών διαχωριστικών γραμμών στα πεδία του εισοδήματος, της κατοικίας, της διατροφής, της εκπαίδευσης, της υγείας, της ψυχαγωγίας και του πολιτισμού.
Αναγνωρίζοντας την ήττα των εργαζόμενων τις δεκαετίες του ‘80 και ‘90 κάνει μια εκτεταμένη ιστορική αναδρομή, μεγάλης και διαχρονικής αξίας, στο εργατικό κίνημα των ΗΠΑ που οδήγησε βήμα βήμα στον αφοπλισμό του και στην αδυναμία του τελικά να αντικρούσει τη νεοφιλελεύθερη επίθεση. Το συνδικαλιστικό κίνημα έδωσε μεγάλους και ηρωικούς αγώνες τη δεκαετία του ’30 και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, με σημαντικές κατακτήσεις. Ωστόσο ποτέ το εργατικό κίνημα δεν έπαιξε αυτοτελή πολιτικό ρόλο σε αντίθεση με την αστική τάξη και εξουσία, αντίθετα στήριξε (και με τη συνενοχή του Κομμουνιστικού Κόμματος ΗΠΑ) τον πρόεδρο Ρούζβελτ και το κόμμα των Δημοκρατικών στη συνέχεια. Η συνδικαλιστική συνομοσπονδία AFL-CIO και η κυρίαρχη τάση στα συνδικάτα απέκλεισαν στην πράξη τα περισσότερο εκμεταλλευόμενα στρώματα της εργατικής τάξης, τις γυναίκες, τους μαύρους, πέρασαν από τις μαχητικές απεργίες και μορφές πάλης σε «νόμιμους» θεσμούς εκπροσώπησης και διαπραγμάτευσης, σε συλλογικές συμβάσεις και κατακτήσεις μόνο για τα μέλη τους, σε εταιρική και όχι σε κοινωνική και δημόσια ασφάλιση. Ακολούθησε η ευθυγράμμιση με την παγκόσμια ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ την εποχή του ψυχρού πολέμου και η συστράτευση «με τις ηγετικές ομάδες του κεφαλαίου και του πολιτικού διευθυντηρίου» (σελ. 148) στους πολέμους στην Κορέα, στο Βιετνάμ και στο Αφγανιστάν. Στο τέλος, το συνδικαλιστικό κίνημα στην κυρίαρχη εκδοχή του κατέληξε να είναι μία «ομάδα πίεσης» από και για μια μειοψηφία (ένα «λόμπι» ανάμεσα σε τόσα άλλα) εντός του αστικού πολιτικού, νομικού και ιδεολογικού πλαισίου.
Αποτέλεσμα αυτής της ενσωμάτωσης ήταν και η απόσταση που κράτησε το συνδικαλιστικό κίνημα από τη νέα ριζοσπαστικοποίηση της δεκαετίας του ’60 και τα «νέα κοινωνικά κινήματα» που αναδείχθηκαν. Δεν ήταν πάντοτε έτσι. Ο συγγραφέας αναφερόμενος στους αγώνες για το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες αναφέρει: «Όταν αυτά τα φαινομενικά ξεχωριστά κινήματα των εργαζομένων και των γυναικών ενώθηκαν, βγήκαν στους δρόμους (…) μόνο τότε (…) η κρατούσα αστική τάξη υποχώρησε» (σελ. 168). Μιλώντας για το κίνημα κατάργησης της δουλείας των μαύρων πριν από τον εμφύλιο αναφέρει ότι «το σύνθημα “Ελεύθερη εργασία, ελεύθεροι άνθρωποι, ελεύθερη γη” συνέδεε το εργατικό, το ριζοσπαστικό και το εργατικό κίνημα» (σελ. 170).
Ο Αρονόβιτς αναγνωρίζει το ριζοσπαστικό δυναμικό των νέων κοινωνικών κινημάτων (των μαύρων, των γυναικών, των ομοφυλόφιλων, το νεολαιίστικο και φοιτητικό), ωστόσο βλέπει και τα ταυτοτικά τους χαρακτηριστικά που εμπόδισαν μία «ανθεκτική συμμαχία» απειλητική για την εξουσία. Όπως λέει, «οι διαιρέσεις μεταξύ μαύρων και λευκών, γυναικών και αντρών, νέων και μεγαλύτερων ήταν εμπόδια που απέτρεψαν την παγίωση οποιασδήποτε γνήσιας ενότητας» (σελ. 181). Στο τέλος και αυτά τα κινήματα διασπάστηκαν, απώλεσαν την αρχική ριζοσπαστική τους ορμή και την ταξική τους δυναμική και ακολούθησαν το επίσημο συνδικαλιστικό στην πρακτική της πίεσης για συμμετοχή στην οικονομική και πολιτική εξουσία, της εμπλοκής με το δικομματικό πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ. Προστέθηκαν κι αυτά στα προϋπάρχοντα λόμπι.
Ο Αρονόβιτς απορρίπτει τις αντιλήψεις των Νέγκρι και Χαρντ για την «αυτοκρατορία» και την αντικατάσταση της εργατικής τάξης «με το μεταμοντέρνο ισοδύναμο του προλεταριάτου του 19ου αιώνα, το “εξεγερμένο πλήθος”» (σελ. 156). Απορρίπτει επίσης τη λογική των Λακλάου και Μουφ «για την αυτονομία των κοινωνικών κινημάτων, την εγκυρότητα των αγώνων των λεγόμενων περιθωριακών» και «την εκτόπιση της τάξης από τις βιολογικές ταυτότητες» (σελ. 186).
Το βιβλίο δεν δίνει έτοιμες συνταγές, αναγνωρίζει ότι στην εποχή μας «η ουτοπία είναι σε κράτηση», ωστόσο προσβλέπει στην αναγέννηση μιας συνολικής ταξικής πολιτικής, σε έναν νέο «Μεγάλο Συνασπισμό» και «πολιτική οργάνωση» (σελ. 269).